Το πρώτο παιχνίδι
Βρέφος στην κούνια μου έπαιζα με τους αγγέλους μήλα μ’ ένα τόπι από φως. Με χάιδευαν με τα φτερά τους. Γαργαλιόμουν και γελούσα. Έπαιζαν μαζί μου κρυφτό κι εγώ τους αποζητούσα κλαίγοντας μέχρι που ξετρύπωναν και πάλι πίσω απ’ τις ντουλάπες και μέσα απ’ τις συρταριέρες. Φτεροκοπούσαν αδιάκοπα πάνω απ’ το κεφάλι μου κι όταν ήταν πια ώρα να κοιμηθώ, ένας ξάπλωνε δίπλα μου, άλλος με σκέπαζε, άλλος με νανούριζε με τα πιο απαλά τραγούδια κι άλλος ψιθύριζε στ’ αφτί μου τα παραμύθια του ουρανού…
Το πρώτο ψέμα
Όταν η μαμά έλειπε απ’ το σπίτι έψαχνα τα συρτάρια της αναζητώντας απαγορευμένους θησαυρούς. Μια μέρα βρήκα ένα λαμπερό μονόπετρο δαχτυλίδι. Είχα ακούσει πως για να βεβαιωθείς πως ένα κόσμημα είναι αληθινό το βάζεις στο στόμα σου και το δαγκώνεις. Αν είναι αληθινό δεν παθαίνει τίποτα, αν όμως είναι ψεύτικο λυγίζει σαν σύρμα. Το δάγκωσα, λοιπόν, και αυτό λύγισε. Φοβήθηκα πως ίσως η θεωρία για τα αληθινά και τα ψεύτικα κοσμήματα δεν ίσχυε. Προσπάθησα να το επαναφέρω όπως ήταν, αλλά στάθηκε αδύνατον. Τότε, για να μη στεναχωρηθεί η μαμά, το πέταξα απ’ το μπαλκόνι…
Λίγες μέρες αργότερα η μαμά το αντιλήφθηκε και μας ρώτησε όλους, πέντε αδέρφια ήμασταν, αν είδαμε κάπου το δαχτυλίδι του γάμου της. Κατάλαβα πως είχα κάνει κάτι φριχτό. Είπα όμως ψέματα πως κι εγώ δεν είχα ιδέα για την τύχη του όπως και τ’ αδέρφια μου. Αλλά δεν μπόρεσα να το κρατήσω για πολύ μέσα μου. Το ψέμα μού κατέτρωγε την ψυχή. Μετά από μια δυο μέρες της εξομολογήθηκα την αλήθεια. Λυπήθηκε πολύ αλλά δε με μάλωσε καθόλου. Κατέβηκε η καημένη να το ψάξει στον δρόμο, αλλά το δαχτυλίδι δε βρέθηκε ποτέ…
Το πρώτο παραμύθι
Το πρώτο παραμύθι που άκουσα ήταν η πρώτη αγρυπνία στην εκκλησία του μπαμπά που ήταν ιερέας. Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα σαν την πιο γλυκιά της ζωής μου. Και ήταν ένα μουσικό παραμύθι, ένα αρωματικό παραμύθι, ένα παραμύθι που άκουγα με τ’ αδέρφια μου ξαπλωμένοι καταγής πάνω σε μια κουβέρτα που είχε φέρει η μαμά για να ξαπλώσουμε και να κοιμηθούμε πάνω στα κρύα μάρμαρα του ναού των Δώδεκα Αποστόλων. Δεν κατάλαβα τίποτα από τις λέξεις των ψαλτάδων και των ιερέων, αλλά ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα το ωραιότερο παραμύθι της ζωής μου…
Η πρώτη μέρα στο σχολείο
Πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο. Είμαι πολύ χαρούμενη που βρίσκομαι εκεί. Η τάξη έχει μια ωραία μυρωδιά καραμέλας και η νηπιαγωγός είναι χαμογελαστή. Μας βάζει να καθίσουμε ανά δύο στα θρανία, τα οποία όμως είναι ενωμένα με τον πάγκο που είχαν για κάθισμα. Θυμάμαι μέχρι σήμερα τη μεγάλη δυσαρέσκεια που μου προκάλεσε το γεγονός ότι δεν χωρούσα να καθίσω. Ήμουν ένα ψηλό παιδί και τα γόνατά μου χτυπούσαν στο κάτω μέρος του θρανίου. Έπρεπε να έχω συνεχώς τεντωμένα τα πόδια μου, πράγμα πολύ άβολο κι είχα να περάσω μια ολόκληρη χρονιά σ’ αυτή τη θέση, πράγμα που ίσως και να στάθηκε η βασική αιτία γέννησης ενός αγωνιώδους αισθήματος που με ακολούθησε για χρόνια… ότι δεν χωράω…
Η πρώτη φωτογραφία
Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μου μέσα σ’ έναν αχνό κύκλο στην πάνω αριστερή γωνία του προσκλητηρίου της βάφτισής μου που απεικονίζει ένα στρουμπουλό προσωπάκι –καθόλου όμορφο! Ευτυχώς η μαμά πολύ νωρίς μου έμαθε μια πολύ παρηγορητική παροιμία που έλεγαν στο χωριό τους: άσχημο στην κούνια, όμορφο στη ρούγα…
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα
Η τεράστια και ασήκωτη εικονογραφημένη Βίβλος για παιδιά από τις εκδόσεις Σιδέρη. Μέχρι σήμερα πιστεύω πως είναι η ωραιότερη Βίβλος! Ήταν το βιβλίο που με ξεκούραζε, με συνάρπαζε και κυρίως με παρηγορούσε πως δεν είμαι μόνη και αβοήθητη στη ζωή, αλλά συγγενεύοντας με τους βιβλικούς προγόνους μου μπορούσα κι εγώ να ξεπερνώ τις δυσκολίες με θάρρος και με τη βοήθεια του Ουράνιου Πατέρα μας.
Η πρώτη τιμωρία
Ήταν από τον δάσκαλο που είχα στην πρώτη δημοτικού, έναν δυστυχισμένο, αγέλαστο και σκληρό άνθρωπο. Καθόμασταν με τη διπλανή μου, ως πιο ψηλές, στο τελευταίο θρανίο και είχαμε και οι δυο τα μαλλιά μας πλεγμένα σε δύο κοτσιδάκια. Εγώ δεν καταλάβαινα καθόλου γιατί δεν πρέπει να μιλάμε μεταξύ μας όταν έκανε μάθημα ο δάσκαλος. Μου φαινόταν πολύ φυσικό να μιλάμε κι εμείς. Κι έτσι επειδή μιλούσαμε, μας σήκωσε και τις δυο στον πίνακα και μας έβαλε να σταθούμε απέναντι στα υπόλοιπα παιδιά. Πήρε τη δική μου αριστερή πλεξούδα και τη δεξιά της φίλης μου και τραβώντας τες χτύπησε δυνατά μερικές φορές τα κεφάλια μας. Ευτυχώς μόλις το είπα στους γονείς μου, με άλλαξαν σχολείο…
Το πρώτο κατοικίδιο
Ζώντας σε διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης και μάλιστα ως πολύτεκνη οικογένεια δεν είχαμε ποτέ κατοικίδιο. Εξάλλου τότε δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο. Κατοικίδια είχαν μόνο στα χωριά και στις αυλές των σπιτιών.
Η πρώτη απογοήτευση
Εκτός από το πρόβλημα με το θρανίο στο νηπιαγωγείο που προανέφερα, ήταν και η μέρα που η κυρία είχε στήσει στην αυλή ένα γαϊτανάκι λέγοντάς μας γεμάτη ενθουσιασμό πως σήμερα έχουμε γιορτή και θα χαρούμε όλοι πολύ. Μας έβγαλε στην αυλή και μας ζήτησε να πιάσουμε όλοι από μία κορδέλα και όταν άρχισε η μουσική αρχίσαμε να χορεύουμε γύρω γύρω. Το γεγονός ότι τα παιδιά δεν μπορούσαν να κρατήσουν τον ρυθμό και άλλα πήγαιναν γρήγορα και άλλα αργά δημιούργησε έναν πανδαιμόνιο όπου το ένα παιδί τσαλαπατούσε το άλλο. Ήμουν το μόνο παιδί που βγήκα πολύ γρήγορα έξω απ’ το χορό και ακόμα κι όταν η νηπιαγωγός μου είπε να ξαναμπώ αρνήθηκα σθεναρά. Δε μου άρεσε καθόλου το τσαλαπάτημα και την ίδια ώρα αναρωτιόμουν γιατί χαίρονται τα άλλα παιδιά δεμένα σε μια κορδέλα και υποχρεωμένα να χοροπηδούν; Τι νόημα είχε; Ήταν η πρώτη μου απογοήτευση για το τι νομίζουν οι μεγάλοι ευχάριστο και διασκεδαστικό για τα παιδιά, αλλά και η πρώτη φορά που διαχώρισα τη θέση μου πως τέτοιου είδους διασκέδαση δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου…
Ο πρώτος έρωτας
Ήταν ένας σχεδόν ακατανόητος έρωτας. Ήμουν στην έκτη δημοτικού και η κολλητή μου φίλη ήταν ερωτευμένη με ένα αγόρι της τάξης μας. Κάποια στιγμή με παρότρυνε να ερωτευτώ τον φίλο του για να είμαστε παρέα οι τέσσερις. Γιατί όχι, της είπα. Κι έτσι ερωτεύτηκα ένα αγόρι που δεν μου άρεσε καθόλου. Δεν ήταν όμορφο, δεν ήταν έξυπνο και το κυριότερο: δε μιλούσε ποτέ. Ίσως να ερωτεύτηκα την απουσία όλων αυτών που δεν υπήρχαν σ’ αυτό το αγόρι και το έκαναν να ξεχωρίζει από άλλα. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβα πως δεν είχα καμιά δουλειά μαζί του. Ήταν σαν ένα εφτασφράγιστο κουτί κι εγώ δεν είχα το κλειδί να το ξεκλειδώσω.
Το πρώτο βιβλίο που έγραψα
Ήταν Το μοναδικό φιλί, που έμελλε να εκδοθεί από τις εκδόσεις Λιβάνη μετά από άλλα μου τρία βιβλία που η συγγραφή τους έπεται. Γράφτηκε τον πρώτο καιρό του μεγάλου έρωτα με τον άντρα μου, λίγο μετά τον γάμο μας, όταν ακόμα δεν είχα ιδέα πως είμαι συγγραφέας. Ερωτευτήκαμε το 1986, παντρευτήκαμε τρία χρόνια αργότερα, άρα κάπου το 2000 γράφτηκε, και ενώ το πρώτο βιβλίο μου εκδίδεται το 2007, Το μοναδικό φιλίεκδίδεται το 2010 και μάλιστα μετά από παρακίνηση φίλων που το είχαν διαβάσει σε χειρόγραφο. Πέρασαν χρόνια για να κατάλαβα πως αυτή η ιστορία ήταν σαν μια προβολή της ζωής μας στο μέλλον, σαν μια ευχή για το πώς θα ήθελα να γεράσουμε μαζί. Σήμερα μοιάζει να μην έπεσα ευτυχώς και πολύ έξω…
Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία
Άρχισα να διαβάζω πολλά παραμύθια από τον καιρό που σπούδαζα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δασκάλων και δε σταμάτησα από τότε. Ποτέ όμως δε σκέφτηκα πως κάτι πρέπει να αλλάξει στην παιδική/εφηβική λογοτεχνία. Αυτό όμως που πολλές φορές μου προκαλούσε μεγάλη δυσαρέσκεια σε πολλά τέτοια βιβλία –ακόμα και πολύ πριν ξεκινήσω να γράφω– ήταν το γεγονός ότι υποτιμούσαν τα παιδιά σαν να απευθύνονταν σε ηλίθιους αναγνώστες και συχνά ήταν προχειρογραμμένα και κακογραμμένα.
Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πως κάτι έχει αλλάξει ήταν όταν διάβασα το παραμύθι του Χρήστου Μπουλώτη Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας. Για μένα αυτό το βιβλίο αποτελεί μια τομή στην ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας. Όταν το 2007 εκδόθηκε το πρώτο μου παραμύθι, το Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται, κάποιοι είπαν πως κι αυτό το βιβλίο συνιστά μια άλλη τομή. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το πω εγώ αυτό. Μα όταν διάβασα Το δέντρο που έδινε του Σελ Σιλβερστάιν, ένιωσα πως η λογοτεχνία παίρνει οριστικά έναν άλλο δρόμο που κι εμένα μου ταίριαζε περισσότερο.
Τις αλλαγές όμως δεν τις αποφασίζει κανείς. Ούτε τις προβλέπει ούτε και μπορεί να τις εκβιάσει. Αρκεί ένα μεγάλο ταλέντο για να αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Ένα ταλέντο που θα αφουγκραστεί την εποχή του, θα μιλήσει στη γλώσσα της, χωρίς όμως και να υποταχθεί μίζερα ή χρησιμοθηρικά στις ανάγκες της. Ο λόγος της τέχνης είναι κάτι πολύ περισσότερο από εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών, αναβίωση ζητημάτων της καθημερινότητας, υποταγή σε μόδες και ιδεολογήματα κάθε εποχής. Αν ο λόγος της τέχνης δεν κυοφορείται από υπαρξιακή και μεταφυσική πνοή που σηκώνει τον αναγνώστη λίγο ψηλότερα, είναι καταδικασμένος στη θνησιμότητα…
https://mag.frear.gr/oi-protes-fores-vasiliki-nevrokopli/