Μητέρα, πού κρατάς το πεπρωμένο του παιδιού.(Ναπολέων)
Ό,τι έγινα μητέρα μου, σε σένα το χρωστάω (Α. Λίνκολν)
Μπροστά σου δεν αξίζουμε δάσκαλοι εκατό.(Ζ. Χέρμερτ)
Τίποτα πιο αγαπητό, μητέρα, από σένα.(Ευριπίδης)
Απ όλα πιο γλυκύτερο της μάνας μου το βλέμμα.(Λαϊκή Μούσα)
Οί μάνες ήρθαν στη ζωή πάντα να συγχωρνάνε.(Δουμας)
Της μάνας μου οι προσευχές όρθιο θα με κρατάνε.(Ρ. Κίπλινγκ)
Άγκυρα είναι στη ζωή της μάνας, τα παιδιά.(Σοφοκλής)
Τη μάνα καί τα μάτια σας φυλάχτε τα γερά.(Λαϊκό)
Της μάνας είναι ή καρδιά μια απέραντη συγνώμη.(Μπαλζάκ)
Ή δόξα όλων των ανδρών, της μάνας τους ή γνώμη.(Κ. Παλαμάς)
Της μάνας ή κατάπτωση, λάου είν' ή παρακμή.(Φ. Γκαίτε)
Οι μάνες οι αυριανές, του κόσμου ή ακμή.(Έ. "Ιψεν)
Για τη μητέρα το παιδί είναι όλη ή πλάση.(Ντισραέλι)
Τη δύναμη στο δάκρυ της τίποτα δεν θα φθάσει(Μπερνάρ Σώ)
"Οσα σκεπάζει ο ουρανός σκεπάζει ή μητέρα.(Λαϊκή Σοφία)
Ή μητρική της αγκαλιά φθάνει πέρα ως πέρα.(Γεωργία Σάνδη)
Μάνα, μητέρα ή μαμά, ω αγία αρμονία.(Γ. Μαρκοράς)
Λευκή, μαύρη ή κίτρινη, είσαι μητέρα θεία.(Φραντσέκο Γκουξέτα)
Μάνα μου, εζης κι ήτανε ολόχρυση ή θύρα.(Κ. Κρυστάλης)
Να σε φυλάξω, μάνα μου, θέλω από την μοίρα.(Μυρτιώτισσα)
Σάββατο 28 Αυγούστου 2010
Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010
Οι Άγιοι Ανδριανός και Ναταλία
Κατά την δεύτερη περίοδο της βασιλείας του Μαξιμιανού, συνελήφθησαν εικοσιτρείς Χριστιανοί, ρίφθηκαν στα μπουντρούμια και βασανίζονταν. Αυτούς τους Μάρτυρες επισκέφθηκε ο άγιος Αδριανός και τους ρώτησε γιατί υπομένουν αυτά τα ανυπόφορα βάσανα και εκείνοι αποκρίθηκαν: “Υπομένουμε, για να κερδίσουμε τα αγαθά, τα οποία είναι ετοιμασμένα στους ουρανούς από τον Θεό, για εκείνους οι οποίοι πάσχουν υπέρ της αγάπης του, τα οποία αγαθά ούτε ακοή δύναται να ακούση, ούτε λόγος να παραστήση”. Μετά την απόκριση αυτή ο μακάριος Αδριανός είπε να γράψουν και το δικό του όνομα μεταξύ των Μαρτύρων και αφού ομολόγησε τον Χριστό τον έδεσαν και τον εφυλάκισαν. Όταν η σύζυγός του Ναταλία έμαθε το νέο, πήγε στην φυλακή και φιλούσε συγκινημένη τα δεσμά του, τον μακάριζε για την προθυμία που έδειξε και παρακαλούσε τους άλλους συνδεσμίους να προσεύχονται στον Θεό γι’ αυτόν.
Η αγία Ναταλία έζησε από κοντά το μαρτύριο του συζύγου της και του συμπαραστάθηκε ολόψυχα. Με θαυμαστή ανδρεία και αφάνταστη ψυχραιμία παρέμενε κοντά του, τον ενθάρρυνε, τον εμψύχωνε και τον προέτρεπε να υπομείνη το μαρτύριο μέχρι τέλους, για την αγάπη του Χριστού και έτσι να γευθή την αληθινή ζωή και την τέλεια χαρά μέσα στο ατέλειωτο πανηγύρι της βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, μαζί με τους Αγίους και τους Αγγέλους. Και όταν ο άγιος Αδριανός ετελείωσε το μαρτύριο μαζί με τους άλλους Μάρτυρες και τα άγια λείψανά τους θα ερίπτοντο στην φωτιά για να καούν, τότε η μακαρία Ναταλία έλαβε το χέρι του συζύγου της, που ήταν κομμένο, και το κρατούσε ως ατίμητο θησαυρό. Όταν έριξαν τα άγια λείψανα στην φωτιά, άρχισε να βρέχη και η φωτιά έσβησε. Τότε κάποιος Χριστιανός μάζεψε τα άγια λείψανα και τα ενταφίασε στην Αργυρούπολη. Όταν παρέδωσε και η Ναταλία την αγία ψυχή της στα χέρια του Θεού, μετά από λίγο καιρό, την ενταφίασαν κοντά στα ιερά λείψανα του συζύγου της και των άλλων αγίων Μαρτύρων.
Οι άγιοι Μάρτυρες είναι οι αθλητές ή μάλλον οι πρωταθλητές του πνευματικού σταδίου, οι οποίοι ήθλησαν καλά και νόμιμα και στεφανώθηκαν από τον αγωνοθέτη Θεό. “Άγιοι μάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες...”. Γιατί εκτός από το γνωστό σε όλους μας στάδιο των σωματικών αθλημάτων, στο οποίο γίνονται κατά καιρούς αγωνίσματα και βραβεύονται οι πρωταθλητές, υπάρχουν άλλα δύο στάδια και άλλα δύο είδη αθλητών. Το ένα είναι το στάδιο της καθημερινής ζωής, όπου καλείται ο καθένας να δώση τον δικό του αγώνα για επιβίωση και προκοπή. Το άλλο είναι το στάδιο των πνευματικών αγώνων, όπου οι αθλητές δίνουν, εκτός από τον αγώνα της καθημερινής ζωής, και έναν άλλο αγώνα εσωτερικό και υπαρξιακό. Έναν αγώνα που γίνεται μέσα στην καρδιά και γίνεται αντιληπτός μόνον από εκείνους που έχουν πνευματικά βιώματα. Αγωνίζονται να καθαρίσουν την καρδιά τους από τα πάθη και να γίνουν αληθινοί άνθρωποι. Γιατί κάθε εποχή και κάθε κοινωνία έχει ανάγκη από αληθινούς ανθρώπους. Από ανθρώπους με ανυπόκριτη απλότητα, ανιδιοτελή αγάπη και πνεύμα θυσίας και προσφοράς για τους άλλους και όχι από φίλαυτους και εκμεταλλευτάς του ανθρώπινου πόνου.
Το πρώτο στάδιο, της σωματικής γυμναστικής, είναι αξιόλογο και όσοι αθλούνται σε αυτό είναι άξιοι επαίνου. Το δεύτερο στάδιο, της βιολογικής ύπαρξης, δεν είναι ούτε για έπαινο ούτε για κατάκριση, αφού ούτως ή άλλως όλοι οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται μέσα σε αυτό και από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης. Το τρίτο στάδιο, των πνευματικών αγώνων, που είναι και το ωραιότερο, επιλέγεται συνήθως από τους λίγους. Από τα ανήσυχα εκείνα πνεύματα που δεν αρκούνται στις αισθησιακές απολαύσεις, αλλά επιθυμούν μια ανώτερη πνευματική ζωή, που τους καταξιώνει ως ανθρώπους. Αυτοί αναδύονται σε έναν εσωτερικό αγώνα για να κυριαρχήσουν επάνω στα πάθη τους και να βιώσουν μέσα στην καρδιά τους την αληθινή ηδονή, που είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος, και είναι απαλλαγμένη από την πίκρα και την οδύνη. Γιατί η καρδιά είναι ο χώρος εκείνος μέσα στον οποίο ο άνθρωπος βιώνει τον παράδεισο ή την κόλαση στην παρούσα ζωή, αλλά και στην μέλλουσα, αφού η ανθρώπινη ζωή δεν έχει τέλος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πνευματικό θεραπευτήριο, αλλά ταυτόχρονα και στάδιο πνευματικών αγώνων. Με τον τρόπο ζωής που προσφέρει έχει αναδείξει ένα αναρίθμητο πλήθος αθλητών και πρωταθλητών της πνευματικής ζωής. Αυτοί είναι οι Απόστολοι, οι Προφήτες, οι Όσιοι, οι Μάρτυρες, οι Ομολογητές. Με έναν λόγο όλοι οι Άγιοι, αλλά και όλοι εκείνοι που αγωνίζονται συνεχώς, ημέρα και νύκτα, με την προσευχή, την μυστηριακή ζωή και την άσκηση, να επιτύχουν τον προσωπικό τους αγιασμό.
Η σωματική άσκηση είναι αξιόλογη και επαινετή, αλλά “πρός ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμός εστιν, επαγγελίας έχουσα ζωής, την νυν και της μελλούσης” (Α΄ Τιμ. δ΄ 8). Ας την αγαπήσουμε.
πρωτ.π.Γεωργίου Παπαβαρνάβα
ΠΗΓΗ
Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010
Ο Άγ.Κοσμάς ο Αιτωλός μιλά για το γάμο και την οικογένεια
Ισότητα άνδρα καί γυναίκας.
"Οταν έκαμεν ό Θεός τον άνδρα, γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήτον. Εκβαλεν ό πανάγαθος Θεός μίαν πλευράν από τον άνδρα καί έκαμε μίαν γυναίκα... "Ισια την έκαμεν ό Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέραν. (Α2, 1η 131, 5η 67).
"Ετσι καί εσύ, Χριστιανέ, πρέπει να την χαίρεσαι την γυναίκα σου καί να την αγαπάς ωσάν σύντροφόν σου καί να μην ιήν στοχάζεσαι ωσάν σκλάβαν σου. Διατί καί αυτή πλάσμα Θεού είναι ωσάν καί εσύ. Τον Θεόν Πατέρα τον λέγεις καί εσύ, Πατέρα τον Λέγει καί αυτή. Μίαν Πίστιν έχετε καί οί δύο, ένα Βάπτισμα, ένα Εύαγγέλιον, μίαν άγίαν Κοινωνίαν, έναν Παράδεισον έχετε να απολαύσετε. Δεν την έχει ό Θεός κατώτερην από εσένα, δια τοΰτο δεν την έκαμεν από τα ποδάρια, δια να μη την καταφρονά ό άνδρας, άλλ' ούτε πάλιν την έκαμεν από το κεφάλι, δια να μην καταφρονά αυτή τον άνδρα, αλλά την έκαμεν από την πλευράν, ήγουν από την μέσην, δια να την έχη σύντροφόν του καί της εμφύσησε καί ιδίαν ψυχήν, ωσάν καί του ανδρός, καί υστέρα ώνόμασε του άνδρα Αδάμ καί την γυναίκα Εύα. (Α2, 1η 164, 5η 100).
. Ό ευλογημένος γάμος.
Να χαίρεστε καί να εύφραίνεσθε χιλιάδες φορές οί παντρεμένες τίμια. Εις τα πολλά καλά, οπού σας έχάρισεν ό πανάγαθος Θεός, σας έχάρισε καί ευλογημένου γάμον. Να κλαίετε δια τους άσεβεΐς καί απίστους- ανάμεσα είς τα πολλά κακά οπού έχουν, έχουν καί καταφρονεμένον γάμον. (Β1, 1η 194, 5η 130).
"Ακουσε, παιδί μου, όταν θέλης να ύπανδρευθής, να ζήτησης πρώτον γυναίκα να μην είναι από συγγένεια σου, οπού το εμποδίζει ό Νόμος της Εκκλησίας• δεύτερον να έχη τον φόβον του Θεού εις την ψυχήν της- καί τρίτον να είναι στολισμένη με την έντροπήν. Επήρες γυναίκα πτωχή; Επήρες σκλάβα. Επήρες γυναίκα πλούσια; "Εγινες εσύ σκλάβος, επήρες ραβδί της κεφαλής σου.
Πρώτον να έξομολογάστε καί να στεφανώνεστε εις την Έκκλησίαν. (Β1, 1η 195,5η 131).
Καί έρωτα ό παπάς τον γαμπρόν: Θέλεις, Ιωάννη, την Μαρία δια γυναίκα σου; Άνίσως καί ειπή: Την θέλω, του δίνει την λαμπάδα. Όμοίως ρωτά καί την νύμφη: Θέλεις εσύ, Μαρία, τον Ίωάννην δια άνδρα; Άνίσως καί τον θέλη, δεν ομιλεί, μόνον σκύφτει την κεφαλήν της. Είδε καί δεν τον θέλει καί είναι χωρίς το θέλημα της, φωνάζει: Δεν τον θέλω. Καί ωσάν εΐπή πώς δεν τον θέλει, ό παπάς να μη βάλη χέρι να τους στεφάνωση, διατί κολάζονται. "Αν είναι με το θέλημα καί των δύο, έτότες να τους στεφάνωση, καί έπειτα από το στεφάνωμα να τους μεταλαμβάνη τα "Αχραντα Μυστήρια, καί άνίσως καί έχουν κανένα εμποδίον, ας τους κοινωνήση το κοινόν ποτήριον. "Υστερα τους παίρνουν ψάλλοντας καί πηγαίνοντας εις το σπίτι κάνει δέησιν ό παπάς, ευλογεί την τράπεζαν καί φεύγει.
Καί ωσάν άπεράσουν τρεις ήμερες, έτότες να σμίγετε το ανδρόγυνο καί να φυλάγεστε τές Κυριακές, Εορτές, με εύγένειαν ωσάν Χριστιανοί. Δεν εδωσεν ό Θεός την γυναίκα δια πορνείαν, αλλά δια παιδία. Καί εσύ ό άνδρας να φεύγης την ξένην γυναίκα, καθώς φεύγεις το φίδι. Καί όχι μόνον την ξένην γυναίκα, αλλά είναι καιρός να φεύγης καί την έδικήν σου. "Ετυχε ή γυναίκα σου καί έχει συνήθεια ή έγγαστρώθη, πρέπει να φυλάγεσαι. "Η έγέννησε καί δεν έσαράντισε, δεν έκαθαρίστηκε. Καί εάν θέλης να σμίξης με την γυναίκα σου, πάρε παράδειγμα- ρώτησε του γεωργόν να ίδής πόσες φορές σπέρνει το χωράφι: τον χρόνον μίαν φοράν καί το αφήνει ως οπού γίνεται καί τότες το θερίζει καί υστέρα πάλιν ωσάν θέλη το ματασπέρνει. Όμοίως καί εσύ, αδελφέ μου, έσμιξες με την γυναίκα σου, έγγαστρώθηκε; Αναχώρησε έως οπού να γέννηση, να σαραντίση, να καθαριστή καί τότες σπέρνεις καί άλλο. Καί κάμε σαράντα, πενήντα παιδιά.
"Ηθελα να σας ειπώ έναν λόγον, μα είναι αισχρός κομμάτι καί θέλετε να με κατηγορήσετε. Δεν βλέπετε τα ζώα οπού σμίγουν έως να έγγαστρώθη το θηλυκόν καί ωσάν γέννηση έτότες ματασμίγουν; Καί εμείς οί άνθρωποι δεν το ντρεπόμαστε να είμαστε χειρότεροι καί από τα ζώα; Μα πάλιν δεν ήμπορείς να το κάμνης αυτό, σου πέφτει βαρύ; Κάμε άλλο, ταπεινώσου καί είπε πώς είσαι ανάξιος, αμαρτωλός καί χειρότερος από τα ζώα, κατηγόρησε του Λόγου σου καί έτσι ημπορεί να σε σπλαγχνισθή ό Θεός, να σε σώση. Άμή να κόμης την άμαρτίαν, να καυχάσαι, να λέγης πώς είσαι καί άγιος, γίνεται τούτο να είναι;
Τότε εύλογεί ό Θεός τον άνδρα καί την γυναίκα καί τα παιδιά σας καί δεν σας κολλά κανένα πράγμα μήτε μποδέματα, μήτε γητεύματα, μήτε κανένα κακόν. Έτσι άπερνάτε καί εδώ καλά καί πηγαίνετε καί εις τον Παράδεισον να χαίρεστε πάντοτε. Καί πλέον έξουσίαν δεν έχετε να χωρίζεσθε καί μόνον ό θάνατος καί ή πορνεία σας χωρίζει... (Β1, 1η 198, 5η 134).
Για το ανδρόγυνο: «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλάτ. 6, 2).
"Αλλο καλύτερον δεν είναι εις την γυναίκα ωσάν οπού να έχη ϋπομονήν καί ταπείνωσιν. Καί, αν τύχη καί έχη κακόν άνδρα, να ύπομένη καί να ευχαριστά τον Θεόν περισσότερον από τές άλλες, διατί έχει μισθόν πολύν εις την ψυχήν της καί πάντα με γλυκά λόγια να τον παρήγορη καί να στοχάζεται πώς καί αυτός αγανακτεί καί κινδυνεύει την ζωήν ήμέραν καί νύκτα, δια να την φύλαξη. Καί αν έχη καί ό άνδρας κανένα ελάττωμα, να τον ύποφέρη καί να μην τον πικραίνη, άνθρωπος είναι καί αυτός, δεν είναι άγγελος. Καί να ένθυμαται πάντα τές καλωσύνες του καί να συλλογίζεται (Α2, 1η 169, 5η 105) καί τές εδικές της κακωσύνες. Όμοίως καί εσύ ό άνδρας, όταν σου τύχη κακή γυναίκα, πρέπει να ύπομένης καί να ευχάριστος τον Θεόν, διατί έχεις μισθόν μεγάλον εϊς την ψυχήν σου καί, αν σου πταίση καμμίαν φοράν, μη την συνερίζεσαι καί στοχάσου καί τές καλωσύνες της. Ακόμη συλλογίσου καί τα εδικά σου τα ελαττώματα.
Πάλιν εσύ, γυναίκα, έχεις περισσότερον χρέος από τον άνδρα να άνατρέφης τα παιδιά σου καί να τα νουθετάς εις τα καλά έργα. (Α2, 1η 170, 5η 106).
Γονείς καί παιδιά.
"Ενα δένδρο, ωσάν το κόψης, ευθύς ξεραίνονται τα κλαριά, άμή ωσάν ποτίζης την ρίζαν, στέκονται δροσερά τα κλωνάρια. Όμοίως εϊστενε καί οί γονείς ωσάν το δένδρο καί όταν ποτίζεται ό πατέρας καί ή μητέρα, οπού εϊστενε ή ρίζα των παιδιών, με νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, με καλά έργα, φυλάγει ό Θεός τα παιδιά σας. Ωσάν ξεραίνεστε οί γονείς με τές αμαρτίες, θανατώνει ό Θεός τα παιδιά σας καί σάς βάνει εις την κόλασιν μαζί τους.
Είναι μια μηλιά καί κάνει ξινά μήλα. Έμείς τώρα τί πρέπει να κατηγορήσωμε, τη μηλιά ή τα μήλα; Τη μηλιά. Λοιπόν κάμνετε καλά έσεϊς οί γονείς, οπού εϊστενε ή μηλιά, να γίνωνται καί τα μήλα γλυκά.
Δεν είναι κατάρα ή ακουσία άτεκνία, ούτε λόγος διαζυγίου.
Ακόμη να προσέχετε οί άνδρες να μη κοιτάζετε τές γυναίκες σας με άγριον μάτι δια πολλές αιτίες, μάλιστα πώς δεν κάνουν παιδιά καί λέγετε τάχα πώς έχετε κατάραν. Ακούσατε να σας ειπώ: τον πάλαιαν καιρόν ό Διάβολος έβαλε σκοπόν να χαλάση τον κόσμον καί έβανε μίσος εις τα ανδρόγυνα, για να μη κάνουν παιδιά να αύξηση ό κόσμος, καί έτσι οί άνθρωποι δεν έκαναν παιδιά, άλλ' ούτε
έφρόντιζαν δια να ύπανδρεύωνται καί έκινδύνευε να σωθή ό κόσμος. Τότε ό Θεός, θέτοντας να λείψη αυτό το διαβολικού κακόν, έπρόσταξεν ότι οποίος δεν κάμη παιδιά εϊναι κατηραμένος. Δια τούτο καί μόνον τον είπεν ό Θεός αυτόν τον λόγον, δια να χαλάση (Α2, 1η 156, 5η 92) τον σκοπόν του κατηραμένου Διαβόλου. Λοιπόν τώρα δεν έχετε κατάρα όσοι δεν κάνετε παιδιά καί μη λυπασθε, αλλά χαίρεσθε, όπου γίνεται το θέλημα του Θεοΰ καί όχι το έδικόν σας καί μάλιστα εκείνοι οπού έχουν παιδιά είναι σκλάβοι καί κατά την ψυχήν καί κατά το σώμα. Καί να φυλάγεσθε να μη κάμετε ωσάν κάποιοι ανόητοι καί τρελλοί, οπού δια να μην έγέννησαν παιδιά οί γυναίκες τους, τές έχώρισαν καί επήραν άλλες. Ό Διάβολος θέλει να χωρίζωνται τα ανδρόγυνα καί όχι ό Θεός. "Ετσι λέγει καί ό Νόμος: Κανένα άλλο αίτιον δεν τους χωρίζει έξω αν ξεπέσουν είς πορνείαν. Καί οποίος δια άλλο αίτιον χωρίζει την γυναίκα του καί πάρη άλλην έχει να κριθή ως μοιχός, χειρότερος από τον πόρνον, καί θέλει πηγαίνει είς την Κόλασιν.
Οικογενειακό Εικονοστάσι καί αγωγή παιδιών.
Να κάμης μίαν εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, να έχη καί τον "Αγιον του παιδιού σου καί όταν το παιδί σου σηκώνεται από τον ϋπνον να σου γυρεύη ψωμί, μην του δίνης, μόνο να πάρης το ψωμί, να το βάλής ομπρός εις την εικόνα του Χρίστου καί νά του εΐπής: Εγώ, παιδί μου, δεν έχω ψωμί, ό Χριστός έχει. Σήκω να κάμης το Σταυρό σου να παρακαλέσωμε τον "Αγιον σου να παρακάλεση τον Χριστόν να σου το δώση. Καί έτσι το παιδίον παρακινεϊται δια την άγάπην του ψωμιού καί ευθύς οπού ξυπνά, τον "Αγιόν του Βλέπει. Βλέποντας τότε ό Διάβολος το παιδίον πώς έχει την ελπίδα του είς τον Χριστόν καί εις τον "Αγιόν του, κατακαίεται καί φεύγει. Κι έτσι να συνηθίζετε τα παιδιά σας, να τα παιδεύετε από μικρά, δια να συνηθίζουν είς τον καλόν δρόμον. (Β1, 1η 187, 5η 123).
"Οταν έκαμεν ό Θεός τον άνδρα, γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήτον. Εκβαλεν ό πανάγαθος Θεός μίαν πλευράν από τον άνδρα καί έκαμε μίαν γυναίκα... "Ισια την έκαμεν ό Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέραν. (Α2, 1η 131, 5η 67).
"Ετσι καί εσύ, Χριστιανέ, πρέπει να την χαίρεσαι την γυναίκα σου καί να την αγαπάς ωσάν σύντροφόν σου καί να μην ιήν στοχάζεσαι ωσάν σκλάβαν σου. Διατί καί αυτή πλάσμα Θεού είναι ωσάν καί εσύ. Τον Θεόν Πατέρα τον λέγεις καί εσύ, Πατέρα τον Λέγει καί αυτή. Μίαν Πίστιν έχετε καί οί δύο, ένα Βάπτισμα, ένα Εύαγγέλιον, μίαν άγίαν Κοινωνίαν, έναν Παράδεισον έχετε να απολαύσετε. Δεν την έχει ό Θεός κατώτερην από εσένα, δια τοΰτο δεν την έκαμεν από τα ποδάρια, δια να μη την καταφρονά ό άνδρας, άλλ' ούτε πάλιν την έκαμεν από το κεφάλι, δια να μην καταφρονά αυτή τον άνδρα, αλλά την έκαμεν από την πλευράν, ήγουν από την μέσην, δια να την έχη σύντροφόν του καί της εμφύσησε καί ιδίαν ψυχήν, ωσάν καί του ανδρός, καί υστέρα ώνόμασε του άνδρα Αδάμ καί την γυναίκα Εύα. (Α2, 1η 164, 5η 100).
. Ό ευλογημένος γάμος.
Να χαίρεστε καί να εύφραίνεσθε χιλιάδες φορές οί παντρεμένες τίμια. Εις τα πολλά καλά, οπού σας έχάρισεν ό πανάγαθος Θεός, σας έχάρισε καί ευλογημένου γάμον. Να κλαίετε δια τους άσεβεΐς καί απίστους- ανάμεσα είς τα πολλά κακά οπού έχουν, έχουν καί καταφρονεμένον γάμον. (Β1, 1η 194, 5η 130).
"Ακουσε, παιδί μου, όταν θέλης να ύπανδρευθής, να ζήτησης πρώτον γυναίκα να μην είναι από συγγένεια σου, οπού το εμποδίζει ό Νόμος της Εκκλησίας• δεύτερον να έχη τον φόβον του Θεού εις την ψυχήν της- καί τρίτον να είναι στολισμένη με την έντροπήν. Επήρες γυναίκα πτωχή; Επήρες σκλάβα. Επήρες γυναίκα πλούσια; "Εγινες εσύ σκλάβος, επήρες ραβδί της κεφαλής σου.
Πρώτον να έξομολογάστε καί να στεφανώνεστε εις την Έκκλησίαν. (Β1, 1η 195,5η 131).
Καί έρωτα ό παπάς τον γαμπρόν: Θέλεις, Ιωάννη, την Μαρία δια γυναίκα σου; Άνίσως καί ειπή: Την θέλω, του δίνει την λαμπάδα. Όμοίως ρωτά καί την νύμφη: Θέλεις εσύ, Μαρία, τον Ίωάννην δια άνδρα; Άνίσως καί τον θέλη, δεν ομιλεί, μόνον σκύφτει την κεφαλήν της. Είδε καί δεν τον θέλει καί είναι χωρίς το θέλημα της, φωνάζει: Δεν τον θέλω. Καί ωσάν εΐπή πώς δεν τον θέλει, ό παπάς να μη βάλη χέρι να τους στεφάνωση, διατί κολάζονται. "Αν είναι με το θέλημα καί των δύο, έτότες να τους στεφάνωση, καί έπειτα από το στεφάνωμα να τους μεταλαμβάνη τα "Αχραντα Μυστήρια, καί άνίσως καί έχουν κανένα εμποδίον, ας τους κοινωνήση το κοινόν ποτήριον. "Υστερα τους παίρνουν ψάλλοντας καί πηγαίνοντας εις το σπίτι κάνει δέησιν ό παπάς, ευλογεί την τράπεζαν καί φεύγει.
Καί ωσάν άπεράσουν τρεις ήμερες, έτότες να σμίγετε το ανδρόγυνο καί να φυλάγεστε τές Κυριακές, Εορτές, με εύγένειαν ωσάν Χριστιανοί. Δεν εδωσεν ό Θεός την γυναίκα δια πορνείαν, αλλά δια παιδία. Καί εσύ ό άνδρας να φεύγης την ξένην γυναίκα, καθώς φεύγεις το φίδι. Καί όχι μόνον την ξένην γυναίκα, αλλά είναι καιρός να φεύγης καί την έδικήν σου. "Ετυχε ή γυναίκα σου καί έχει συνήθεια ή έγγαστρώθη, πρέπει να φυλάγεσαι. "Η έγέννησε καί δεν έσαράντισε, δεν έκαθαρίστηκε. Καί εάν θέλης να σμίξης με την γυναίκα σου, πάρε παράδειγμα- ρώτησε του γεωργόν να ίδής πόσες φορές σπέρνει το χωράφι: τον χρόνον μίαν φοράν καί το αφήνει ως οπού γίνεται καί τότες το θερίζει καί υστέρα πάλιν ωσάν θέλη το ματασπέρνει. Όμοίως καί εσύ, αδελφέ μου, έσμιξες με την γυναίκα σου, έγγαστρώθηκε; Αναχώρησε έως οπού να γέννηση, να σαραντίση, να καθαριστή καί τότες σπέρνεις καί άλλο. Καί κάμε σαράντα, πενήντα παιδιά.
"Ηθελα να σας ειπώ έναν λόγον, μα είναι αισχρός κομμάτι καί θέλετε να με κατηγορήσετε. Δεν βλέπετε τα ζώα οπού σμίγουν έως να έγγαστρώθη το θηλυκόν καί ωσάν γέννηση έτότες ματασμίγουν; Καί εμείς οί άνθρωποι δεν το ντρεπόμαστε να είμαστε χειρότεροι καί από τα ζώα; Μα πάλιν δεν ήμπορείς να το κάμνης αυτό, σου πέφτει βαρύ; Κάμε άλλο, ταπεινώσου καί είπε πώς είσαι ανάξιος, αμαρτωλός καί χειρότερος από τα ζώα, κατηγόρησε του Λόγου σου καί έτσι ημπορεί να σε σπλαγχνισθή ό Θεός, να σε σώση. Άμή να κόμης την άμαρτίαν, να καυχάσαι, να λέγης πώς είσαι καί άγιος, γίνεται τούτο να είναι;
Τότε εύλογεί ό Θεός τον άνδρα καί την γυναίκα καί τα παιδιά σας καί δεν σας κολλά κανένα πράγμα μήτε μποδέματα, μήτε γητεύματα, μήτε κανένα κακόν. Έτσι άπερνάτε καί εδώ καλά καί πηγαίνετε καί εις τον Παράδεισον να χαίρεστε πάντοτε. Καί πλέον έξουσίαν δεν έχετε να χωρίζεσθε καί μόνον ό θάνατος καί ή πορνεία σας χωρίζει... (Β1, 1η 198, 5η 134).
Για το ανδρόγυνο: «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλάτ. 6, 2).
"Αλλο καλύτερον δεν είναι εις την γυναίκα ωσάν οπού να έχη ϋπομονήν καί ταπείνωσιν. Καί, αν τύχη καί έχη κακόν άνδρα, να ύπομένη καί να ευχαριστά τον Θεόν περισσότερον από τές άλλες, διατί έχει μισθόν πολύν εις την ψυχήν της καί πάντα με γλυκά λόγια να τον παρήγορη καί να στοχάζεται πώς καί αυτός αγανακτεί καί κινδυνεύει την ζωήν ήμέραν καί νύκτα, δια να την φύλαξη. Καί αν έχη καί ό άνδρας κανένα ελάττωμα, να τον ύποφέρη καί να μην τον πικραίνη, άνθρωπος είναι καί αυτός, δεν είναι άγγελος. Καί να ένθυμαται πάντα τές καλωσύνες του καί να συλλογίζεται (Α2, 1η 169, 5η 105) καί τές εδικές της κακωσύνες. Όμοίως καί εσύ ό άνδρας, όταν σου τύχη κακή γυναίκα, πρέπει να ύπομένης καί να ευχάριστος τον Θεόν, διατί έχεις μισθόν μεγάλον εϊς την ψυχήν σου καί, αν σου πταίση καμμίαν φοράν, μη την συνερίζεσαι καί στοχάσου καί τές καλωσύνες της. Ακόμη συλλογίσου καί τα εδικά σου τα ελαττώματα.
Πάλιν εσύ, γυναίκα, έχεις περισσότερον χρέος από τον άνδρα να άνατρέφης τα παιδιά σου καί να τα νουθετάς εις τα καλά έργα. (Α2, 1η 170, 5η 106).
Γονείς καί παιδιά.
"Ενα δένδρο, ωσάν το κόψης, ευθύς ξεραίνονται τα κλαριά, άμή ωσάν ποτίζης την ρίζαν, στέκονται δροσερά τα κλωνάρια. Όμοίως εϊστενε καί οί γονείς ωσάν το δένδρο καί όταν ποτίζεται ό πατέρας καί ή μητέρα, οπού εϊστενε ή ρίζα των παιδιών, με νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, με καλά έργα, φυλάγει ό Θεός τα παιδιά σας. Ωσάν ξεραίνεστε οί γονείς με τές αμαρτίες, θανατώνει ό Θεός τα παιδιά σας καί σάς βάνει εις την κόλασιν μαζί τους.
Είναι μια μηλιά καί κάνει ξινά μήλα. Έμείς τώρα τί πρέπει να κατηγορήσωμε, τη μηλιά ή τα μήλα; Τη μηλιά. Λοιπόν κάμνετε καλά έσεϊς οί γονείς, οπού εϊστενε ή μηλιά, να γίνωνται καί τα μήλα γλυκά.
Δεν είναι κατάρα ή ακουσία άτεκνία, ούτε λόγος διαζυγίου.
Ακόμη να προσέχετε οί άνδρες να μη κοιτάζετε τές γυναίκες σας με άγριον μάτι δια πολλές αιτίες, μάλιστα πώς δεν κάνουν παιδιά καί λέγετε τάχα πώς έχετε κατάραν. Ακούσατε να σας ειπώ: τον πάλαιαν καιρόν ό Διάβολος έβαλε σκοπόν να χαλάση τον κόσμον καί έβανε μίσος εις τα ανδρόγυνα, για να μη κάνουν παιδιά να αύξηση ό κόσμος, καί έτσι οί άνθρωποι δεν έκαναν παιδιά, άλλ' ούτε
έφρόντιζαν δια να ύπανδρεύωνται καί έκινδύνευε να σωθή ό κόσμος. Τότε ό Θεός, θέτοντας να λείψη αυτό το διαβολικού κακόν, έπρόσταξεν ότι οποίος δεν κάμη παιδιά εϊναι κατηραμένος. Δια τούτο καί μόνον τον είπεν ό Θεός αυτόν τον λόγον, δια να χαλάση (Α2, 1η 156, 5η 92) τον σκοπόν του κατηραμένου Διαβόλου. Λοιπόν τώρα δεν έχετε κατάρα όσοι δεν κάνετε παιδιά καί μη λυπασθε, αλλά χαίρεσθε, όπου γίνεται το θέλημα του Θεοΰ καί όχι το έδικόν σας καί μάλιστα εκείνοι οπού έχουν παιδιά είναι σκλάβοι καί κατά την ψυχήν καί κατά το σώμα. Καί να φυλάγεσθε να μη κάμετε ωσάν κάποιοι ανόητοι καί τρελλοί, οπού δια να μην έγέννησαν παιδιά οί γυναίκες τους, τές έχώρισαν καί επήραν άλλες. Ό Διάβολος θέλει να χωρίζωνται τα ανδρόγυνα καί όχι ό Θεός. "Ετσι λέγει καί ό Νόμος: Κανένα άλλο αίτιον δεν τους χωρίζει έξω αν ξεπέσουν είς πορνείαν. Καί οποίος δια άλλο αίτιον χωρίζει την γυναίκα του καί πάρη άλλην έχει να κριθή ως μοιχός, χειρότερος από τον πόρνον, καί θέλει πηγαίνει είς την Κόλασιν.
Οικογενειακό Εικονοστάσι καί αγωγή παιδιών.
Να κάμης μίαν εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, να έχη καί τον "Αγιον του παιδιού σου καί όταν το παιδί σου σηκώνεται από τον ϋπνον να σου γυρεύη ψωμί, μην του δίνης, μόνο να πάρης το ψωμί, να το βάλής ομπρός εις την εικόνα του Χρίστου καί νά του εΐπής: Εγώ, παιδί μου, δεν έχω ψωμί, ό Χριστός έχει. Σήκω να κάμης το Σταυρό σου να παρακαλέσωμε τον "Αγιον σου να παρακάλεση τον Χριστόν να σου το δώση. Καί έτσι το παιδίον παρακινεϊται δια την άγάπην του ψωμιού καί ευθύς οπού ξυπνά, τον "Αγιόν του Βλέπει. Βλέποντας τότε ό Διάβολος το παιδίον πώς έχει την ελπίδα του είς τον Χριστόν καί εις τον "Αγιόν του, κατακαίεται καί φεύγει. Κι έτσι να συνηθίζετε τα παιδιά σας, να τα παιδεύετε από μικρά, δια να συνηθίζουν είς τον καλόν δρόμον. (Β1, 1η 187, 5η 123).
Η Παναγία ως πρότυπο μητέρας και γυναίκας
Στή ζωή έχομε ανάγκη από πρότυπα. Και ή Εκκλησία προβάλλει στους πιστούς τέτοια πρότυπα, καταξιωμένα θεϊκά, πρότυπα άγιωσύνης• όχι θεωρητικής γνώσης, αλλά πρακτικής εμπειρίας. Τέτοια πρότυπα είναι οι "Αγιοι, οί «μαρτυρηθέντες δια της πίστεως» (Έβρ. 11, 39), και πρώτη μεταξύ των Αγίων ή Υπεραγία Θεοτόκος. Σέ μια εποχή μεγάλης πνευματικής κρίσης, οί ελπίδες μας στηρίζονται στη γυναίκα- ή αλλαγή και ή αναγέννηση του κόσμου θα προέλθη μόνο από τη γυναίκα. Το αξίωμα, πού διατύπωσε ένας μεγάλος παιδαγωγός των νεώτερων χρόνων είναι απόλυτα σωστό και αληθινό. «Δώστε μου, είπε, μητέρες χριστιανές και μπορώ να αναμορφώσω τον κόσμο». Αυτό κηρύττει και η Εκκλησία, αυτό κι εμείς παρακαλούμε να ακούσουν οί ελληνίδες χριστιανές γυναΐκες.'Έχετε το μοναδικό και καθαγιασμένο πρότυπο, την Υπεραγία Θεοτόκο, πού ό ουρανός τη χαιρέτισε και την είπε «κεχαριτωμένην» και «ευλογημένη εν γυναιξί». Ζητείστε τη θεία χάρη με τις πρεσβείες της Θεοτόκου και μιμηθήτε την, για να δη καλύτερες ήμερες ό τόπος μας. Ό μακαρισμός τής Παναγίας για τον Ίησοϋ Χριστό ανήκει και σε σας για κάθε άξιο παιδι πού θα δώσετε στον κόσμο- «Μακαριά ή κοιλία ή βαστάσασά σε και μαστοί ους έθήλασας» (Λουκ. 11, 27).Χαρά στη μάνα πού σε γέννησε και το γάλα που έθήλασες.Ηταν ή φωνή μιας γυναίκας, πού μπορεί να ήταν μητέρα και στο πρόσωπο του Ίησού Χριστου, έτσι καθώς τον έβλεπε και τον ήκουε, να ζήλεψε κι αυτή ένα τέτοιο παιδί. Κι ήταν τόσο πιο αληθινή και άδολη αύτη ή φωνή, όσο είν' αλήθεια πώς ήταν έν' αυθόρμητο ξέσπασμα μεσ' από την ψυχή μιας γυναίκας, πού πάντα περισσότερο άπ' όλα τη συγκλονίζει το αίσθημα της μητρότητας. Τίποτα πιο πολύ δεν λαχταρά μια αληθινή γυναίκα παρά να είναι μητέρα και τίποτα πιο πολύ δεν την κάνει περιφανή παρά να βλέπη την προκοπή του παιδιού της. Αυτό το φυσικό αίσθημα, πού έβαλε ό Θεός μέσα στη γυναίκα, μήτε να το ξεριζώσης μπορείς, μήτε με κάτι άλλο να το άντικαταστήσης.Ή γυναίκα πρώτ' άπ' όλα είναι ή μητέρα των παιδιών της. Ξεκινάει από αδελφή για να γίνει σύζυγος και δεν βρίσκει την ολοκλήρωση της παρά όταν θα γίνη μητέρα. Η μητέρα πού κυοφορεί, ή μητέρα πού τίκτει και θηλάζει, ή μητέρα πού ανατρέφει και μεγαλώνει το παίδι της. λαχταρά να το δη σαν τον Ίησοϋ Χριστό, ώραίο και φωτεινό, και να πουν και γι' αυτήν οί άνθρωποι-«χαρά στη μάνα πού σε γέννησε και το γάλα πού έθήλασες»!
Ετσι ας ήταν να βλέπουμε κι έμείς πάντα τη γυναίκα-πρόσωπο ίερό και σεβαστό.
'Άν είναι κορίτσι, να βλέπωμε την αυριανή μητέρα• αν είναι σύζυγος, να βλέπωμε τη σημερινή μητέρα- αν είναι και γιαγιά, να βλέπωμε δυο φορές τη μητέρα. Ή γυναίκα στα μάτια μας να είναι πάντα ή μητέρα το πιο σεπτό πρόσωπο στη ζωή μας, πού και στη χαρά μας και στο πόνο μας φωνάζαμε τ' όνομα της. Κι ας μην είναι κοντά μας κι ας μην είναι πια στη ζωή- «μάνα» φωνάζομε και σαν και να την άκοϋμε και σαν καί τη βλέπωμε να έρχεται κοντά μας.'Όποιος σέβεται τη μητέρα, τιμά και προστατεύει τη γυναίκα, κι όποιος φέρνεται άσχημα στη γυναίκα,υβρίζει κι ατιμάζει την μητέρα πού τον γέννησε. Ούτε δούλη,οϋτε παιχνίδι είναι ή γυναίκα στα χέρια του άνδρα, αλλά
είναι πάντα ή μητέρα- είναι δεν είναι παντρεμένη, έχει δεν έχει παιδιά.Ή γυναίκα έχει μια ξεχωριστή θέση στον κόσμο,έτσι όπως ξεχωριστή είναι ή θέση της Παναγίας μέσα στους Αγίους τής'Εκκλησίας.
Μακαριστού Μητροπολίτου Σερβιών και Κοζάνης κυρού Διονυσίου
εκφωνήθηκε στον Ι.Ν.Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βελβεντού την 15η Αυγούστου 1985
πηγή ''Πειραική Εκκλησία''
Ετσι ας ήταν να βλέπουμε κι έμείς πάντα τη γυναίκα-πρόσωπο ίερό και σεβαστό.
'Άν είναι κορίτσι, να βλέπωμε την αυριανή μητέρα• αν είναι σύζυγος, να βλέπωμε τη σημερινή μητέρα- αν είναι και γιαγιά, να βλέπωμε δυο φορές τη μητέρα. Ή γυναίκα στα μάτια μας να είναι πάντα ή μητέρα το πιο σεπτό πρόσωπο στη ζωή μας, πού και στη χαρά μας και στο πόνο μας φωνάζαμε τ' όνομα της. Κι ας μην είναι κοντά μας κι ας μην είναι πια στη ζωή- «μάνα» φωνάζομε και σαν και να την άκοϋμε και σαν καί τη βλέπωμε να έρχεται κοντά μας.'Όποιος σέβεται τη μητέρα, τιμά και προστατεύει τη γυναίκα, κι όποιος φέρνεται άσχημα στη γυναίκα,υβρίζει κι ατιμάζει την μητέρα πού τον γέννησε. Ούτε δούλη,οϋτε παιχνίδι είναι ή γυναίκα στα χέρια του άνδρα, αλλά
είναι πάντα ή μητέρα- είναι δεν είναι παντρεμένη, έχει δεν έχει παιδιά.Ή γυναίκα έχει μια ξεχωριστή θέση στον κόσμο,έτσι όπως ξεχωριστή είναι ή θέση της Παναγίας μέσα στους Αγίους τής'Εκκλησίας.
Μακαριστού Μητροπολίτου Σερβιών και Κοζάνης κυρού Διονυσίου
εκφωνήθηκε στον Ι.Ν.Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βελβεντού την 15η Αυγούστου 1985
πηγή ''Πειραική Εκκλησία''
Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010
π.Σωτήριος Γκουβέλης-Ένας ορθόδοξος παπάς ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις
.Ο π. Σωτήριος (Σαμ) Γκουβέλλης αγωνίστηκε για τη φυλετική ισότητα μεταξύ λευκών και μαύρων στις Η.Π.Α. σε μια εποχή που ο ρατσισμός κυριαρχούσε στην κοινωνία των λευκών και η Κου Κλουξ Κλαν τρομοκρατούσε όσους η συνείδηση τους δεν τους επέτρεπε να κάθονται ήσυχα στο σπίτι τους χωρίς να ενδιαφέρονται για τον μαύρο αδελφό τους. Ο αγώνας τότε είχε κόστος, μπορούσε να στοιχίσει την ίδια τη ζωή τους. Ο π. Σωτήριος γεννήθηκε στην Πενσυλβάνια των Η.Π.Α. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ήπειρο και η μητέρα του από τον Μελιγαλά. Χειροτονήθηκε ιερέας στο Μίσιγκαν και το 1961 μετετέθη στο Μπέρμιγχαμ.
Εκείνη την εποχή διενεργείτο ο αγώνας των μαύρων για ίσα δικαιώματα. Η Κου Κλουξ Κλαν έβαζε βόμβες, δολοφονούσε και τρομοκρατούσε όσους αγωνίζονταν για ισότητα και δικαιοσύνη.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα τρομοκρατίας, τον Απρίλιο του 1963 μια ομάδα ιερέων έστειλε επιστολή, την γνωστή ως «Κάλεσμα για ενότητα», στον κυβερνήτη της περιοχής και στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που ήταν τότε στη φυλακή. Ο π. Σωτήριος υπέγραψε την επιστολή προς τον κυβερνήτη. Άρχισε δε να μιλάει στην εκκλησία του για τον δίκαιο αγώνα των μαύρων πολιτών. Γι' αυτήν του τη στάση δέχθηκε την επίθεση των Ελλήνων μεταναστών. Έστελναν μάλιστα γράμματα στον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο και ζητούσαν να τον διώξει από την πόλη. Οι Έλληνες μετανάστες, ήθελαν να ενταχθούν στην κοινωνία των λευκών. Έτσι στην πλειοψηφία τους έπαιρναν το μέρος των λευκών και τάσσονταν εναντίον των δικαιωμάτων των μαύρων συμπολιτών τους.
Ο π. Σωτήριος δεχόταν στο σπίτι του απειλητικά τηλεφωνήματα και κάθε πρωί πριν ξεκινήσει έψαχνε κάτω από το αυτοκίνητο του μήπως του είχαν βάλει βόμβα. Όμως παρά τις απειλές για τη ζωή του, συνέχισε να αγωνίζεται για ίσα δικαιώματα και συναντιόταν με λευκούς και μαύρους ιερείς της περιοχής, που έβλεπαν την αγάπη όχι σαν ένα ατομικιστικό συναίσθημα αλλά ως σχέση, με αναγκαίο αποτέλεσμα στην πράξη τη μάχη για δικαιοσύνη.
Τον Μάρτιο του 1965 ο π. Σωτήριος συμμετείχε στη μεγάλη πορεία που έγινε στη Σέλμα της Αλαμπάμα, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, δίπλα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η οποία ήταν καθοριστική για την έκβαση του δίκαιου αγώνα των μαύρων. Το 1971 μετετέθη στο Μίσιγκαν. Εκεί συνέχισε να αγωνίζεται για ισότητα μεταξύ λευκών και μαύρων μέχρι την ημέρα του θανάτου του, το 1988.
(από το περιοδικό ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ-ΤΕΥΧΟΣ 28-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ/ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2009
Εκείνη την εποχή διενεργείτο ο αγώνας των μαύρων για ίσα δικαιώματα. Η Κου Κλουξ Κλαν έβαζε βόμβες, δολοφονούσε και τρομοκρατούσε όσους αγωνίζονταν για ισότητα και δικαιοσύνη.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα τρομοκρατίας, τον Απρίλιο του 1963 μια ομάδα ιερέων έστειλε επιστολή, την γνωστή ως «Κάλεσμα για ενότητα», στον κυβερνήτη της περιοχής και στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που ήταν τότε στη φυλακή. Ο π. Σωτήριος υπέγραψε την επιστολή προς τον κυβερνήτη. Άρχισε δε να μιλάει στην εκκλησία του για τον δίκαιο αγώνα των μαύρων πολιτών. Γι' αυτήν του τη στάση δέχθηκε την επίθεση των Ελλήνων μεταναστών. Έστελναν μάλιστα γράμματα στον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο και ζητούσαν να τον διώξει από την πόλη. Οι Έλληνες μετανάστες, ήθελαν να ενταχθούν στην κοινωνία των λευκών. Έτσι στην πλειοψηφία τους έπαιρναν το μέρος των λευκών και τάσσονταν εναντίον των δικαιωμάτων των μαύρων συμπολιτών τους.
Ο π. Σωτήριος δεχόταν στο σπίτι του απειλητικά τηλεφωνήματα και κάθε πρωί πριν ξεκινήσει έψαχνε κάτω από το αυτοκίνητο του μήπως του είχαν βάλει βόμβα. Όμως παρά τις απειλές για τη ζωή του, συνέχισε να αγωνίζεται για ίσα δικαιώματα και συναντιόταν με λευκούς και μαύρους ιερείς της περιοχής, που έβλεπαν την αγάπη όχι σαν ένα ατομικιστικό συναίσθημα αλλά ως σχέση, με αναγκαίο αποτέλεσμα στην πράξη τη μάχη για δικαιοσύνη.
Τον Μάρτιο του 1965 ο π. Σωτήριος συμμετείχε στη μεγάλη πορεία που έγινε στη Σέλμα της Αλαμπάμα, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, δίπλα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η οποία ήταν καθοριστική για την έκβαση του δίκαιου αγώνα των μαύρων. Το 1971 μετετέθη στο Μίσιγκαν. Εκεί συνέχισε να αγωνίζεται για ισότητα μεταξύ λευκών και μαύρων μέχρι την ημέρα του θανάτου του, το 1988.
(από το περιοδικό ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ-ΤΕΥΧΟΣ 28-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ/ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2009
Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010
Η ειρήνη του κόσμου
"Ολοι διψάμε για ειρήνη καί φωνάζουμε να γίνει ειρήνη στον κόσμο, θέλουμε πια να ησυχάσουμε, να γροικήσουμε τη ζωή μας, πού δεν μας αφήνει να τή χαρούμε ή ανησυχία κι ό φόβος. Ελπίζουμε πώς θα ησυχάσουμε αν γίνει ειρήνη ανάμεσα στα κράτη, ειρήνη πολιτική, ειρήνη στρατιωτική, ειρήνη κοινωνική.
Αλλά είμαστε ανόητοι, άφοϋ δεν καταλαβαίνομε πώς αύτή ή ειρήνη, ή άπ' έξω ειρήνη, είναι ένα ψέμμα, αν δεν έχει κάθε άνθρωπος την από μέσα ειρήνη! Αφήνω το ότι ή από μέσα ειρήνη φέρνει καί την απέξω, πλην, κι αν υποθέσουμε πώς γίνεται μια εξωτερική ειρήνη στον κόσμο, μ' όλο πού θα ναι βλογημένη, θα 'ναι ωστόσο λειψή, θα ναι ψεύτικη, αν δεν φωλιάσει αυτό το αγιασμένο πουλί μέσα στην καρδιά μας καί μέσα στην διάνοια μας.
Ό χαιρετισμός του Χρίστου ήτανε το «Ειρήνη ύμϊν», πού είναι το ίδιο με το «Χαίρετε» πού είπε στις Μυροφόρες. Εκείνος είπε καί πώς ή βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας, πού θα πεϊ πώς κι ή ειρήνη, πού είναι γνώρισμα της βασιλείας του Θεού, πρέπει να είναι καί κείνη μέσα μας, κι όχι έξω από μας.
Ό Θεός είναι ό βασιλιάς της ειρήνης, κι ό Χριστός ήρθε στον κόσμο να μας φέρει την ειρήνη, όπως ψέλνανε οί "Αγγελοι κατά τη νύχτα πού γεννήθηκε: «καί επί γης ειρήνη». Το Ευαγγέλιο του λέγεται «Εύαγγέλιον της Είρήνης» (Έφεσ. 6, 15). Ό Θεός λέγεται «Θεός της αγάπης καί της ειρήνης» (Ρωμ. 15, 33)...
Μητέρα τής αληθινής ειρήνης εϊναι ή αγάπη, ή συμπόνεση στους δυστυχισμένους αδελφούς μας, ή ταπείνωση, ή άφιλοκέρδεια, ή άρνηση κάθε ματαιότητας...
Αυτή την αληθινή, την γνήσια ειρήνη ας αγαπήσουμε, κι όχι τον ψεύτικο ίσκιο της, όπως κάνουμε περιμένοντας μάταια να ειρηνέψει ό κόσμος, σε καιρό που οί ψυχές μας κι οί καρδιές έχουνε γίνει σαν των θηρίων.
Αλλά, για ν' αγαπήσουμε καί να ποθήσουμε αυτή την ειρήνη, πρέπει πρωτήτερα ν' αγαπήσουμε τον Χριστό, τον άρχοντα της είρήνης, καί το Ευαγγέλιο του, το Ευαγγέλιο της Ειρήνης. "Αλλος τρόπος για να ειρηνέψουμε δεν υπάρχει κανένας...
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Αλλά είμαστε ανόητοι, άφοϋ δεν καταλαβαίνομε πώς αύτή ή ειρήνη, ή άπ' έξω ειρήνη, είναι ένα ψέμμα, αν δεν έχει κάθε άνθρωπος την από μέσα ειρήνη! Αφήνω το ότι ή από μέσα ειρήνη φέρνει καί την απέξω, πλην, κι αν υποθέσουμε πώς γίνεται μια εξωτερική ειρήνη στον κόσμο, μ' όλο πού θα ναι βλογημένη, θα 'ναι ωστόσο λειψή, θα ναι ψεύτικη, αν δεν φωλιάσει αυτό το αγιασμένο πουλί μέσα στην καρδιά μας καί μέσα στην διάνοια μας.
Ό χαιρετισμός του Χρίστου ήτανε το «Ειρήνη ύμϊν», πού είναι το ίδιο με το «Χαίρετε» πού είπε στις Μυροφόρες. Εκείνος είπε καί πώς ή βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας, πού θα πεϊ πώς κι ή ειρήνη, πού είναι γνώρισμα της βασιλείας του Θεού, πρέπει να είναι καί κείνη μέσα μας, κι όχι έξω από μας.
Ό Θεός είναι ό βασιλιάς της ειρήνης, κι ό Χριστός ήρθε στον κόσμο να μας φέρει την ειρήνη, όπως ψέλνανε οί "Αγγελοι κατά τη νύχτα πού γεννήθηκε: «καί επί γης ειρήνη». Το Ευαγγέλιο του λέγεται «Εύαγγέλιον της Είρήνης» (Έφεσ. 6, 15). Ό Θεός λέγεται «Θεός της αγάπης καί της ειρήνης» (Ρωμ. 15, 33)...
Μητέρα τής αληθινής ειρήνης εϊναι ή αγάπη, ή συμπόνεση στους δυστυχισμένους αδελφούς μας, ή ταπείνωση, ή άφιλοκέρδεια, ή άρνηση κάθε ματαιότητας...
Αυτή την αληθινή, την γνήσια ειρήνη ας αγαπήσουμε, κι όχι τον ψεύτικο ίσκιο της, όπως κάνουμε περιμένοντας μάταια να ειρηνέψει ό κόσμος, σε καιρό που οί ψυχές μας κι οί καρδιές έχουνε γίνει σαν των θηρίων.
Αλλά, για ν' αγαπήσουμε καί να ποθήσουμε αυτή την ειρήνη, πρέπει πρωτήτερα ν' αγαπήσουμε τον Χριστό, τον άρχοντα της είρήνης, καί το Ευαγγέλιο του, το Ευαγγέλιο της Ειρήνης. "Αλλος τρόπος για να ειρηνέψουμε δεν υπάρχει κανένας...
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010
Το μήνυμα της Αθωνίτισσας Θεοτόκου προς τον σύγχρονο κόσμο
Το μήνυμα της Άθωνίτισσας Θεοτόκου προς τον σύγχρονο κόσμο είναι ένα, καίριο καί σημαντικό. Σιωπηλά ευαγγελίζεται ή ϊδια, λέγοντας προσωπικά κι εμπιστευτικά στον καθένα: «Μη φοβάσαι, παιδί μου, τον πόνο, μη δειλιάζεις, μη κάμπτεσαι, μη αγχεσαι καί μη αγωνιάς. Άποδέξου τον άγιο πόνο, παραδέξου τον, συμφιλιώσου μαζί του, αγάπησε τον, όπως εγώ. "Ομως με γνώση, με συνέπεια, με σοβαρότητα, με υπευθυνότητα καί προσοχή. "Οχι γιατί δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, αλλά με την ελπίδα ότι αυτός ό πόνος είναι αναιρετικός αμαρτίας, οφειλή λαθών, κλειδί της Βασιλείας των Ουρανών. ' Η σημερινή αποτυχία, ασθένεια, δυσκολία, ταραχή καί περιφρόνηση, είναι μία παραχώρηση Θεοϋ, πού σου δίνεται για μία επανεξέταση της πορείας σου, για μια πνευματική ανασυγκρότηση, για μία επανατοποθέτηση του βίου σου...».
Ή Παναγία, πού είναι των πονεμένων ή άνάλγηση, γιατί ή ίδια πόνεσε πολύ κι έγινε τόσο λεπτή κι ευαίσθητη στον πόνο μας, μόνο εκείνη μας νοιώθει. ' Ο πονεμένος συνήθως γνωρίζει να συμπονά. Το βίωμα της Θεοτόκου είναι ένας δριμύς καί συνεχής πόνος. Ή πονεμένη εποχή μας δεν χρειάζεται να ψάξει για να βρει την ϊασή της, παρά ταπεινά να προσπέσει στην εικόνα της, ζητώντας τη βοήθεια της. Ή επώδυνος κραυγάζουσα εποχή μας αναζητά νόημα βίου καί λύτρωση. Το πρόβλημα της εποχής καί του τόπου μας είναι καθαρά πνευματικό.
Αυτό κατανοώντας οί Αθωνϊτες μοναχοί συνεχίζουν τον εκούσιο πόνο της ασκήσεως, μη αφήνοντας το κανδήλι της Παναγίας να σβύσει καί να μείνει το πρόσωπο της άφωτο καί να χαθεί ή ελπίδα μας. ' Ο πόνος με νέο πόνο γιατρεύεται, κατά τον άγιο Μάξιμο τον 'Ομολογητή. Οί εκούσια άγρυπνοΰντες μοναχοί, μπροστά στην Άθωνίτισσα Θεοτόκο, δέονται για τους ακούσια άύπνοΰντες, τους ηθελημένα ή αθέλητα πονεμένους, του σε μύριες ανάγκες κόσμου μας, με τη βέβαιη ελπίδα πώς ή Φωτοδόχος, ή Φωτοφόρος καί Φωτοτόκος Θεοτόκος, θα προεκτείνει στοργικά το άγιο μαφόρι της, τη σεπτή σκέπη της, καί θα σκεπάσει όλο τον ορθόδοξο κόσμο πού την επικαλείται. "Ωστε υπό το φως της προσευχόμενοι ευκολώτερα εϊσακουόμεθα καί βοηθούμεθα να δοϋμε το μέγεθος της μικρότητος καί της αδυναμίας μας, το όποιο τελικώς αποβαίνει νίκη καί κατάκτηση, μη έχοντας το δικαίωμα να διακρινόμεθα, αλλά με την πρόσληψη του ταπεινού της φρονήματος, γινόμαστε αήττητοι στίς δαιμονικές καί κοσμικές πλεκτάνες καί οι δοκιμασίες καθίστανται βαθμίδες ανόδου, ωριμότητας καί αυτογνωσίας.
Μωυσέως Μοναχού του Αγιορείτου
Από το βιβλίο «Η ευλογία του πόνου και ο πόνος της αγάπης»
Ή Παναγία, πού είναι των πονεμένων ή άνάλγηση, γιατί ή ίδια πόνεσε πολύ κι έγινε τόσο λεπτή κι ευαίσθητη στον πόνο μας, μόνο εκείνη μας νοιώθει. ' Ο πονεμένος συνήθως γνωρίζει να συμπονά. Το βίωμα της Θεοτόκου είναι ένας δριμύς καί συνεχής πόνος. Ή πονεμένη εποχή μας δεν χρειάζεται να ψάξει για να βρει την ϊασή της, παρά ταπεινά να προσπέσει στην εικόνα της, ζητώντας τη βοήθεια της. Ή επώδυνος κραυγάζουσα εποχή μας αναζητά νόημα βίου καί λύτρωση. Το πρόβλημα της εποχής καί του τόπου μας είναι καθαρά πνευματικό.
Αυτό κατανοώντας οί Αθωνϊτες μοναχοί συνεχίζουν τον εκούσιο πόνο της ασκήσεως, μη αφήνοντας το κανδήλι της Παναγίας να σβύσει καί να μείνει το πρόσωπο της άφωτο καί να χαθεί ή ελπίδα μας. ' Ο πόνος με νέο πόνο γιατρεύεται, κατά τον άγιο Μάξιμο τον 'Ομολογητή. Οί εκούσια άγρυπνοΰντες μοναχοί, μπροστά στην Άθωνίτισσα Θεοτόκο, δέονται για τους ακούσια άύπνοΰντες, τους ηθελημένα ή αθέλητα πονεμένους, του σε μύριες ανάγκες κόσμου μας, με τη βέβαιη ελπίδα πώς ή Φωτοδόχος, ή Φωτοφόρος καί Φωτοτόκος Θεοτόκος, θα προεκτείνει στοργικά το άγιο μαφόρι της, τη σεπτή σκέπη της, καί θα σκεπάσει όλο τον ορθόδοξο κόσμο πού την επικαλείται. "Ωστε υπό το φως της προσευχόμενοι ευκολώτερα εϊσακουόμεθα καί βοηθούμεθα να δοϋμε το μέγεθος της μικρότητος καί της αδυναμίας μας, το όποιο τελικώς αποβαίνει νίκη καί κατάκτηση, μη έχοντας το δικαίωμα να διακρινόμεθα, αλλά με την πρόσληψη του ταπεινού της φρονήματος, γινόμαστε αήττητοι στίς δαιμονικές καί κοσμικές πλεκτάνες καί οι δοκιμασίες καθίστανται βαθμίδες ανόδου, ωριμότητας καί αυτογνωσίας.
Μωυσέως Μοναχού του Αγιορείτου
Από το βιβλίο «Η ευλογία του πόνου και ο πόνος της αγάπης»
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Πόσες φορές σε άγιο μικρό ρημοκκλησάκι
απελπισμένος έμπαινα, γλυκεία μου Παναγία,
μα στην εικόνα Σου μπροστά περνοΰοε το φαρμάκι
καί πλημμυρούσε μέσα μου αγνώριστη ευτυχία...
Αχ, τη χρυσή εικόνα Σου καί να τη βλέπω μόνο,
το δάκρυ μου χαμόγελα, σαν βράχος δυναμώνω.
Ναί, μόνο να σε στοχασθώ, γλυκαίνετ' ή καρδιά μου, μοσχοβολούν τα σπλάγχνα μου, τριαντάφυλλα μυρίζω,
καλοσυνεύω σαν μικρό παιδάκι, Παναγιά μου, καί του παιδιού μου το ψωμί εις το φτωχό χαρίζω...
Εκείνος οπού του Θεοϋ τη μάνα συλλογαται, στην αγκαλιά της αρετής, στη σκέπη Σου κοιμάται!
απελπισμένος έμπαινα, γλυκεία μου Παναγία,
μα στην εικόνα Σου μπροστά περνοΰοε το φαρμάκι
καί πλημμυρούσε μέσα μου αγνώριστη ευτυχία...
Αχ, τη χρυσή εικόνα Σου καί να τη βλέπω μόνο,
το δάκρυ μου χαμόγελα, σαν βράχος δυναμώνω.
Ναί, μόνο να σε στοχασθώ, γλυκαίνετ' ή καρδιά μου, μοσχοβολούν τα σπλάγχνα μου, τριαντάφυλλα μυρίζω,
καλοσυνεύω σαν μικρό παιδάκι, Παναγιά μου, καί του παιδιού μου το ψωμί εις το φτωχό χαρίζω...
Εκείνος οπού του Θεοϋ τη μάνα συλλογαται, στην αγκαλιά της αρετής, στη σκέπη Σου κοιμάται!
Αχιλλέας Παράσχος
Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010
Το χρονικό της ευρέσεως της Μεγαλόχαρης δια χειρός Αλεξάνδρου Μωραιτίδη
Εις την Τήνον υπήρχε μία παναρχαια γυναικεία μονή της Παναγίας, της Κυρίας των Αγγέλων, κειμένη άνω της πόλεως Τήνου εις την πετρώδη κορυφήν τοϋ Κεχροβουνίου. Εκεί, κατά Ιούνιον του1822, μίαν Κυριακήν, ενώ άκόμη δεν είχε σημάνει ό Όρθρος εις την έκκλησίαν της Μονής, μία γραία μοναχή, ευλαβής και ενάρετος, Πελαγία καλούμενη, άνεπαύετο ακόμη εις το πενιχρόν κελλίον της. Κουρασμένη από τον κανόνα της και τάς γονυκλισίας, ώνειρεύετο εντός του κελλίου της εκείνου παράδοξον και μυστηριώδες όνειρον. Έφάνη προς αυτήν μία γυνή άγνωστος, μεγαλοπρεπής καί ωραιότατη. Καί εϊπεν εις αυτήν, άφοϋ συνεννοηθή με τον έπίτροπον της Μονής, να σπεύσουν αμέσως καί να ανασκάψουν εις ένα εύρύτατον ύψηλόν τοπίον, άνωθεν του λιμένας της Χώρας, καί επί του τοπίου αύτοϋ να κτίσουν μεγαλοπρεπή καί ένδοξον ναόν.
Το όνειρον τούτο έπανελήφθη κατά τάς δύο επόμενας Κυριάκας εις την μοναχήν την ιδίαν ώραν, κατά την οποίαν άνεπαύετο εντός του κελλίου της. Την τρίτην όμως Κυριακήν ακούει αίφνης την χαρμόσυνον φωνήν της ξένης:
- Εύαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην!
-Αινείτε, ουρανοί, Θεού την δόξαν! συμπληρώνει ή μοναχή την άγγελικήν δοξολογίαν της Θεομήτορος.
Εγείρεται τότε αμέσως εκ της κλίνης της καί πλήρης χαράς και πίστεως εις την καρδίαν, προσπαθεί, βλέπουσα εδώ καί εκεί εις το μικρόν κελλίον της, να διακρίνη την Κυρίαν έκείνην. Άλλ' ή Κυρία, ήτις ήτο ή Αγία Θεοτόκος, εΐχε γίνει άφαντος.
Από την στιγμήν αυτήν ή γερόντισσα Πελαγία ήσθάνετο ότι έγινεν άλλος άνθρωπος, ότι κάτι άνώτερον καί θείον περιέβαλεν αυτήν. Το πρόσωπον της έλαμπεν από θαυμαστήν άγαλλίασιν. Γεμάτη πλέον από θάρρος εις την ψυχήν, παρουσιάζεται αμέσως εις την ήγουμένην. Την έξυπνα καί φανερώνει την τριπλήν όπτασίαν της.
Ή ηγουμένη, γνωρίζουσα την άρετήν της μοναχής καί την εύλάβειάν της, αμέσως έπίστευσε καί ένεθάρρυνεν αυτήν να συνάντηση τον έπίτροπον καί να διηγηθή το παράδοξον συμβάν.
Ό επίτροπος παρεδέχθη καί αυτός αμέσως το θείον όνειρον της Πελαγίας, χωρίς δισταγμόν, καθώς καί ό Αρχιεπίσκοπος της νήσου Γαβριήλ, ό οποίος έκάλεσε τους κατοίκους της νήσου να έλθουν όλοι, δια να άρχίση ή εργασία της ανασκαφής. Τοιουτοτρόπως δια συρροής πλείστων χωρικών ήρχισεν ή εκσκαφή κατά Σεπτέμβριον του 1822, άλλ' άνευ αποτελέσματος.
Άνευρέθησαν μόνον παλαιά ερείπια ναού καί φρέαρ ξηρόν, άλλ' ή πολυπόθητος είκών της οπτασίας δενευρέθη. Δι'αυτό έγκατελείφθη ή πρόοδος του έργου.
Τυχαίως όμως ενεφανίσθη επιδημία της φοβέρας νόσου πανώλους εις όλόκληρον την νήσον καί πολλοί εντόπιοι καί ξένοι άπέθνησκον. Έφαντάσθησαν τότε πολλοί ευλαβείς Χριστιανοί, ότι θα ήτο τούτο οργή Θεού δια την παραμέλησιν του έργου της καλογραίας καί αμέσως έπανελήφθη ή ανασκαφή εις το αυτό μέρος, με περισσότερον ζήλον καί με θερμοτέραν προσπάθειαν, εις την οποίαν ένίσχυεν αυτούς ό φόβος της φοβέρας νόσου.
Είχον κατέλθει εξ όλων των χωρίων αναρίθμητοι Τηνιακοί ως εις πανήγυριν καί ήρχισαν αμέσως να καταβάλλουν τα θεμέλια νέου ναού. Ότε δε ό Άρχιερεύς έζήτησεν ύδωρ δια να τέλεση την άκολουθίαν του αγιασμού, ευρέθη παραδόξως πλήρες ύδατος το ξηρόν εκείνο φρέαρ, το οποίον διατηρείται μέχρι σήμερον. Είναι πλήρες δροσερού αγιάσματος, κάτω εις την Εϋρεσιν, εις τον ύπόγειον ναόν, του οποίου άνευρέθησαν, όπως εΐδομεν, τα θεμέλια.
Τοιουτοτρόπως έθεμελιώθη ό ναός εις το όνομα της Ζωοδόχου Πηγής, δια το ύδωρ, το οποίον άνέβλυσεν από το ξηρόν φρέαρ,
Έξηκολούθουν δε πολυπληθείς έργάται να ανασκάπτουν καί να ισοπεδώνουν το έδαφος του ναού. Τέλος την 30 Ιανουαρίου του 1823, έορτήν των Τριών Ιεραρχών, άνεύρον την πολυπόθητον εικόνα της οπτασίας, μίαν όργυιάν μακράν από το φρέαρ, μέσα εις λασπώδη χώματα, διαμελισμένην εις δύο τεμάχια. Διότι οι έργάται, κτυπώντες την σκαπάνην, διεμέλισαν την εικόνα εις δύο. Καί το μεν εν μέρος φέρει την εικόνα της Θεοτόκου, το δε άλλο την εικόνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, διότι ή όλη είκών παριστά τον Εύαγγελισμόν της Θεοτόκου. '0 εργάτης δε ό εύρων αυτήν έφήρμοσεν αμέσως τα δύο τεμάχια, τα οποία παραδόξως προσεκολλήθησαν τελειότατα, ως εάν ήτο τεχνίτης ειδικός.
Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον άνευρέθη ή θαυματουργός είκών της Παναγίας της Τήνου. Ή είκών αύτη είναι μικρά, καλύπτεται δε σήμερον υπό χρυσού καί αργυρού πολυτελέστατου έπενδύματος. Κρέμονται δε έπ' αυτής χρυσά καί αργυρά κειμήλια, ένώτια καί περιδέραια καί στέμματα, με άλύσεις, με αδάμαντας καί παντοειδή πετράδια στολισμένα, όλα δώρα καί αναθήματα των ευλαβών Χριστιανών από ολην την Ελλάδα καί την Έλληνικήν Άνατολήν.
Ή είκών είναι τοποθετημένη εντός του θεμελιωθέντος τότε μεγαλοπρεπέστατου ναού, όστις είναι κατάφορτος από χρυσόν καί άργυρον καί πολυελαίους καί κανδήλας καί λοιπά κοσμήματα.
Λάμπει ολόκληρος εις τους τοίχους από την λάμψιν των πολυειδών ταξιμάτων, τα οποία ενθυμίζουν τα αναρίθμητα θαύματα, τα όποια έκαμε καί κάμνει εις ξηράν καί θάλασσαν.
(Από το βιβλίο του «Με του Βορριά τα κύματα»)
Το όνειρον τούτο έπανελήφθη κατά τάς δύο επόμενας Κυριάκας εις την μοναχήν την ιδίαν ώραν, κατά την οποίαν άνεπαύετο εντός του κελλίου της. Την τρίτην όμως Κυριακήν ακούει αίφνης την χαρμόσυνον φωνήν της ξένης:
- Εύαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην!
-Αινείτε, ουρανοί, Θεού την δόξαν! συμπληρώνει ή μοναχή την άγγελικήν δοξολογίαν της Θεομήτορος.
Εγείρεται τότε αμέσως εκ της κλίνης της καί πλήρης χαράς και πίστεως εις την καρδίαν, προσπαθεί, βλέπουσα εδώ καί εκεί εις το μικρόν κελλίον της, να διακρίνη την Κυρίαν έκείνην. Άλλ' ή Κυρία, ήτις ήτο ή Αγία Θεοτόκος, εΐχε γίνει άφαντος.
Από την στιγμήν αυτήν ή γερόντισσα Πελαγία ήσθάνετο ότι έγινεν άλλος άνθρωπος, ότι κάτι άνώτερον καί θείον περιέβαλεν αυτήν. Το πρόσωπον της έλαμπεν από θαυμαστήν άγαλλίασιν. Γεμάτη πλέον από θάρρος εις την ψυχήν, παρουσιάζεται αμέσως εις την ήγουμένην. Την έξυπνα καί φανερώνει την τριπλήν όπτασίαν της.
Ή ηγουμένη, γνωρίζουσα την άρετήν της μοναχής καί την εύλάβειάν της, αμέσως έπίστευσε καί ένεθάρρυνεν αυτήν να συνάντηση τον έπίτροπον καί να διηγηθή το παράδοξον συμβάν.
Ό επίτροπος παρεδέχθη καί αυτός αμέσως το θείον όνειρον της Πελαγίας, χωρίς δισταγμόν, καθώς καί ό Αρχιεπίσκοπος της νήσου Γαβριήλ, ό οποίος έκάλεσε τους κατοίκους της νήσου να έλθουν όλοι, δια να άρχίση ή εργασία της ανασκαφής. Τοιουτοτρόπως δια συρροής πλείστων χωρικών ήρχισεν ή εκσκαφή κατά Σεπτέμβριον του 1822, άλλ' άνευ αποτελέσματος.
Άνευρέθησαν μόνον παλαιά ερείπια ναού καί φρέαρ ξηρόν, άλλ' ή πολυπόθητος είκών της οπτασίας δενευρέθη. Δι'αυτό έγκατελείφθη ή πρόοδος του έργου.
Τυχαίως όμως ενεφανίσθη επιδημία της φοβέρας νόσου πανώλους εις όλόκληρον την νήσον καί πολλοί εντόπιοι καί ξένοι άπέθνησκον. Έφαντάσθησαν τότε πολλοί ευλαβείς Χριστιανοί, ότι θα ήτο τούτο οργή Θεού δια την παραμέλησιν του έργου της καλογραίας καί αμέσως έπανελήφθη ή ανασκαφή εις το αυτό μέρος, με περισσότερον ζήλον καί με θερμοτέραν προσπάθειαν, εις την οποίαν ένίσχυεν αυτούς ό φόβος της φοβέρας νόσου.
Είχον κατέλθει εξ όλων των χωρίων αναρίθμητοι Τηνιακοί ως εις πανήγυριν καί ήρχισαν αμέσως να καταβάλλουν τα θεμέλια νέου ναού. Ότε δε ό Άρχιερεύς έζήτησεν ύδωρ δια να τέλεση την άκολουθίαν του αγιασμού, ευρέθη παραδόξως πλήρες ύδατος το ξηρόν εκείνο φρέαρ, το οποίον διατηρείται μέχρι σήμερον. Είναι πλήρες δροσερού αγιάσματος, κάτω εις την Εϋρεσιν, εις τον ύπόγειον ναόν, του οποίου άνευρέθησαν, όπως εΐδομεν, τα θεμέλια.
Τοιουτοτρόπως έθεμελιώθη ό ναός εις το όνομα της Ζωοδόχου Πηγής, δια το ύδωρ, το οποίον άνέβλυσεν από το ξηρόν φρέαρ,
Έξηκολούθουν δε πολυπληθείς έργάται να ανασκάπτουν καί να ισοπεδώνουν το έδαφος του ναού. Τέλος την 30 Ιανουαρίου του 1823, έορτήν των Τριών Ιεραρχών, άνεύρον την πολυπόθητον εικόνα της οπτασίας, μίαν όργυιάν μακράν από το φρέαρ, μέσα εις λασπώδη χώματα, διαμελισμένην εις δύο τεμάχια. Διότι οι έργάται, κτυπώντες την σκαπάνην, διεμέλισαν την εικόνα εις δύο. Καί το μεν εν μέρος φέρει την εικόνα της Θεοτόκου, το δε άλλο την εικόνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, διότι ή όλη είκών παριστά τον Εύαγγελισμόν της Θεοτόκου. '0 εργάτης δε ό εύρων αυτήν έφήρμοσεν αμέσως τα δύο τεμάχια, τα οποία παραδόξως προσεκολλήθησαν τελειότατα, ως εάν ήτο τεχνίτης ειδικός.
Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον άνευρέθη ή θαυματουργός είκών της Παναγίας της Τήνου. Ή είκών αύτη είναι μικρά, καλύπτεται δε σήμερον υπό χρυσού καί αργυρού πολυτελέστατου έπενδύματος. Κρέμονται δε έπ' αυτής χρυσά καί αργυρά κειμήλια, ένώτια καί περιδέραια καί στέμματα, με άλύσεις, με αδάμαντας καί παντοειδή πετράδια στολισμένα, όλα δώρα καί αναθήματα των ευλαβών Χριστιανών από ολην την Ελλάδα καί την Έλληνικήν Άνατολήν.
Ή είκών είναι τοποθετημένη εντός του θεμελιωθέντος τότε μεγαλοπρεπέστατου ναού, όστις είναι κατάφορτος από χρυσόν καί άργυρον καί πολυελαίους καί κανδήλας καί λοιπά κοσμήματα.
Λάμπει ολόκληρος εις τους τοίχους από την λάμψιν των πολυειδών ταξιμάτων, τα οποία ενθυμίζουν τα αναρίθμητα θαύματα, τα όποια έκαμε καί κάμνει εις ξηράν καί θάλασσαν.
(Από το βιβλίο του «Με του Βορριά τα κύματα»)
Τρίτη 10 Αυγούστου 2010
Tο θαυμα του ΑγΣπυρίδωνος την 11η Αυγούστου 1716
Η διάσωση της Κέρκυρας από την Τουρκική απειλή κατά τον Ιούλιο – Αύγουστο του 1716, αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα της θερμής πίστεως των Χριστιανών του νησιού, μα και την διαρκή παρουσία του προστάτου της Κέρκυρας, Οσίου Πατρός ημών Σπυρίδωνος, επισκόπου Τριμυθούντος, του θαυματουργού.
Οι βλέψεις των επίδοξων κατακτητών του νησιού.
Προς τα τέλη του 14ου αιώνα, η Βυζαντινή αυτοκρατορία και το Δεσποτάτο της Ηπείρου βρισκόταν σε μεγάλη παρακμή. Ενώ λοιπόν στην Κέρκυρα οι κυριαρχία των Ανδηγαβών ήταν υποτυπώδης, αυτοί αδυνατούσαν να παρέμβουν αποτελεσματικά για την προστασία της Κέρκυρας.
Μια άλλη όμως δύναμη, αυτή των Βενετών, προσπάθησε με ειρηνικό και διπλωματικό τρόπο στην αρχή (1314 και εξής Μ. Χ.), να προσαρτήσει την Κέρκυρα. Επειδή όμως απέτυχε, χρησιμοποίησε την βία των όπλων και επιτέθηκε στην Ακρόπολη, υψώνοντας τελικά την Βενετσιάνικη σημαία στις 20 Μαρτίου 1386 στο Κερκυραϊκό φρούριο.
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ 1716
Η πρόθεση επίσης των Τούρκων να επεκταθούν προς τη Δύση και συγκεκριμένα οι βλέψεις τους για τα Ιόνια Νησιά δεν σταμάτησαν ποτέ. Η Βενετία λοιπόν που κατείχε μεταξύ των άλλων και την Κέρκυρα κατά τις αρχές του 18ου αιώνος, αντιλαμβανόμενη την κατάσταση αυτή, στέλνει το στρατάρχη Ιωάννη Ματθία Σούλεμπουργκ να ηγηθεί της άμυνας του νησιού. Τούτο δεν ήταν αδικαιολόγητο, εφόσον οι Τούρκοι είχαν θέσει στο στόχαστρό τους το νησί ήδη από το 1431, και επιχειρούσαν με συχνές επιδρομές να το καταλάβουν.
Μια νέα αποβίβαση των Τούρκων στο νησί, γίνεται λοιπόν στις 8 Ιουλίου του 1716, οπότε και κατορθώνουν να κυριεύσουν πρώτα τα οχυρά του Μαντουκιού και της Γαρίτσας, και στη συνέχεια τα Φρούρια Αβράμη και Σωτήρος. Ενώ από το Νέο Φρούριο κατέλαβαν έναν από τους κυριότερους προμαχώνες του. Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίζονται επί έναν ολόκληρο μήνα, μέχρι τις 8 Αυγούστου.
Τις ημέρες εκείνες, ο πιστός λαός του Θεού τελούσε συνεχείς παρακλήσεις και προσευχές προς τον Ύψιστο, δεόμενος και προς τον θαυματουργό Άγιο Σπυρίδωνα να παρέμβει με τις πρεσβείες του, σώζοντας το νησί του.
Πράγματι. Στις 9 Αυγούστου του 1716 ξεσπά στο νησί μια καταστρεπτική καταιγίδα. Τότε δημιουργήθηκε πανικό στο στρατόπεδο των Τούρκων, στο οποίο μάλιστα κυκλοφορεί και η είδηση ότι πολλοί στρατιώτες είδαν τον Άγιο Σπυρίδωνα με τη μορφή καλογήρου να βγαίνει από τον Ιερό Ναό όπου και το Θαυματουργό του Λείψανο, απειλώντας τους επιτιθέμενους Μουσουλμάνους με αναμμένο πυρσό, πράγμα που μεγαλώνει ακόμη περισσότερο τον πανικό τους.
ΈΤΣΙ, Η ραγδαία ΝΕΡΟΠΟΝΤΉ, Ο Φόβος ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΚΑΤΑΜΆΧΗΤΟ Καλόγερο που τους φοβέριζε και τους καταδίωκε, αναγκάζει τους επιτιθέμενους να λύσουν την πολιορκία και να αναχωρήσουν πανικόβλητοι. Εξάλλου, οι γενικότερες στρατιωτικές υποχρεώσεις της Τουρκίας, επέβαλλαν την έκτακτη ανάκληση της στρατιάς που πολιορκούσε την Κέρκυρα .
Η αναχώρηση λοιπόν των Τούρκων, στις 11 Αυγούστου, ήταν άτακτη φυγή, και δικαίως αποδόθηκε στην θαυματουργό επέμβαση του Αγίου Σπυρίδωνος. Είναι αξιοσημείωτο δε πως αυτή η πολιορκία, για πρώτη φορά, δεν στοίχισε την ζωή σε κανέναν από τον άμαχο πληθυσμό.
Η Βενετία τίμησε τον στρατηγό Σούλεμπουργκ, τους Κερκυραίους και την Κέρκυρα για την υπεράσπιση του νησιού, ενώ παράλληλα, σε ανάμνηση του θαυμαστού γεγονότος της παρεμβάσεως του Αγίου, θεσπίζει με νόμο την καθιέρωση της ετήσιας λιτανείας του σκηνώματος του Αγίου Σπυρίδωνος στις 11 Αυγούστου. Τούτο δημιουργεί έκτοτε ευλαβή παράδοση στο νησί, που ευτυχώς τηρείται ακόμη και σήμερα.
πηγή-www.opr.gr
Κυριακή 8 Αυγούστου 2010
ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Ακουγε ό πασάς χίλια λόγια καλά για το τρανό μοναστήρι του τόπου, «Μεγάλη Παναγιά, πού Βυζαντινά τα χρόνια ή Άγια Θεοδώρα, ή Βασίλισσα της "Αρτας έχτισε καί στόλισε με όμορφα εικονίσματα καί μαλαματένια καντήλια. Μα πιότερο μιλούσαν για τους καλογήρους του πού αγαπούσαν το Θεό καί τον άνθρωπο.
Είχανε φτάσει στο πασαλίκι κουβέντες για τον ελεήμονα Ηγούμενο πού μοίραζε τη φιλοξενία απλόχερα. "Ακουγε ό πασάς κι αναρωτιόταν. Μήπως όλα αυτά είναι χωρατά; Πώς τάχα μπορεί ό άνθρωπος να δίνει από το έχει του όταν βρίσκεται στην πείνα καί την ανέχεια; Ήξερε ό πασάς πώς το λάδι καί το ψωμί δε του περισσεύουν. Τι σόι άνθρωποι είναι τοϋτοι οί καλόγεροι;
Έβαλε τότε στο μυαλό του ό πασάς μια παλιά ιστορία πού ή μάνα του σιγομουρμούριζε σαν ήταν μικρό παιδί στον οντά. Για κάποιο βασιλιά πού ήθελε να δει αν οί υπηρέτες του τον αγαπούν καί τον σέβονται πραγματικά. Τούτος λοιπόν έβγαλε τα μετάξια καί τα πορφυρένια καί φόρεσε μια παλιά φορεσιά καμωμένη από λινάτσα. "Εβαλε καί μουντζούρα άπ' το μαγκάλι κι έτσι αλλοιωμένος καί αγνώριστος γύριζε τις γειτονιές να μάθει για το τί πραγματικά έκρυβαν στην καρδιά τους οί υπήκοοι του. Έτσι σκέφθηκε ό πασάς. "Αμα πάω σαν αφέντης θα με φοβηθούν καί θα μου κάνουν τεμενάδες.
"Αμα όμως φανερωθώ απλός καί άσημος τότε θα μου δείξουν τί έχουνε στην καρδιά τους.
Έτσι ό πασάς πήρε τα ρούχα ενός υπηρέτη κι ένα γαίδουράκι καί πήρε το δρόμο για το Μοναστήρι. Από μακριά ακούγονταν τάλαντα καί καμπάνες. Στή στροφή φάνηκε το μοναστήρι. Ό πασάς καμπούριασε όσο μπορούσε όταν έφτασε στο πορταρίκι. Σέ λίγο ένας νέος μοναχός φαινόταν μπροστά του καί τον καλωσόριζε με χαρά καί του έδειχνε το μικρό άρχονταρίκι. Ό πασάς μήτε γνωρίζοντας τους τόπους καί τα πρέπει ενός μοναστηριού πέρασε ήσυχα καί δέχθηκε το όμορφο καί απλό κέρασμα. Νερό κρυστάλλινο, ένα λουκούμι καί μια ρακή να στηλωθεΐ άπ' τον κόπο του δρόμου.
-"Ας χαιρετήσουμε την Κυρά του Μοναστηριού, είπε ό Μοναχός καί ό πασάς προσκύνησε όπως - όπως μια όμορφη εικόνα πού οί πατέρες είχαν στο κέντρο της εκκλησιάς.
Σέ λίγο ό ηγούμενος πλησίασε τον ξένο καί του 'πιασε συζήτηση. Μα τί παράξενο. Δεν τον ρώτησε τίποτα. Μήτε από πού είναι, μήτε ποιος είναι. Μα άρχισε σιγά - σιγά να τον συμβουλεύει, να του μίλα γλυκά κι ή φωνή του ακουγόταν σαν το κελαριστό νερό στην αυλή της Μονής.
Πήρε να κλαίει ό πασάς. Τέτοιους δεν έχουμε στο πασαλίκι, σκέφθηκε. "Αμα τελείωσε ό Ηγούμενος τον άφησε για λίγο να σκεφθεί καί να ησυχάσει. Σέ λίγο κάποιος μοναχός, υπεύθυνος για τους ξενώνες, κάλεσε τον πασά καί του 'δωσε ένα μικρό κελλί πού θα περνούσε το βράδυ. Ταπεινό, μ' ένα όμορφο παραθύρι πού κοίταζε στον κάμπο. Ό μοναχός του είπε για την ώρα της τράπεζας καί του Αποδείπνου. Κι ό ξένος ακολούθησε πιστά το πρόγραμμα του μοναστηριού καί χάρηκε με την καρδιά του.
Είχε ξημερώσει για καλά όταν οί πατέρες είχαν τελειώσει τη Θεία Λειτουργία στο καθολικό κι ό άρχοντάρης μοναχός δεν είχε δει τον ξένο. Σέ λίγο τρεχάτος πήγαινε στον Ηγούμενο.
- Γέροντα, ό ξένος ξέχασε στο κελλί ένα πουγγί ολόχρυσα γρόσια!Το βίος του, Γέροντα!
- Τρέξε, ευλογημένε. Τρέξε να προλάβεις.
"Εβαλε φτερά στα ποδιά του το καλογέρι καί τον πρόφτασε εκεί πού το καλντερίμι του Μοναστηριού συναντούσε τη μεγάλη δημοσιά.
- Στάσου, ευλογημένε! Στάσου.
Κοντοστάθηκε ό πασάς.
- Ξέχασες τα γρόσια σου. "Ολος σου ό κόπος ξεχάσθηκε στο μοναστήρι. Ξεροκατάπιε ό πασάς. Μ' όλο πού το μοναστήρι ζούσε με νερό καί πικροράδικα οί καλόγεροι δίναν πίσω τα γρόσια πού ό ίδιος εϊχε αφήσει επίτηδες στο κελλί σαν στερνή δοκιμασία στην καλοσύνη των πατέρων.
- Ώστε λένε αλήθεια, είπε ό πασάς, όσοι λένε καλά για το μοναστήρι.
Μα ό μοναχός δεν κατάλαβε.
Οΰτε κάποιος από τους αδελφούς καί τον ηγούμενο κατάλαβε όταν ό πασάς έστειλε δώρα καί πεσκέσια στο μοναστήρι, χάρισε κτήματα καί ζωντανά καί προνόμια ειδικά πού το φύλαξαν αλώβητο στα δύσκολα χρόνια.
ΑΡΧΙΜ.ΕΦΡΑΙΜ ΠΑΝΑΟΥΣΗ
περιοδικό ''Πειραική Εκκλησία''
Πηγή Φώτο
Είχανε φτάσει στο πασαλίκι κουβέντες για τον ελεήμονα Ηγούμενο πού μοίραζε τη φιλοξενία απλόχερα. "Ακουγε ό πασάς κι αναρωτιόταν. Μήπως όλα αυτά είναι χωρατά; Πώς τάχα μπορεί ό άνθρωπος να δίνει από το έχει του όταν βρίσκεται στην πείνα καί την ανέχεια; Ήξερε ό πασάς πώς το λάδι καί το ψωμί δε του περισσεύουν. Τι σόι άνθρωποι είναι τοϋτοι οί καλόγεροι;
Έβαλε τότε στο μυαλό του ό πασάς μια παλιά ιστορία πού ή μάνα του σιγομουρμούριζε σαν ήταν μικρό παιδί στον οντά. Για κάποιο βασιλιά πού ήθελε να δει αν οί υπηρέτες του τον αγαπούν καί τον σέβονται πραγματικά. Τούτος λοιπόν έβγαλε τα μετάξια καί τα πορφυρένια καί φόρεσε μια παλιά φορεσιά καμωμένη από λινάτσα. "Εβαλε καί μουντζούρα άπ' το μαγκάλι κι έτσι αλλοιωμένος καί αγνώριστος γύριζε τις γειτονιές να μάθει για το τί πραγματικά έκρυβαν στην καρδιά τους οί υπήκοοι του. Έτσι σκέφθηκε ό πασάς. "Αμα πάω σαν αφέντης θα με φοβηθούν καί θα μου κάνουν τεμενάδες.
"Αμα όμως φανερωθώ απλός καί άσημος τότε θα μου δείξουν τί έχουνε στην καρδιά τους.
Έτσι ό πασάς πήρε τα ρούχα ενός υπηρέτη κι ένα γαίδουράκι καί πήρε το δρόμο για το Μοναστήρι. Από μακριά ακούγονταν τάλαντα καί καμπάνες. Στή στροφή φάνηκε το μοναστήρι. Ό πασάς καμπούριασε όσο μπορούσε όταν έφτασε στο πορταρίκι. Σέ λίγο ένας νέος μοναχός φαινόταν μπροστά του καί τον καλωσόριζε με χαρά καί του έδειχνε το μικρό άρχονταρίκι. Ό πασάς μήτε γνωρίζοντας τους τόπους καί τα πρέπει ενός μοναστηριού πέρασε ήσυχα καί δέχθηκε το όμορφο καί απλό κέρασμα. Νερό κρυστάλλινο, ένα λουκούμι καί μια ρακή να στηλωθεΐ άπ' τον κόπο του δρόμου.
-"Ας χαιρετήσουμε την Κυρά του Μοναστηριού, είπε ό Μοναχός καί ό πασάς προσκύνησε όπως - όπως μια όμορφη εικόνα πού οί πατέρες είχαν στο κέντρο της εκκλησιάς.
Σέ λίγο ό ηγούμενος πλησίασε τον ξένο καί του 'πιασε συζήτηση. Μα τί παράξενο. Δεν τον ρώτησε τίποτα. Μήτε από πού είναι, μήτε ποιος είναι. Μα άρχισε σιγά - σιγά να τον συμβουλεύει, να του μίλα γλυκά κι ή φωνή του ακουγόταν σαν το κελαριστό νερό στην αυλή της Μονής.
Πήρε να κλαίει ό πασάς. Τέτοιους δεν έχουμε στο πασαλίκι, σκέφθηκε. "Αμα τελείωσε ό Ηγούμενος τον άφησε για λίγο να σκεφθεί καί να ησυχάσει. Σέ λίγο κάποιος μοναχός, υπεύθυνος για τους ξενώνες, κάλεσε τον πασά καί του 'δωσε ένα μικρό κελλί πού θα περνούσε το βράδυ. Ταπεινό, μ' ένα όμορφο παραθύρι πού κοίταζε στον κάμπο. Ό μοναχός του είπε για την ώρα της τράπεζας καί του Αποδείπνου. Κι ό ξένος ακολούθησε πιστά το πρόγραμμα του μοναστηριού καί χάρηκε με την καρδιά του.
Είχε ξημερώσει για καλά όταν οί πατέρες είχαν τελειώσει τη Θεία Λειτουργία στο καθολικό κι ό άρχοντάρης μοναχός δεν είχε δει τον ξένο. Σέ λίγο τρεχάτος πήγαινε στον Ηγούμενο.
- Γέροντα, ό ξένος ξέχασε στο κελλί ένα πουγγί ολόχρυσα γρόσια!Το βίος του, Γέροντα!
- Τρέξε, ευλογημένε. Τρέξε να προλάβεις.
"Εβαλε φτερά στα ποδιά του το καλογέρι καί τον πρόφτασε εκεί πού το καλντερίμι του Μοναστηριού συναντούσε τη μεγάλη δημοσιά.
- Στάσου, ευλογημένε! Στάσου.
Κοντοστάθηκε ό πασάς.
- Ξέχασες τα γρόσια σου. "Ολος σου ό κόπος ξεχάσθηκε στο μοναστήρι. Ξεροκατάπιε ό πασάς. Μ' όλο πού το μοναστήρι ζούσε με νερό καί πικροράδικα οί καλόγεροι δίναν πίσω τα γρόσια πού ό ίδιος εϊχε αφήσει επίτηδες στο κελλί σαν στερνή δοκιμασία στην καλοσύνη των πατέρων.
- Ώστε λένε αλήθεια, είπε ό πασάς, όσοι λένε καλά για το μοναστήρι.
Μα ό μοναχός δεν κατάλαβε.
Οΰτε κάποιος από τους αδελφούς καί τον ηγούμενο κατάλαβε όταν ό πασάς έστειλε δώρα καί πεσκέσια στο μοναστήρι, χάρισε κτήματα καί ζωντανά καί προνόμια ειδικά πού το φύλαξαν αλώβητο στα δύσκολα χρόνια.
ΑΡΧΙΜ.ΕΦΡΑΙΜ ΠΑΝΑΟΥΣΗ
περιοδικό ''Πειραική Εκκλησία''
Πηγή Φώτο
Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΘΑΒΩΡ-Μια μαρτυρία της μοναχής Αικατερίνης
Μία μαρτυρία της μοναχής Αικατερίνης
Σε κάθε δεσποτική και θεομητορική εορτη έχουμε μεγάλη χαρά οπουδήποτε κι αν γιορτάζουμε.Αλλά στους Άγιους Τόπους πολλαπλασιάζονται.Εκεί αισθάνεσαι σαν να πετάς στα σύννεφα.Μερικές φορές δε ξέρεις τι σου συμβαίνει,εάν βρίσκεσαι στη γη ή στον ουρανό.Κι αυτό δε συμβαίνει μονο σε μένα αλλά σε ολους όσους συμμετεχουν σ¨αυτές τις γιορτές.Μαζι με την αφή του Αγίου Φωτός μια από τις μεγαλύτερες γιορτές είναι η Μεταμόρφωση του Σωτήρος.Εκεί στο Όρος Θαβώρ στις 6/19 Αυγούστου,εμφανίζεται μια αόρατη θαυμαστή πλευρά αυτής της γιορτής όπου σε μια οποιαδήποτε εκκλησία του κοσμου δε μπορείς να δεις εκτός αν στο αποκαλύψει ο Θεός σε προσωπικό επίπεδο.Εκεί τη νύχτα τις 5/18 προς 6/19 Αυγούστου κατά τη Θ.Λειτουργία μπροστά σε χιλιάδες πιστούς και άπιστους κατεβαίνει πανω από το ιερό βουνο ένα σύννεφο.Οι άπιστοι-όπως πολλούς από αυτούς έχω ακούσει- λένε ότι δεν είναι παρά ένα μετερεωλογικό φαινόμενο.
Αυτό το σύννεφο ομώς είναι πολύ διαφορετικό από τα συνηθισμένα σύννεφα που κατεβαίνουν το πρωί πάνω από τα βούνα μας.Αρχίζοντας η αγρυπνία βλέπεις στην κορυφή του βούνου,προς τη Ναζαρέτ,μες το σκοτάδι της νύχτας κάτι πορτοκαλί.Αυτό κινείται κάθετα προς την εκκλησία και στέκεται εκεί σαν μία πορτοκαλί γλώσσα μέχρι στις δώδεκα-μία σε μεγάλη απόσταση από το Όρος Θαβώρ.Και όταν αρχίζει η Θεια Λειτουργία, ειδικά τη στιγμή του Χερουβείκου,έρχεται το σύννεφο προς το βουνό και αρχίζει να παίρνει διάφορα σχήματα και τότε αρχίζουν να κόβονται από το σύννεφο κομματια στρόγγυλα ή μακρόστενα και παίρνουν τη μορφή πουλιών ή αγγέλων και έρχονται πάνω από τον τρούλο της εκκλησίας.Εκεί υπάρχει μία όπως σ’όλα τα κτίσματα της περιοχής όπου ανεβαίνει ο κόσμος και επικαλείται το Άγιο Πνεύμα.Τα λογια είναι φτωχά για τι αισθάνεσαι όταν αυτά τα κομματάκια,απαλά σα βαμβάκι,έρχονται και τ’αγγίζεις με τα χέρια σου,τα αισθάνεσαι στο πρόσωπό σου.Σου’ρχεται ν’ανέβεις σ’αυτό το κομμάτι να φύγεις και να μη σ’ενδιαφέρει τίποτα.
Ταυτόχρονα με αυτό το θαύμα ένα άρωμα εξαίσιο σα λιβάνι απλώνεται στον αέρα αλλά δεν είναι λιβάνι,σα ρητίνη αλλά δεν είναι ρητίνη.Είναι ένας συνδυασμός ανατολίτικων κωνοφώρων και λιβανιού.Φυσικά και εδώ βρίσκονται αυτοί που αμφιβαλλουν λέγοντας ότι κάποιο κόλπο έκαναν οι Έλληνες ή ότι είναι μετερεωλογικό φαινόμενο.Μα εδώ πρόκειται για μια γενική εκδήλωση χαράς.Τα πάντα σκιρτούν από χαρά,πράγμα που δε συμβαίνει σ’άλλα βουνά υπό οποιεσδήποτε μετερεωλογικές συνθήκες.
Φυσικά κατεβαίνοντας από το Θαβώρ,μετά από την αγρυπνία,με τους Έλληνες, τους Άραβες,τους Βουλγάρους,τους Ρωσους και τους Ρουμάνους να ψάλλουν το «Μετεμορφώθης εν τω όρει Χριστέ ο Θεός» δεν επιθυμείς τίποτα το εγκόσμιο,παρά να ζεις έτσι αιωνίως.
Σ’αυτή την περίπτωση όπως και με το Άγιο Φως αυτά τα θαύματα ,αυτήν την παρηγοριά,τα δίνει ο Θεος τελικά γι’αυτούς που πιστεύουν,γιατί όπως λέει η Αγια Γραφή ''ήρθα να δώσω σ’αυτους που έχουν και ήρθα να πάρω απ’αυτούς που δεν έχουν''.Δηλαδή ο Θεος ''παίρνει απ’αυτους που έχουν λίγη πίστη και αρχίζουν να σχολιάζουν και να αμφισβητούν το Θεό,την παρουσία Του και τις ενέργείες Του.Ενω σ’αυτόυς που λένε ''Πιστεύω Κύριε βοήθει μου τη απιστία''αποκαλυπτει την πιο μεγάλη χαρά
Πράγματι ,εκεί στο Όρος Θαβώρ καταλαβαίνεις γιατί ο Απ.Πέτρος είπε στο Χριστό ότι δε θέλει να φύγει από εκεί.Πραγματικά δε σου’ρχεται να φύγεις από το Θαβώρ.Ολες οι εγκόσμιες εκδηλώσεις ωχριουν μπροστα στο τι γίνεται στο Ορος Θαβώρ.
Υ.Γ. Στο Ορος υπάρχουν τρεις εκκλησίες από τις οποίες μόνο μία είναι ορθοδοξη[ελληνική].Από τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων το φωτεινό σύννεφο κατεβαίνει μόνο πάνω από την Ορθόδοξη Εκκλησία .
πηγή-www.proskynitis.blogspot.com
Σε κάθε δεσποτική και θεομητορική εορτη έχουμε μεγάλη χαρά οπουδήποτε κι αν γιορτάζουμε.Αλλά στους Άγιους Τόπους πολλαπλασιάζονται.Εκεί αισθάνεσαι σαν να πετάς στα σύννεφα.Μερικές φορές δε ξέρεις τι σου συμβαίνει,εάν βρίσκεσαι στη γη ή στον ουρανό.Κι αυτό δε συμβαίνει μονο σε μένα αλλά σε ολους όσους συμμετεχουν σ¨αυτές τις γιορτές.Μαζι με την αφή του Αγίου Φωτός μια από τις μεγαλύτερες γιορτές είναι η Μεταμόρφωση του Σωτήρος.Εκεί στο Όρος Θαβώρ στις 6/19 Αυγούστου,εμφανίζεται μια αόρατη θαυμαστή πλευρά αυτής της γιορτής όπου σε μια οποιαδήποτε εκκλησία του κοσμου δε μπορείς να δεις εκτός αν στο αποκαλύψει ο Θεός σε προσωπικό επίπεδο.Εκεί τη νύχτα τις 5/18 προς 6/19 Αυγούστου κατά τη Θ.Λειτουργία μπροστά σε χιλιάδες πιστούς και άπιστους κατεβαίνει πανω από το ιερό βουνο ένα σύννεφο.Οι άπιστοι-όπως πολλούς από αυτούς έχω ακούσει- λένε ότι δεν είναι παρά ένα μετερεωλογικό φαινόμενο.
Αυτό το σύννεφο ομώς είναι πολύ διαφορετικό από τα συνηθισμένα σύννεφα που κατεβαίνουν το πρωί πάνω από τα βούνα μας.Αρχίζοντας η αγρυπνία βλέπεις στην κορυφή του βούνου,προς τη Ναζαρέτ,μες το σκοτάδι της νύχτας κάτι πορτοκαλί.Αυτό κινείται κάθετα προς την εκκλησία και στέκεται εκεί σαν μία πορτοκαλί γλώσσα μέχρι στις δώδεκα-μία σε μεγάλη απόσταση από το Όρος Θαβώρ.Και όταν αρχίζει η Θεια Λειτουργία, ειδικά τη στιγμή του Χερουβείκου,έρχεται το σύννεφο προς το βουνό και αρχίζει να παίρνει διάφορα σχήματα και τότε αρχίζουν να κόβονται από το σύννεφο κομματια στρόγγυλα ή μακρόστενα και παίρνουν τη μορφή πουλιών ή αγγέλων και έρχονται πάνω από τον τρούλο της εκκλησίας.Εκεί υπάρχει μία όπως σ’όλα τα κτίσματα της περιοχής όπου ανεβαίνει ο κόσμος και επικαλείται το Άγιο Πνεύμα.Τα λογια είναι φτωχά για τι αισθάνεσαι όταν αυτά τα κομματάκια,απαλά σα βαμβάκι,έρχονται και τ’αγγίζεις με τα χέρια σου,τα αισθάνεσαι στο πρόσωπό σου.Σου’ρχεται ν’ανέβεις σ’αυτό το κομμάτι να φύγεις και να μη σ’ενδιαφέρει τίποτα.
Ταυτόχρονα με αυτό το θαύμα ένα άρωμα εξαίσιο σα λιβάνι απλώνεται στον αέρα αλλά δεν είναι λιβάνι,σα ρητίνη αλλά δεν είναι ρητίνη.Είναι ένας συνδυασμός ανατολίτικων κωνοφώρων και λιβανιού.Φυσικά και εδώ βρίσκονται αυτοί που αμφιβαλλουν λέγοντας ότι κάποιο κόλπο έκαναν οι Έλληνες ή ότι είναι μετερεωλογικό φαινόμενο.Μα εδώ πρόκειται για μια γενική εκδήλωση χαράς.Τα πάντα σκιρτούν από χαρά,πράγμα που δε συμβαίνει σ’άλλα βουνά υπό οποιεσδήποτε μετερεωλογικές συνθήκες.
Φυσικά κατεβαίνοντας από το Θαβώρ,μετά από την αγρυπνία,με τους Έλληνες, τους Άραβες,τους Βουλγάρους,τους Ρωσους και τους Ρουμάνους να ψάλλουν το «Μετεμορφώθης εν τω όρει Χριστέ ο Θεός» δεν επιθυμείς τίποτα το εγκόσμιο,παρά να ζεις έτσι αιωνίως.
Σ’αυτή την περίπτωση όπως και με το Άγιο Φως αυτά τα θαύματα ,αυτήν την παρηγοριά,τα δίνει ο Θεος τελικά γι’αυτούς που πιστεύουν,γιατί όπως λέει η Αγια Γραφή ''ήρθα να δώσω σ’αυτους που έχουν και ήρθα να πάρω απ’αυτούς που δεν έχουν''.Δηλαδή ο Θεος ''παίρνει απ’αυτους που έχουν λίγη πίστη και αρχίζουν να σχολιάζουν και να αμφισβητούν το Θεό,την παρουσία Του και τις ενέργείες Του.Ενω σ’αυτόυς που λένε ''Πιστεύω Κύριε βοήθει μου τη απιστία''αποκαλυπτει την πιο μεγάλη χαρά
Πράγματι ,εκεί στο Όρος Θαβώρ καταλαβαίνεις γιατί ο Απ.Πέτρος είπε στο Χριστό ότι δε θέλει να φύγει από εκεί.Πραγματικά δε σου’ρχεται να φύγεις από το Θαβώρ.Ολες οι εγκόσμιες εκδηλώσεις ωχριουν μπροστα στο τι γίνεται στο Ορος Θαβώρ.
Υ.Γ. Στο Ορος υπάρχουν τρεις εκκλησίες από τις οποίες μόνο μία είναι ορθοδοξη[ελληνική].Από τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων το φωτεινό σύννεφο κατεβαίνει μόνο πάνω από την Ορθόδοξη Εκκλησία .
πηγή-www.proskynitis.blogspot.com
Κυριακή 1 Αυγούστου 2010
Τ'ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Τ'ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ...
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε πού ή ποιήτρια Μαρία Γουμενοπούλου, έγραψε αυτό το ποίημα «Με τη γιαγιά μου την Καλή /με την κυρά Βασίλω /καί με τη Λεμονιά συντροφιαστά πηγαίναμε / τ'Αυγούστου τ'απογεύματα / στην εκκλησιά.Και κει, στη Χάρη της μπροστά / γονατιστές έψάλλανε γερόντισσες και νιές / καί στην Παρθένα Παναγιά μετάνοιες κάναν όλες τους/καί προσευχές.
Πορτοκαλιά χρυσόσκονη / πασπάλιζε τα σύννεφα/ πέρα στη Δύση/ Χελιδονάκι στο ιερό/ανήσυχα καί φλύαρα /' πετάγματα είχε αρχίσει.
Με τη γιαγιά μου την Καλή /με την κυρά Βασίλω/και με τη Λεμονιά / συντροφιαστά πηγαίναμε / τ' Αυγούστου τ' απογεύματα / στην εκκλησιά...»
Πόσα στ' άήθεια χρόνια έχουν περάσει από τότε πού πρωτοδιάβασα αυτό το αθώο, παιδικό ποίημα. Κι όμως δεν υπάρχει Αύγουστος, δειλινό Αυγουστιάτικο του πρώτου δεκαπενθήμερου πού να μην το θυμηθώ καί να μην το ψελλίσω. Καί να δω νοσταλγικά κείνο τον κόσμο πού είχε τάξη. Την τάξη πού το Σύμπαν δίδαξε στον άνθρωπο, τάξη πού σαν σαλευτεί, αφέντης γίνεται το Χάος.
Έναν κόσμο, γνώριζαν τα παιδιά, πού είχε αρχές, πού τους εξασφάλιζε μια εσωτερική ισορροπία, πού τους έδινε το ανεκτίμητο δώρο της ασφάλειας. Ό παππούς στη θέση του, γνωστά τα δικαιώματα, αλλά καί οί υποχρεώσεις του, ή γιαγιά, παρουσία με πολλά αν θέλετε αρνητικά, αλλά καί μοναδικά θετικά στοιχεία, ό μεγάλος ήταν μεγάλος, ό συνομήλικος συνομήλικος, ό μικρότερος παρών καί δική μας ευθύνη να τον προσέξουμε, να τον προστατεύσουμε, ό άντρας άντρας κι οί γυναίκες, ευτυχισμένες γι' αυτό.
Στόν ουρανό ό Θεός, κι οί "Αγιοι στα ποδάρια μας να μπλέκονται στις θλιμμένες ή χαρούμενες στιγμές της ζωής. Ή Τετάρτη καί Παρασκευή, άκουβέντιαστα, ήμερες του λαδερού φαγητού, ό τοπικός "Αγιος με το πανηγύρι του, ή αναμενόμενη προσδοκία.
Καί βεβαίως το Δεκαπενταύγουστο, το μεγάλο πανηγύρι, ποιο χωριό δεν έχει εκκλησιά, με τ' όνομα της Παναγιάς, να το γιορτάσει. Δεν ερχότανε ή γιορτή έτσι ξαφνικά. Δεκαπέντε μέρες οί γυναίκες καθάριζαν κάθε πρω'ί την εκκλησιά από χυμένα κεριά, το δάπεδο καθάριζαν, γιατί, με τόσο ποδαρικό πού πήγαινε στις παρακλήσεις, ήταν λερωμένο. Λιβάνι μοσκομύριζε ό τόπος καί τα χελιδονάκια με μεγαλωμένα πια φτερά, δοκίμαζαν το πέταγμα τους, για κείνο το μακρινό πέταγμα πού σε λίγο θ' άρχιζε: για το μεγάλο ταξίδι προς τις ζεστές χώρες.
Εμείς τα παιδιά, δεν καταλαβαίναμε τα λόγια της παράκλησης. Τώρα, μεγάλη πια, σκέφτομαι τί καταλάβαιναν κι οί μεγάλοι. Κι όμως φαίνεται πώς ένιωθαν απόλυτα κι όχι στο περίπου.
Τά κουρασμένα, βασανισμένα πρόσωπα, πρόωρα γηρασμένα άπ' τη δουλειά, τις πίκρες και τους καημούς, πού κανένα μέικ-απ δεν υπήρχε, ώστε να τα καλύψει όλα αυτά, τα τόσο όμως ανθρώπινα πρόσωπα, την οδύνη την έπρόσφεραν σα μόνο αγαθό πού είχαν πλούσιο, στην Παναγιά. Γονατίζαμε τα παιδιά πλάι στους μεγάλους καί μαζί με τη νύχτα πού έφτανε, έφτανε αντίδωρο από τον Ουρανό ή γαλήνη, ή μαλακωσιά.
Θυμάμαι πώς οι βραδινοί παιδικοί καβγάδες, τα πείσματα καί τα γινάτια, αραίωναν όσο αυτό το θαυμαστό δεκαπενθήμερο προχωρούσε. Τη μεγάλη μέρα, ατή Χάρη της, φρεσκοπλυμένοι με κείνο το πράσινο σαπούνι γερά πηγαίναμε να κοινωνήσουμε, αφού είχαμε ζητήσει συγχώρεση άπ' όλους, κι άφοϋ είχαμε φιλήσει ροζιασμένα, σταφιδιασμένα αδρά χέρια.
Κείνη τη μέρα δεν κάναμε καί μπάνιο στη θάλασσα, από σέβας στη Θεία Κοινωνία... Μη βιαστείτε να κατηγορήσετε για πλήξη κείνη την εποχή. Δεν ήταν πλήξη, αλλά τάξη αυτό πού ζούσαμε. Γιατί αν ήταν αλλιώς, πώς θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε το σημερινό φευγιό από την πλήξη με χάπια, ναρκωτικά, αλκοόλ ή χαρτιά για να «σκοτώσουμε την ώρα μας»; Πώς να δικαιολογήσουμε, την στιγμή πού έχουμε πολλές ποικιλίες σήμερα ζωής απογευματινής, βραδινής; Μεγάλη πληγή ή ανία.
Μη μου μιλήσετε για κείνη την πληκτική ζωή πριν δείτε σε κάποιο παραθεριστικό κέντρο τη νεολαία, καί πώς, μα καί πόσο πλήττει!
Σέρνονται τα παιδιά μας! Μικρά καί μεγάλα σέρνονται. Κι όσο μεγαλώνουν καί φτάνουν ή ζουν την εφηβεία, τόσο τα βήματα τους γίνονται ίδια ανατολίτικα τραγούδια, μακρόσυρτα. «Μέχρι να ση-κώσουν το να πόδι, τους τρώει ό σκύλος το άλλο», θάλεγε ή γιαγιά μου αν τα έβλεπε. Ξυπνούν αργά το πρωί - τι αργά, όταν κοντεύει να μεσημεριάσει ξυπνούν - πιο κουρασμένα από τότε πού πήγαιναν σχολειό.
Μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια τους. Βάζουν κάτι βιαστικά στο στόμα τους, όχι σπουδαία πράγματα, για να μην βαρύνει το στομάχι τους πού θα πάνε για μπάνιο. Καί αν είναι έφηβοι, πηγαίνουν μόνοι τους, να 'βρουν στη θάλασσα την παρέα τους. Γυρίζουν αργά, κουβαλώντας βαριεστημένα κι ένα εικονογραφημένο περιοδικό ή κάτι για διάβασμα (;) πού δεν θα τα κουράσει, τα καημένα...
Τρώνε καί ξαπλώνουν στα κρεβάτια. "Αν υπάρχει τηλεόραση θα... ξεκουραστούν βλέποντας ό,τιδήποτε, χωρίς καμία επιλογή.
Αποχαυνωμένα, κάποια στιγμή ξυπνούν. Έχει πια περίπου δύσει ό ήλιος. Αναρωτιούνται φωναχτά ή από μέσα τους: «Καί τώρα τί κάνουμε;»
"Αν υπάρχει τηλέφωνο, αρχίζουν για να «περάσει ή ώρα» την κουβέντα. Μια κουβέντα πού αν κάνετε τον κόπο να την παρακολουθήσετε, θα γεμίσετε πλήξη, τέτοια πλήξη έχει. Κανένα απρόοπτο δεν πρόκειται να συμβεί. Ή σινεμά, ή ντισκοτέκ. "Η καί τα δύο, πιο καλά. Για λεφτά δεν υπάρχει πρόβλημα. Εμείς μπορούμε να λαχταρίσουμε - πού λέει ό λόγος - το παγωτό, τα παιδιά μας όμως
είναι δυνατόν να αγοράσουν... παγωτατζίδίκο. Παίρνουν, λοιπόν, το απαραίτητο χρήμα καί χάνονται.
Θέλετε να τα πάρετε από πίσω; Όλο βαρεμάρα, σέρνονται στην παραλία, μέχρι να 'ρθει ή ευλογημένη ώρα να ανοίξει το ταμείο του κινηματογράφου. Μπουκάρουν μόλις ανοίξει, καί κατ' ευθείαν, για να σπάσουν την πλήξη τους, πάνε στο μπαρ. Γαριδάκια, δροσιστικά, πατατάκια, ό,τιδήποτε, αρκεί κάτι να 'χουν να κάνουν μέχρι να αρχίσει το έργο (αλήθεια τί παίζει; Ούτε αυτό πρόσεξαν). Τρώνε, μπουκώνοντας, καί Ίσως αυτό γίνεται για να μην πιάσουν μεγάλη κουβέντα, με πολλά λόγια. Βλέπετε, δεν ξέρουν οϋτε να συζητήσουνε.
Το έργο τελειώνει. Πρέπει να πείσουν τους γύρω, αλλά κυρίως τον εαυτό τους, πώς υπάρχουν. Γι' αυτό αρχίζουν παλαμάκια, γιουχαίσματα, χαβαλέ, όπως λένε.
Επιμένετε ακόμα να τα ακολουθήσετε; Τότε μπείτε μαζί τους στη ντισκοτέκ, γιατί προς τα εκεί οδηγήθηκαν.
Τώρα δε χρειάζεται οϋτε ή μονολεκτική κουβέντα. Στή διαπασών ή μουσική, μια βολική αιτία να μην ανταλλάξουν λέξη. Χορεύουν. Δεν αγγίζονται. Μόνος ό καθένας, χωρίς την ανάγκη συντρόφου, παρτενέρ, χορεύει. Ή ώρα ευτυχώς προχωρεί. Καί απόψε τη δολοφονήσαμε. Μπράβο μας!
Θα ήταν ίσως ένα ξάφνιασμα, θα ήταν ένα απρόοπτο, τέλος πάντων, θα ήταν κατιτίς, αν, όπως γυρίζαμε αργοπορημένοι, μας περίμενε κανένα ηχηρό ή μη χαστούκι από κάποιον αγριεμένο γονιό. Μπα, μην ελπίζεις οϋτε σ' αυτό. "Αν ένα χαστούκι ηχούσε, θα αποκτούσε νόημα ή ζωή μας, ζωή πού λένε αντιστασιακού. Με το φαί μέσα στο πιάτο σκεπασμένο καλά μην πάει κάτι καί το μολύνει, οί γονείς του σήμερα, πρέπει να το ομολογήσουμε, πολύ νοιάζονται για την υγεία μας!
Έλα, κουράγιο, αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα πού θα χρειαστεί να χουμε δυνάμεις να την δολοφονήσουμε κι αυτή.
Μη βιαστείτε, λοιπόν, να μιλήσετε για πλήξη του χτες, πρίν παρακολουθήσετε την ανία του σήμερα. Ανία πού οδηγεί σε «ταξίδια» πού σκοτώνουν. Ανία πού οδηγεί στην «παραμυθά», την παρηγοριά δηλαδή της ηρωίνης.
Με τη γιαγιά μου την Καλή /με την κυρά Βασίλω /καίμε τη Λεμονιά / ουντροφιαστά πηγαίναμε / τ' Αύγούοτου τ' απογεύματα / στην εκκλησιά...».
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότες πού το πρωτάκουσα το αθώο παιδικό τούτο ποίημα. Κι όμως το θυμάμαι, το ψελλίζω καθώς χτυπάει ή καμπάνα για την Παράκληση καί ό ήχος της δε φτάνει στ' αυτιά καί στίς καρδιές των παιδιών, ίσως γιατί δε φτάνει οϋτε στα δικά μας αυτιά καί στίς καρδιές μας.
Τα χελιδονάκια ετοιμάζονται για το μακρινό καί επικίνδυνο ταξίδι τους, μαθαίνοντας να δοκιμάζουν τα φτερά τους άπ' τα γονικά τους. Ακούω φτερά των δικών μας παιδιών ν' ανοιγοκλείνουν. Ετοιμάζονται κι αυτά για το πόσο σαγηνευτικό καί επικίνδυνο της ζωής.
Τους παραστεκόμαστε; Μήπως τώρα το δεκαπενταύγουστο μπορούμε με αίτια αυτά τα Παρακλητικά απογεύματα, να τους κάνουμε φροντιστήριο;
Μήπως;
Πορτοκαλιά χρυσόσκονη / πασπάλιζε τα σύννεφα/ πέρα στη Δύση/ Χελιδονάκι στο ιερό/ανήσυχα καί φλύαρα /' πετάγματα είχε αρχίσει.
Με τη γιαγιά μου την Καλή /με την κυρά Βασίλω/και με τη Λεμονιά / συντροφιαστά πηγαίναμε / τ' Αυγούστου τ' απογεύματα / στην εκκλησιά...»
Πόσα στ' άήθεια χρόνια έχουν περάσει από τότε πού πρωτοδιάβασα αυτό το αθώο, παιδικό ποίημα. Κι όμως δεν υπάρχει Αύγουστος, δειλινό Αυγουστιάτικο του πρώτου δεκαπενθήμερου πού να μην το θυμηθώ καί να μην το ψελλίσω. Καί να δω νοσταλγικά κείνο τον κόσμο πού είχε τάξη. Την τάξη πού το Σύμπαν δίδαξε στον άνθρωπο, τάξη πού σαν σαλευτεί, αφέντης γίνεται το Χάος.
Έναν κόσμο, γνώριζαν τα παιδιά, πού είχε αρχές, πού τους εξασφάλιζε μια εσωτερική ισορροπία, πού τους έδινε το ανεκτίμητο δώρο της ασφάλειας. Ό παππούς στη θέση του, γνωστά τα δικαιώματα, αλλά καί οί υποχρεώσεις του, ή γιαγιά, παρουσία με πολλά αν θέλετε αρνητικά, αλλά καί μοναδικά θετικά στοιχεία, ό μεγάλος ήταν μεγάλος, ό συνομήλικος συνομήλικος, ό μικρότερος παρών καί δική μας ευθύνη να τον προσέξουμε, να τον προστατεύσουμε, ό άντρας άντρας κι οί γυναίκες, ευτυχισμένες γι' αυτό.
Στόν ουρανό ό Θεός, κι οί "Αγιοι στα ποδάρια μας να μπλέκονται στις θλιμμένες ή χαρούμενες στιγμές της ζωής. Ή Τετάρτη καί Παρασκευή, άκουβέντιαστα, ήμερες του λαδερού φαγητού, ό τοπικός "Αγιος με το πανηγύρι του, ή αναμενόμενη προσδοκία.
Καί βεβαίως το Δεκαπενταύγουστο, το μεγάλο πανηγύρι, ποιο χωριό δεν έχει εκκλησιά, με τ' όνομα της Παναγιάς, να το γιορτάσει. Δεν ερχότανε ή γιορτή έτσι ξαφνικά. Δεκαπέντε μέρες οί γυναίκες καθάριζαν κάθε πρω'ί την εκκλησιά από χυμένα κεριά, το δάπεδο καθάριζαν, γιατί, με τόσο ποδαρικό πού πήγαινε στις παρακλήσεις, ήταν λερωμένο. Λιβάνι μοσκομύριζε ό τόπος καί τα χελιδονάκια με μεγαλωμένα πια φτερά, δοκίμαζαν το πέταγμα τους, για κείνο το μακρινό πέταγμα πού σε λίγο θ' άρχιζε: για το μεγάλο ταξίδι προς τις ζεστές χώρες.
Εμείς τα παιδιά, δεν καταλαβαίναμε τα λόγια της παράκλησης. Τώρα, μεγάλη πια, σκέφτομαι τί καταλάβαιναν κι οί μεγάλοι. Κι όμως φαίνεται πώς ένιωθαν απόλυτα κι όχι στο περίπου.
Τά κουρασμένα, βασανισμένα πρόσωπα, πρόωρα γηρασμένα άπ' τη δουλειά, τις πίκρες και τους καημούς, πού κανένα μέικ-απ δεν υπήρχε, ώστε να τα καλύψει όλα αυτά, τα τόσο όμως ανθρώπινα πρόσωπα, την οδύνη την έπρόσφεραν σα μόνο αγαθό πού είχαν πλούσιο, στην Παναγιά. Γονατίζαμε τα παιδιά πλάι στους μεγάλους καί μαζί με τη νύχτα πού έφτανε, έφτανε αντίδωρο από τον Ουρανό ή γαλήνη, ή μαλακωσιά.
Θυμάμαι πώς οι βραδινοί παιδικοί καβγάδες, τα πείσματα καί τα γινάτια, αραίωναν όσο αυτό το θαυμαστό δεκαπενθήμερο προχωρούσε. Τη μεγάλη μέρα, ατή Χάρη της, φρεσκοπλυμένοι με κείνο το πράσινο σαπούνι γερά πηγαίναμε να κοινωνήσουμε, αφού είχαμε ζητήσει συγχώρεση άπ' όλους, κι άφοϋ είχαμε φιλήσει ροζιασμένα, σταφιδιασμένα αδρά χέρια.
Κείνη τη μέρα δεν κάναμε καί μπάνιο στη θάλασσα, από σέβας στη Θεία Κοινωνία... Μη βιαστείτε να κατηγορήσετε για πλήξη κείνη την εποχή. Δεν ήταν πλήξη, αλλά τάξη αυτό πού ζούσαμε. Γιατί αν ήταν αλλιώς, πώς θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε το σημερινό φευγιό από την πλήξη με χάπια, ναρκωτικά, αλκοόλ ή χαρτιά για να «σκοτώσουμε την ώρα μας»; Πώς να δικαιολογήσουμε, την στιγμή πού έχουμε πολλές ποικιλίες σήμερα ζωής απογευματινής, βραδινής; Μεγάλη πληγή ή ανία.
Μη μου μιλήσετε για κείνη την πληκτική ζωή πριν δείτε σε κάποιο παραθεριστικό κέντρο τη νεολαία, καί πώς, μα καί πόσο πλήττει!
Σέρνονται τα παιδιά μας! Μικρά καί μεγάλα σέρνονται. Κι όσο μεγαλώνουν καί φτάνουν ή ζουν την εφηβεία, τόσο τα βήματα τους γίνονται ίδια ανατολίτικα τραγούδια, μακρόσυρτα. «Μέχρι να ση-κώσουν το να πόδι, τους τρώει ό σκύλος το άλλο», θάλεγε ή γιαγιά μου αν τα έβλεπε. Ξυπνούν αργά το πρωί - τι αργά, όταν κοντεύει να μεσημεριάσει ξυπνούν - πιο κουρασμένα από τότε πού πήγαιναν σχολειό.
Μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια τους. Βάζουν κάτι βιαστικά στο στόμα τους, όχι σπουδαία πράγματα, για να μην βαρύνει το στομάχι τους πού θα πάνε για μπάνιο. Καί αν είναι έφηβοι, πηγαίνουν μόνοι τους, να 'βρουν στη θάλασσα την παρέα τους. Γυρίζουν αργά, κουβαλώντας βαριεστημένα κι ένα εικονογραφημένο περιοδικό ή κάτι για διάβασμα (;) πού δεν θα τα κουράσει, τα καημένα...
Τρώνε καί ξαπλώνουν στα κρεβάτια. "Αν υπάρχει τηλεόραση θα... ξεκουραστούν βλέποντας ό,τιδήποτε, χωρίς καμία επιλογή.
Αποχαυνωμένα, κάποια στιγμή ξυπνούν. Έχει πια περίπου δύσει ό ήλιος. Αναρωτιούνται φωναχτά ή από μέσα τους: «Καί τώρα τί κάνουμε;»
"Αν υπάρχει τηλέφωνο, αρχίζουν για να «περάσει ή ώρα» την κουβέντα. Μια κουβέντα πού αν κάνετε τον κόπο να την παρακολουθήσετε, θα γεμίσετε πλήξη, τέτοια πλήξη έχει. Κανένα απρόοπτο δεν πρόκειται να συμβεί. Ή σινεμά, ή ντισκοτέκ. "Η καί τα δύο, πιο καλά. Για λεφτά δεν υπάρχει πρόβλημα. Εμείς μπορούμε να λαχταρίσουμε - πού λέει ό λόγος - το παγωτό, τα παιδιά μας όμως
είναι δυνατόν να αγοράσουν... παγωτατζίδίκο. Παίρνουν, λοιπόν, το απαραίτητο χρήμα καί χάνονται.
Θέλετε να τα πάρετε από πίσω; Όλο βαρεμάρα, σέρνονται στην παραλία, μέχρι να 'ρθει ή ευλογημένη ώρα να ανοίξει το ταμείο του κινηματογράφου. Μπουκάρουν μόλις ανοίξει, καί κατ' ευθείαν, για να σπάσουν την πλήξη τους, πάνε στο μπαρ. Γαριδάκια, δροσιστικά, πατατάκια, ό,τιδήποτε, αρκεί κάτι να 'χουν να κάνουν μέχρι να αρχίσει το έργο (αλήθεια τί παίζει; Ούτε αυτό πρόσεξαν). Τρώνε, μπουκώνοντας, καί Ίσως αυτό γίνεται για να μην πιάσουν μεγάλη κουβέντα, με πολλά λόγια. Βλέπετε, δεν ξέρουν οϋτε να συζητήσουνε.
Το έργο τελειώνει. Πρέπει να πείσουν τους γύρω, αλλά κυρίως τον εαυτό τους, πώς υπάρχουν. Γι' αυτό αρχίζουν παλαμάκια, γιουχαίσματα, χαβαλέ, όπως λένε.
Επιμένετε ακόμα να τα ακολουθήσετε; Τότε μπείτε μαζί τους στη ντισκοτέκ, γιατί προς τα εκεί οδηγήθηκαν.
Τώρα δε χρειάζεται οϋτε ή μονολεκτική κουβέντα. Στή διαπασών ή μουσική, μια βολική αιτία να μην ανταλλάξουν λέξη. Χορεύουν. Δεν αγγίζονται. Μόνος ό καθένας, χωρίς την ανάγκη συντρόφου, παρτενέρ, χορεύει. Ή ώρα ευτυχώς προχωρεί. Καί απόψε τη δολοφονήσαμε. Μπράβο μας!
Θα ήταν ίσως ένα ξάφνιασμα, θα ήταν ένα απρόοπτο, τέλος πάντων, θα ήταν κατιτίς, αν, όπως γυρίζαμε αργοπορημένοι, μας περίμενε κανένα ηχηρό ή μη χαστούκι από κάποιον αγριεμένο γονιό. Μπα, μην ελπίζεις οϋτε σ' αυτό. "Αν ένα χαστούκι ηχούσε, θα αποκτούσε νόημα ή ζωή μας, ζωή πού λένε αντιστασιακού. Με το φαί μέσα στο πιάτο σκεπασμένο καλά μην πάει κάτι καί το μολύνει, οί γονείς του σήμερα, πρέπει να το ομολογήσουμε, πολύ νοιάζονται για την υγεία μας!
Έλα, κουράγιο, αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα πού θα χρειαστεί να χουμε δυνάμεις να την δολοφονήσουμε κι αυτή.
Μη βιαστείτε, λοιπόν, να μιλήσετε για πλήξη του χτες, πρίν παρακολουθήσετε την ανία του σήμερα. Ανία πού οδηγεί σε «ταξίδια» πού σκοτώνουν. Ανία πού οδηγεί στην «παραμυθά», την παρηγοριά δηλαδή της ηρωίνης.
Με τη γιαγιά μου την Καλή /με την κυρά Βασίλω /καίμε τη Λεμονιά / ουντροφιαστά πηγαίναμε / τ' Αύγούοτου τ' απογεύματα / στην εκκλησιά...».
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότες πού το πρωτάκουσα το αθώο παιδικό τούτο ποίημα. Κι όμως το θυμάμαι, το ψελλίζω καθώς χτυπάει ή καμπάνα για την Παράκληση καί ό ήχος της δε φτάνει στ' αυτιά καί στίς καρδιές των παιδιών, ίσως γιατί δε φτάνει οϋτε στα δικά μας αυτιά καί στίς καρδιές μας.
Τα χελιδονάκια ετοιμάζονται για το μακρινό καί επικίνδυνο ταξίδι τους, μαθαίνοντας να δοκιμάζουν τα φτερά τους άπ' τα γονικά τους. Ακούω φτερά των δικών μας παιδιών ν' ανοιγοκλείνουν. Ετοιμάζονται κι αυτά για το πόσο σαγηνευτικό καί επικίνδυνο της ζωής.
Τους παραστεκόμαστε; Μήπως τώρα το δεκαπενταύγουστο μπορούμε με αίτια αυτά τα Παρακλητικά απογεύματα, να τους κάνουμε φροντιστήριο;
Μήπως;
ΓΑΛΑΤΕΙΑ -ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ
Περιοδικό ''Πειραική Εκκλησία(Αυγουστος 2000)