Hταν ένα δροσερό φθινοπωρινό απόγευμα. Το ηλιοβασίλεμα αρκετά γλυκό
σαν αυτά του καλοκαιριού πού δύσκολα ξεχνιούνται όλον τον χρόνο. Μόνο
πού τώρα πια, τα ξερά φύλλα της γέρικης λεύκας βρίσκονταν σκόρπια στο
μικρό ανηφορικό μονοπάτι, πού όδηγεϊ στο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής.
Οι πρώτες διστακτικές σταγόνες της βροχής μετά από την κάψα του θέρους
έμοιαζαν να μην λυπούνται πού πέφτουν τόσο νωρίς, θυμίζοντας ότι μπήκε
μια νέα εποχή του χρόνου. Το χώμα άρχισε να υγραίνει, ενώ τα πουλιά, πού
άπ' ώρα είχαν προαιοθανθεϊ το πρωτοβρόχι, πετούσαν για τελευταία φορά
προς την δύση του ηλίου αποχαιρετώντας το καλοκαίρι. Και αυτό με τη
σειρά του, τους έγνεφε και τους τραγουδούσε γλυκά ότι θα ξανάρθει. Τα
πεύκα μοσχοβολούσαν σαν θυμιατήρια, καθώς ή βροχή, πού όλο και δυνάμωνε,
τα δροσόλουζε. Κάπου παράμερα κι ό γερο-πλάτανος, ό κατεργάρης έμοιαζε
να έτοιμάζη τα κλωνάρια του -τα «σπαθιά» του- για να παλαίψη με τον
άνεμο.Τον δρόμο για το ξωκκλήσι είχε πάρει ένα παλληκάρι. Περπατούσε σαν
γέρος παρά τα νειάτα του και ή καρδιά του ήταν τόσο μαύρη άπ' την λύπη
πού δεν τοϋ'δινε κουράγιο ούτε να κλάψει, θύμιζε καράβι δίχως πανιά πού
βολοδέρνεται αδιάκοπα από τα αφρισμένα κύματα της απόγνωσης, έτοιμο να
βουλιάξει. Όμως παρά την θλίψη, ό Σωτήρης εϊχε κάτι πού τοϋ'δινε δυνάμεις ν' ανηφορίσει: την ελπίδα. Το
γραφικό εκκλησάκι εκεί πάνω στην βουνοπλαγιά ήταν πραγματικό καταφύγιο.
Ή πληγωμένη καρδιά του νέου σταμάτησε για λίγο την μελαγχολική του
σιωπή και αφέθηκε στο δροσερό αεράκι πού όλο και ξεθάρρευε.
Το ξωκκλήσι ξεπρόβαλε ανάμεσα στα ψηλά κυπαρίσσια πού λίκνιζαν τίς κορυφές τους στα σφυρίγματα του άνεμου, ενώ τα σπουργιτάκια πέταγαν τριγύρω μπας και βρουν κανένα σκουλικάκι γιά τά μικρά τους.
Ό Σωτήρης άνοιξε την σιδερένια πόρτα καί έκανε τον Σταυρό του. Τα καντηλάκια με το λιγοστό τους φως χρωμάτιζαν κατανυκτικά τίς εικόνες των Αγίων, την ώρα πού ό ήλιος έδυε αργά καί προσκαλούσε το βραδάκι για να σκεπάσει αυτό, τώρα, με το πέπλο του την φύση.
Το παλληκάρι προσκύνησε τίς εικόνες μιά-μιά, ξεχάστηκε για λίγο μπρος στο αναμμένο κερί καί μετά έστρεψε το βλέμμα του προς την εικόνα της Παναγίας. Στά μάτια της είδε το Απέραντο Βλέμμα της Ελπίδος των .Άπηλπισμένων καί τοϋ'δωσε παρηγοριά. Τόσο θερμή ήταν ή παρηγοριά αυτή, πού καί ή ψυχή του ακόμα πετάχθηκε άπ' τον λήθαργο της λύπης καί ξέσπασε σ' ένα ασταμάτητο κλάμα. Τα δάκρυα στα μάτια του Σωτήρη σχημάτιζαν ένα ποταμάκι που λες κι έτρεχε για να δροσίσει τα ωχρά του μάγουλα. Ύστερα, ό νέος άνοιξε ένα διπλωμένο χαρτί πού εϊχε στην τσέπη του καί άρχισε να διαβάζει αυτά πού τοΰ'χε δώσει λίγο πριν κοιμηθεί ό Γέροντας:
«Δέσποινα μου Θεοτόκε, ή έλπίς μου, ή ισχύς μου, ή θερμή μου προστασία, σκέπη καί καταφυγή μου
Εκ ψυχής συντετριμμένης. Δέσποινα άναβοών Σοι, πρόφθασαν, άντιλαβού μου, σώσον με, έκδυσωπώ Σε».
Τα μάτια του -πνιγμένα στα δάκρυα-ίκέτευαν μέσα άπ' το σκοτάδι της απελπισμένης ψυχής την Αγνή Παρθένον, ενώ τα χείλη ψέλλιζαν κι αυτά ό,τι ή καρδιά τους υπαγόρευε . Το ποτάμι του Ελέους άρχισε να περιδιαβαίνει τα σπλάγχνα του παλληκαριοΰ καί ν' ανακουφίζει την διψασμένη ψυχή.
Μετά από λίγο, ό Σωτήρης σηκώθηκε, έσβησε το κεράκι καί τράβηξε για τον δρόμο του γυρισμού. Δεν εϊχε ακόμη νυχτώσει, όταν εκεί μπροστά στα σκαλάκια -δίπλα στο μικρό καμπαναριό- πρόσεξε μια ανθρώπινη φιγούρα. Την προσπέρασε όμως, δίχως να δώσει σημασία, αφού νόμισε ότι τον πρόδιδαν τα δακρυσμένα μάτια του. Προχώρησε για λίγο μα... σταμάτησε στο άκουσμα μιας φωνής.
- Σωτήρη. Σωτηράκη! Εγώ είμαι παιδι μου!
Ό νέος γύρισε σαστισμένος καί άντίκρυσε καθισμένον στα σκαλάκια τον Σεβασμιώτατο! Καί ήταν έτσι όπως τον εϊχε γνωρίσει στο μοναστήρι του, όταν πήγαινε στην Αίγινα. Με το ρασάκι του, το καλλιμαύχι, με τον Σταυρό στο στήθος και με το κομποσχοίνι στα χέρια του. Τα πόδια του σταυρωμένα, ή γενειάδα του πιο λευκή άπ' το χιόνι, ενώ τα μάτια του γεμάτα παρηγοριά, θάρρος κι ελπίδα.
- Μην φοβάσαι! Ό Πολυεύσπλαγχνος Κύριος καί ή Ύπεραγία Θεοτόκος δεν σε ξεχνούν. Όπως πάντα, έτσι καί
τώρα είναι μαζί σου. Μην απελπίζεσαι!
Μόνον πίστευε! Ή πίστις είναι το πάν
παιδί μου, ή πίστις!... "Αντε, νάχεις την
ευχή μου...
Χαμογέλασε παρηγορητικά στο παλληκάρι καί το ευλόγησε από μακριά. Ό Σωτήρης έκανε να τον πλησιάσει μα δεν τον πρόλαβε. Ό Γέροντας είχε φύγει... Τότε έριξε μια ματιά στον ουρανό καί ευχαρίστησε τον Επουράνιο Πατέρα, ενώ άπ' τα χείλη του ξεγλίστρησε μια φράση: ''Σ' ευχαριστώ Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ Άγιε''!
'Από δίπλα του πέταξε ένα σπουργιτάκι καί του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Ναί: «Κύριος ποιμαίνει με καί ουδέν με ύστερήσει». Αυτό του είπε καί πέταξε ψηλά σ' ένα δέντρο, για να άναπαυθή καθώς ή βραδιά το καλούσε στην αγκαλιά της...
πηγή-''Νεανικοί Προβληματισμοί''
Το ξωκκλήσι ξεπρόβαλε ανάμεσα στα ψηλά κυπαρίσσια πού λίκνιζαν τίς κορυφές τους στα σφυρίγματα του άνεμου, ενώ τα σπουργιτάκια πέταγαν τριγύρω μπας και βρουν κανένα σκουλικάκι γιά τά μικρά τους.
Ό Σωτήρης άνοιξε την σιδερένια πόρτα καί έκανε τον Σταυρό του. Τα καντηλάκια με το λιγοστό τους φως χρωμάτιζαν κατανυκτικά τίς εικόνες των Αγίων, την ώρα πού ό ήλιος έδυε αργά καί προσκαλούσε το βραδάκι για να σκεπάσει αυτό, τώρα, με το πέπλο του την φύση.
Το παλληκάρι προσκύνησε τίς εικόνες μιά-μιά, ξεχάστηκε για λίγο μπρος στο αναμμένο κερί καί μετά έστρεψε το βλέμμα του προς την εικόνα της Παναγίας. Στά μάτια της είδε το Απέραντο Βλέμμα της Ελπίδος των .Άπηλπισμένων καί τοϋ'δωσε παρηγοριά. Τόσο θερμή ήταν ή παρηγοριά αυτή, πού καί ή ψυχή του ακόμα πετάχθηκε άπ' τον λήθαργο της λύπης καί ξέσπασε σ' ένα ασταμάτητο κλάμα. Τα δάκρυα στα μάτια του Σωτήρη σχημάτιζαν ένα ποταμάκι που λες κι έτρεχε για να δροσίσει τα ωχρά του μάγουλα. Ύστερα, ό νέος άνοιξε ένα διπλωμένο χαρτί πού εϊχε στην τσέπη του καί άρχισε να διαβάζει αυτά πού τοΰ'χε δώσει λίγο πριν κοιμηθεί ό Γέροντας:
«Δέσποινα μου Θεοτόκε, ή έλπίς μου, ή ισχύς μου, ή θερμή μου προστασία, σκέπη καί καταφυγή μου
Εκ ψυχής συντετριμμένης. Δέσποινα άναβοών Σοι, πρόφθασαν, άντιλαβού μου, σώσον με, έκδυσωπώ Σε».
Τα μάτια του -πνιγμένα στα δάκρυα-ίκέτευαν μέσα άπ' το σκοτάδι της απελπισμένης ψυχής την Αγνή Παρθένον, ενώ τα χείλη ψέλλιζαν κι αυτά ό,τι ή καρδιά τους υπαγόρευε . Το ποτάμι του Ελέους άρχισε να περιδιαβαίνει τα σπλάγχνα του παλληκαριοΰ καί ν' ανακουφίζει την διψασμένη ψυχή.
Μετά από λίγο, ό Σωτήρης σηκώθηκε, έσβησε το κεράκι καί τράβηξε για τον δρόμο του γυρισμού. Δεν εϊχε ακόμη νυχτώσει, όταν εκεί μπροστά στα σκαλάκια -δίπλα στο μικρό καμπαναριό- πρόσεξε μια ανθρώπινη φιγούρα. Την προσπέρασε όμως, δίχως να δώσει σημασία, αφού νόμισε ότι τον πρόδιδαν τα δακρυσμένα μάτια του. Προχώρησε για λίγο μα... σταμάτησε στο άκουσμα μιας φωνής.
- Σωτήρη. Σωτηράκη! Εγώ είμαι παιδι μου!
Ό νέος γύρισε σαστισμένος καί άντίκρυσε καθισμένον στα σκαλάκια τον Σεβασμιώτατο! Καί ήταν έτσι όπως τον εϊχε γνωρίσει στο μοναστήρι του, όταν πήγαινε στην Αίγινα. Με το ρασάκι του, το καλλιμαύχι, με τον Σταυρό στο στήθος και με το κομποσχοίνι στα χέρια του. Τα πόδια του σταυρωμένα, ή γενειάδα του πιο λευκή άπ' το χιόνι, ενώ τα μάτια του γεμάτα παρηγοριά, θάρρος κι ελπίδα.
- Μην φοβάσαι! Ό Πολυεύσπλαγχνος Κύριος καί ή Ύπεραγία Θεοτόκος δεν σε ξεχνούν. Όπως πάντα, έτσι καί
τώρα είναι μαζί σου. Μην απελπίζεσαι!
Μόνον πίστευε! Ή πίστις είναι το πάν
παιδί μου, ή πίστις!... "Αντε, νάχεις την
ευχή μου...
Χαμογέλασε παρηγορητικά στο παλληκάρι καί το ευλόγησε από μακριά. Ό Σωτήρης έκανε να τον πλησιάσει μα δεν τον πρόλαβε. Ό Γέροντας είχε φύγει... Τότε έριξε μια ματιά στον ουρανό καί ευχαρίστησε τον Επουράνιο Πατέρα, ενώ άπ' τα χείλη του ξεγλίστρησε μια φράση: ''Σ' ευχαριστώ Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ Άγιε''!
'Από δίπλα του πέταξε ένα σπουργιτάκι καί του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Ναί: «Κύριος ποιμαίνει με καί ουδέν με ύστερήσει». Αυτό του είπε καί πέταξε ψηλά σ' ένα δέντρο, για να άναπαυθή καθώς ή βραδιά το καλούσε στην αγκαλιά της...
πηγή-''Νεανικοί Προβληματισμοί''