Μέσα στην πολυτάραχη ιστορία του εθνικού μας βίου, πολλές φορές ό εορτασμός της 25ης Μαρτίου, πήρε δραματικό χαρακτήρα διαδήλωσης υπέρ της ελευθερίας.Οί πιο σημαντικές εκδηλώσεις τέτοιας μορφής στα νεώτερα χρόνια, ήταν αναμφισβήτητα, εκείνες του 1942 καί 1943 στην καρδιά της σκλαβωμένης Αθήνας.
Στίς 24 Μαρτίου 1942 το πρωί, μικρές ομάδες φοιτητών μαζεύτηκαν στην πλατεία Εξαρχείων. Ήταν ειδοποιημένοι από την οργάνωση τους, το σπουδαστικό τμήμα του ΕΑΜ Νέων, που κατηύθυνε τον αγώνα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οί περισσότεροι έρχονταν κατευθείαν από το φοιτητικό συσσίτιο, όπου επί ώρες περίμεναν κάθε μέρα με τα κατσαρολάκια τους για να πάρουν μια κουταλιά μπλιγούρι ή νεροζούμι με λιγοστές φακές, για να κρατηθούν στα πόδια τους. Λίγα άτομα ήταν στην πλατεία, όταν ακούστηκαν τα πρώτα χειροκροτήματα. Ήταν κάτι το απροσδόκητο. Κάτω από τη μύτη των Γερμανών καί των Ιταλών, ένας φοιτητής ανέβηκε σε μια καρέκλα, καί με βιαστικά λόγια, μίλησε για τους αγώνες καί τίς θυσίες των προγόνων μας του '21, «πού μας δείχνουν καί σήμερα το δρόμο για να λευτερωθούμε από τους καινούργιους τυράννους...».
Τα βαθουλωμένα από την πείνα μάτια του νέου, πετούσαν φλόγες καθώς υπογράμμισε με έμφαση τίς τελευταίες αυτές φράσεις.
Συγχρόνως εκατοντάδες νεανικές φωνές άρχισαν να τραγουδούν το «Μαύρη είναι ή νύχτα στα βουνά». Τα γύρω παράθυρα άνοιξαν, καί οί σκλάβοι Αθηναίοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Χειροκροτήματα ακούστηκαν από παντού. Κάποιος κρατούσε μπροστά μια ελληνική σημαία, καί ή φάλαγγα των διαδηλωτών, συνεχώς μεγάλωνε. Προχώρησαν όλοι, κι έφτασαν στο Κολωνάκι, στην πλατεία Ξανθού, για να στεφανώσουν το άγαλμα του Φιλικού.
Τα πρώτα σύννεφα φάνηκαν λίγο αργότερα. Στήν οδό Σόλωνος, κοντά στη Νομική Σχολή, δύο ζώνες αστυφυλάκων, προσπαθούσαν να φράξουν το δρόμο. Το κύμα όμως των διαδηλωτών ήταν τόσο ορμητικό, πού έσπασε τον κλοιό. Ένας από τους φοιτητές, πλησίασε τον επικεφαλής αστυνόμο καί του υπενθύμισε ότι κι αυτός ήταν Έλληνας καί δεν θα έπρεπε να εκτελεί τίς εντολές των Ιταλών. Εκεί στο Κολωνάκι, μια φοιτήτρια σκαρφάλωσε καί πέρασε το στεφάνι στην προτομή του Ξανθού. 'Από τίς παρόδους όμως είχαν ήδη κάνει την εμφάνιση τους οί Ιταλοί. Οί καραμπινιέροι όρμησαν στο πλήθος καί χτυπούσαν με τα κοντάκια των όπλων τους, με σπαθιά, κι άρχισε αληθινή μάχη, ενώ ό σημαιοφόρος, ένα παιδί από τα Δωδεκάνησα αμυνόταν ηρωικά για να μην του πάρουν τη σημαία. Οί φοιτητές ξανασυγκεντρώθηκαν στη Δεξαμενή, όπου έγινε νέα εκδήλωση με καινούργιο ομιλητή, μέσα σε πέλαγος πατριωτικού ενθουσιασμού. Ξαφνικά, ακούστηκαν πυροβολισμοί καί όμοβροντίες. Οί φοιτητές σκόρπισαν χωρίς να καταλάβουν από πού τους χτυπούσαν, θα το συνειδητοποιούσαν λίγο αργότερα. Οί Ιταλοί από τον Λυκαβηττό έριχναν επιθετικές χειροβομβίδες καί πυροβολισμούς.
Οί κατακτητές καί ή προσκυνηματική ψευδοκυβέρνηση, είχαν απαγορεύσει αυτές τίς εκδηλώσεις κι ετοιμάζονταν να... «τιμήσουν» οί ίδιοι την επέτειο, με τελετή στη Μητρόπολη καί στον "Αγνωστο στρατιώτη!.
Οί αρχές Κατοχής ένιωθαν την οργή του λαού, καί προσπαθούσαν να τον κατευνάσουν ύποκρινόμενοι ότι σέβονται τίς εθνικές παραδόσεις. Νωρίς λοιπόν, στον Μητροπολιτικό Ναό, εμφανίσθηκε ο «πρωθυπουργός» Τσολάκογλου, με στολή στρατηγού καί εκπρόσωποι των γερμανικών καί ιταλικών άρχων, οπού παρακολούθησαν τη Λειτουργία. Αμέσως κατόπιν, ό Τσολάκογλου κατευθύνθηκε στο Μνημείο του Άγνωστου, κατέθεσε οτεφάνι καί ...γονάτισε! Για να συμπληρωθεί ή... «παράσταση», την ίδια ώρα πού ό Τσολάκογλου στεφάνωσε τον "Αγνωστο, ό «αντιπρόεδρος» της «κυβερνήσεως» ό Κ. Λογοθετόπουλος, πήγε στο μνημείο των Γερμανών στρατιωτών καί κατέθεσε δάφνινο στεφάνι πού έφερε ταινίες με τα... ελληνικά χρώματα! Παράλληλα, ό «υπουργός Οικονομικών», ό Γκοτζα-μάνης μετέβη στο μνημείο των Ιταλών στρατιωτών για τον ίδιο σκοπό... Ό «Κουίσλιγκ», ό θλιβερός εκείνος «πρωθυπουργός» Τσολάκογλου, συνεπής προς την παράδοση πού εγκαινίασε έναν χρόνο νωρίτερα στη Μακεδονία, δεν δίστασε να απευθύνει «διάγγελμα» στο λαό καί να εκφωνήσει λόγο από ραδιοφώνου απευθυνόμενος προς την νεολαία, την οποία είχε το θράσος να καλέσει να σταθεί στο πλευρό των... «επαναστάσεων» του φασισμού καί του Έθνικοσοσιαλιομού, διότι «μόνον με τάς νέας ιδέας το έθνος μας δύναται να ευτυχήσει εντός της νέας ευρωπαϊκής καί μεσογειακής τάξεως»!
Καί κατέληξε με την υπόσχεση, δτι «συντόμως θα είμαι είς θέσιν να αναγγείλω την άνάπλασιν των θεσμών μας καί την προσαρμογή των είς το νέον πνεύμα, το όποιον ενσαρκώνει ή Γερμανία του Χίτλερ καί ή Ιταλία του Μουσολίνι. Καί τότε θα καλέσω τους νέους να αναλάβουν είς χείρας των την διεύθυνσιν της Ελλάδος είς όλους τους τομείς...».Σ' αυτήν την προκλητική ομιλία, ή νεολαία απάντησε στον Τσολάκογλου με τον εορτασμό στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ό καθηγητής Δημ. Ζακυνθινός εκφώνησε έναν ενθουσιώδη πατριωτικό λόγο, πού τέλειωνε με τα λόγια του Ρήγα:
«Ακόμα ταύτη την άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες...». Το τι έγινε, είναι δύσκολο να περιγραφεί με τη θύελλα των χειροκροτημάτων και' των ζητοκραυγών, ενώ ό χώρος είχε περικυκλωθεί από τους καραμπινιέρους καί τα ελληνόφωνα όργανα τους.
Οι νέοι ξεχύθηκαν στους δρόμους της αδούλωτης Αθήνας, με πρώτους τους ηρωικούς ανάπηρους του πολέμου στην Αλβανία. Λευκοντυμένες νοσοκόμες κυλούσαν τα καροτσάκια τους, ενώ ό κόσμος τους χειροκροτούσε. Φοιτητές, εργάτες, υπάλληλοι καί χιλιάδες λαού ακολούθησαν εκείνη τη μαχητική διαδήλωση.
Οι Ιταλοί πάνω στ' άλογα με γυμνά τα ξίφη, πέσανε πάνω στο πλήθος καί τραυμάτισαν πολλούς, αλλά η διαδήλωση δεν διαλύθηκε. Οί νέοι μας κατέθεσαν στεφάνι στον Αγνωστο, καί μετά στεφάνωσαν τίς προτομές των ηρώων στο Πεδίο του ΄Αρεως, ενώ μια ατέλειωτη ουρά από μαυροντυμένες γυναίκες πού είχαν χάσει τους δικούς τους στο Μέτωπο, κατευθύνθηκαν με λουλούδια στον "Αγνωστο Στρατιώτη
Ή επιστράτευση
Μεγαλειώδης ήταν καί ό εθνικός εορτασμός την επόμενη χρονιά. Από τον Ιανουάριο του 1943, είχε δημοσιευτεί ή διαταγή της αναγκαστικής επιστράτευσης: «Έκαστος κάτοικος της Ελλάδος ηλικίας από 16 έως 45 ετών, είναι υποχρεωμένος εάν το απαιτήσουν αί περιστάσεις, να αναλάβει υποδείκνυό μένην εις αυτόν έργασίαν δια γερμανικός ή ιταλικάς υπηρεσίας...».
Ό προδότης Λογοθετόπούλος προσπαθούσε να παραπλανήσει τίς λαϊκές μάζες: «Ως υπεύθυνος κυβερνήτης παρέχω σήμερον προς τον έλληνικόν λαόν την διαβεβαίωσιν ότι ή ελληνική πατρίς θα παραμείνει μετά τον πόλεμον ανεξάρτητος καί ελευθέρα»... Άλλα ό Χίτλερ δεν είχε πια καιρό για υποσχέσεις. Σέ προκήρυξη του πού διαβάστηκε στο Μόναχο στίς 24 Φεβρουαρίου, έγραφε: «Θα θεωρήσουμεν ως εντελώς φυσικόν να μη φεισθώμεν ξένης ζωής εϊς μίαν γραμμήν καθ' ην ζητούνται διό την ιδίαν ημών ύπόστασιν τόσο σκληραί θυσίαι. Θα πραγματοποιήσω μεν την κινητοποίησιν των πνευματικών καί υλικών αξιών της Ευρώπης εις αναλογίας τάς οποίας ή ήπειρος δεν είδε ποτέ...».
Ύστερα από λίγες μέρες, ό λαός της Αθήνας έδινε την απάντηση. Κάτω από την καθοδήγηση του ΕΑΜ καί της ΕΠΟΝ έδινε καί κέρδιζε την μεγάλη μάχη της 5ης Μαρτίου κατά της έπιστρατεύοεως.
Ό Λογοθετόπουλος αναγκάσθηκε να πεί την επομένη: «Έδήλωσα ήδη επισήμως προς τον ελληνικό λαό, δτι ή έπιστράτευσις αυτή, δεν πρόκειται να γίνει...».
Καταπτοημένοι οί Γερμανόδουλοι κυβερνώντες δεν μπόρεσαν ούτε τον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου να οργανώσουν, όπως άλλες φορές. Ό λαός όμως πού τον θέρμανε ή παράδοση του '21 καί τον χαλύβδωναν οί πρόσφατοι αγώνες, ετοιμάσθηκε να γιορτάσει με τον δικό του τρόπο. Την παραμονή το μεσημέρι 4.000 Έπονίτες στεφάνωσαν με δάφνες τους ήρωες του '21 στο Πεδίο του Άρεως, ενώ συνθήματα είχαν καλύψει τους τοίχους της πρωτεύουσας.
Ή Αθήνα έπλεε στίς κυανόλευκες σημαίες. Προσυγκεντρώσεις έγιναν στη Δεξαμενή, στο Πανεπιστήμιο, στο Πεδίο του Άρεως, στο Ζάππειο κι αλλού. Ή ανθρωποθάλασσα γονάτισε ατό Πεδίο του Άρεως καθώς στεφάνωναν τίς προτομές καί όλοι έψαλλαν τον εθνικό ύμνο. Γερμανοί καί Ιταλοί περικύκλωσαν την περιοχή καί όρμησαν χτυπώντας τη μάζα, ενώ κραυγές ακούγονταν από παντού:
Κατάρα στους Ούννους...
Οί περαστικοί μάζεψαν βιαστικά τους τραυματίες καί τους μετέφεραν στο γαλλικό νοσοκομείο. Οί Ιταλοί όμως έφθασαν κι εκεί, χτύπησαν τραυματίες καί νοσοκόμες έσχισαν τίς σημαίες καί κακοποίησαν όσους βρήκαν στο χώρο... Ποτάμια όμως είχαν ξεχυθεί από τίς γειτονιές της Αθήνας, προχωρούσαν προς το κέντρο καί ή λέξη «λευτεριά» αντηχούσε σαν βροντή.
Στίς 25 Μαρτίου 1944 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τώρα πλάι στην ψυχή έστεκε καί το τουφέκι. Κάθε σπίτι της Αθήνας ήταν καί κάστρο. Κάθε γειτονιά μετερίζι. Καί ή μεγάλη είδηση σκόρπισε ρίγη ενθουσιασμού. Έγινε ή ΠΕΕΑ. Πανεθνικός συναγερμός... Ή 25η Μαρτίου γιορτάστηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, στο βουνό, με τρόπο συγκινητικό, μέσα σε πατριωτική έξαρση. Τώρα υπήρχε ή πραγματική κυβέρνηση του λαού πού κατηύθυνε τον αγώνα, οί «αετοί των βουνών». Σβώλος, Μπακιρτζής, Σιάντος, Τσιριμώκος, Μάντακας, Γαβριηλίδης, Γρηγοριάδης, Χατζήμπεης, Κόκκαλης κι όλα τα στελέχη, οί έθνοσύμβουλοι, όλος ό λαϊκός στρατός στο άκουσμα του οποίου έτρεμαν κατακτητές καί δοσίλογοι... Όλοι οι λαϊκοί αγωνιστές πού ανταποκρίθηκαν στο μεγαλόπρεπο ποιητικό σύνθημα του "Αγγέλου Σικελιανοΰ: «Όμπρός να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω άπ' την Ελλάδα...».ΠΗΓΗ
Στίς 24 Μαρτίου 1942 το πρωί, μικρές ομάδες φοιτητών μαζεύτηκαν στην πλατεία Εξαρχείων. Ήταν ειδοποιημένοι από την οργάνωση τους, το σπουδαστικό τμήμα του ΕΑΜ Νέων, που κατηύθυνε τον αγώνα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οί περισσότεροι έρχονταν κατευθείαν από το φοιτητικό συσσίτιο, όπου επί ώρες περίμεναν κάθε μέρα με τα κατσαρολάκια τους για να πάρουν μια κουταλιά μπλιγούρι ή νεροζούμι με λιγοστές φακές, για να κρατηθούν στα πόδια τους. Λίγα άτομα ήταν στην πλατεία, όταν ακούστηκαν τα πρώτα χειροκροτήματα. Ήταν κάτι το απροσδόκητο. Κάτω από τη μύτη των Γερμανών καί των Ιταλών, ένας φοιτητής ανέβηκε σε μια καρέκλα, καί με βιαστικά λόγια, μίλησε για τους αγώνες καί τίς θυσίες των προγόνων μας του '21, «πού μας δείχνουν καί σήμερα το δρόμο για να λευτερωθούμε από τους καινούργιους τυράννους...».
Τα βαθουλωμένα από την πείνα μάτια του νέου, πετούσαν φλόγες καθώς υπογράμμισε με έμφαση τίς τελευταίες αυτές φράσεις.
Συγχρόνως εκατοντάδες νεανικές φωνές άρχισαν να τραγουδούν το «Μαύρη είναι ή νύχτα στα βουνά». Τα γύρω παράθυρα άνοιξαν, καί οί σκλάβοι Αθηναίοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Χειροκροτήματα ακούστηκαν από παντού. Κάποιος κρατούσε μπροστά μια ελληνική σημαία, καί ή φάλαγγα των διαδηλωτών, συνεχώς μεγάλωνε. Προχώρησαν όλοι, κι έφτασαν στο Κολωνάκι, στην πλατεία Ξανθού, για να στεφανώσουν το άγαλμα του Φιλικού.
Τα πρώτα σύννεφα φάνηκαν λίγο αργότερα. Στήν οδό Σόλωνος, κοντά στη Νομική Σχολή, δύο ζώνες αστυφυλάκων, προσπαθούσαν να φράξουν το δρόμο. Το κύμα όμως των διαδηλωτών ήταν τόσο ορμητικό, πού έσπασε τον κλοιό. Ένας από τους φοιτητές, πλησίασε τον επικεφαλής αστυνόμο καί του υπενθύμισε ότι κι αυτός ήταν Έλληνας καί δεν θα έπρεπε να εκτελεί τίς εντολές των Ιταλών. Εκεί στο Κολωνάκι, μια φοιτήτρια σκαρφάλωσε καί πέρασε το στεφάνι στην προτομή του Ξανθού. 'Από τίς παρόδους όμως είχαν ήδη κάνει την εμφάνιση τους οί Ιταλοί. Οί καραμπινιέροι όρμησαν στο πλήθος καί χτυπούσαν με τα κοντάκια των όπλων τους, με σπαθιά, κι άρχισε αληθινή μάχη, ενώ ό σημαιοφόρος, ένα παιδί από τα Δωδεκάνησα αμυνόταν ηρωικά για να μην του πάρουν τη σημαία. Οί φοιτητές ξανασυγκεντρώθηκαν στη Δεξαμενή, όπου έγινε νέα εκδήλωση με καινούργιο ομιλητή, μέσα σε πέλαγος πατριωτικού ενθουσιασμού. Ξαφνικά, ακούστηκαν πυροβολισμοί καί όμοβροντίες. Οί φοιτητές σκόρπισαν χωρίς να καταλάβουν από πού τους χτυπούσαν, θα το συνειδητοποιούσαν λίγο αργότερα. Οί Ιταλοί από τον Λυκαβηττό έριχναν επιθετικές χειροβομβίδες καί πυροβολισμούς.
Οί κατακτητές καί ή προσκυνηματική ψευδοκυβέρνηση, είχαν απαγορεύσει αυτές τίς εκδηλώσεις κι ετοιμάζονταν να... «τιμήσουν» οί ίδιοι την επέτειο, με τελετή στη Μητρόπολη καί στον "Αγνωστο στρατιώτη!.
Οί αρχές Κατοχής ένιωθαν την οργή του λαού, καί προσπαθούσαν να τον κατευνάσουν ύποκρινόμενοι ότι σέβονται τίς εθνικές παραδόσεις. Νωρίς λοιπόν, στον Μητροπολιτικό Ναό, εμφανίσθηκε ο «πρωθυπουργός» Τσολάκογλου, με στολή στρατηγού καί εκπρόσωποι των γερμανικών καί ιταλικών άρχων, οπού παρακολούθησαν τη Λειτουργία. Αμέσως κατόπιν, ό Τσολάκογλου κατευθύνθηκε στο Μνημείο του Άγνωστου, κατέθεσε οτεφάνι καί ...γονάτισε! Για να συμπληρωθεί ή... «παράσταση», την ίδια ώρα πού ό Τσολάκογλου στεφάνωσε τον "Αγνωστο, ό «αντιπρόεδρος» της «κυβερνήσεως» ό Κ. Λογοθετόπουλος, πήγε στο μνημείο των Γερμανών στρατιωτών καί κατέθεσε δάφνινο στεφάνι πού έφερε ταινίες με τα... ελληνικά χρώματα! Παράλληλα, ό «υπουργός Οικονομικών», ό Γκοτζα-μάνης μετέβη στο μνημείο των Ιταλών στρατιωτών για τον ίδιο σκοπό... Ό «Κουίσλιγκ», ό θλιβερός εκείνος «πρωθυπουργός» Τσολάκογλου, συνεπής προς την παράδοση πού εγκαινίασε έναν χρόνο νωρίτερα στη Μακεδονία, δεν δίστασε να απευθύνει «διάγγελμα» στο λαό καί να εκφωνήσει λόγο από ραδιοφώνου απευθυνόμενος προς την νεολαία, την οποία είχε το θράσος να καλέσει να σταθεί στο πλευρό των... «επαναστάσεων» του φασισμού καί του Έθνικοσοσιαλιομού, διότι «μόνον με τάς νέας ιδέας το έθνος μας δύναται να ευτυχήσει εντός της νέας ευρωπαϊκής καί μεσογειακής τάξεως»!
Καί κατέληξε με την υπόσχεση, δτι «συντόμως θα είμαι είς θέσιν να αναγγείλω την άνάπλασιν των θεσμών μας καί την προσαρμογή των είς το νέον πνεύμα, το όποιον ενσαρκώνει ή Γερμανία του Χίτλερ καί ή Ιταλία του Μουσολίνι. Καί τότε θα καλέσω τους νέους να αναλάβουν είς χείρας των την διεύθυνσιν της Ελλάδος είς όλους τους τομείς...».Σ' αυτήν την προκλητική ομιλία, ή νεολαία απάντησε στον Τσολάκογλου με τον εορτασμό στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ό καθηγητής Δημ. Ζακυνθινός εκφώνησε έναν ενθουσιώδη πατριωτικό λόγο, πού τέλειωνε με τα λόγια του Ρήγα:
«Ακόμα ταύτη την άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες...». Το τι έγινε, είναι δύσκολο να περιγραφεί με τη θύελλα των χειροκροτημάτων και' των ζητοκραυγών, ενώ ό χώρος είχε περικυκλωθεί από τους καραμπινιέρους καί τα ελληνόφωνα όργανα τους.
Οι νέοι ξεχύθηκαν στους δρόμους της αδούλωτης Αθήνας, με πρώτους τους ηρωικούς ανάπηρους του πολέμου στην Αλβανία. Λευκοντυμένες νοσοκόμες κυλούσαν τα καροτσάκια τους, ενώ ό κόσμος τους χειροκροτούσε. Φοιτητές, εργάτες, υπάλληλοι καί χιλιάδες λαού ακολούθησαν εκείνη τη μαχητική διαδήλωση.
Οι Ιταλοί πάνω στ' άλογα με γυμνά τα ξίφη, πέσανε πάνω στο πλήθος καί τραυμάτισαν πολλούς, αλλά η διαδήλωση δεν διαλύθηκε. Οί νέοι μας κατέθεσαν στεφάνι στον Αγνωστο, καί μετά στεφάνωσαν τίς προτομές των ηρώων στο Πεδίο του ΄Αρεως, ενώ μια ατέλειωτη ουρά από μαυροντυμένες γυναίκες πού είχαν χάσει τους δικούς τους στο Μέτωπο, κατευθύνθηκαν με λουλούδια στον "Αγνωστο Στρατιώτη
Ή επιστράτευση
Μεγαλειώδης ήταν καί ό εθνικός εορτασμός την επόμενη χρονιά. Από τον Ιανουάριο του 1943, είχε δημοσιευτεί ή διαταγή της αναγκαστικής επιστράτευσης: «Έκαστος κάτοικος της Ελλάδος ηλικίας από 16 έως 45 ετών, είναι υποχρεωμένος εάν το απαιτήσουν αί περιστάσεις, να αναλάβει υποδείκνυό μένην εις αυτόν έργασίαν δια γερμανικός ή ιταλικάς υπηρεσίας...».
Ό προδότης Λογοθετόπούλος προσπαθούσε να παραπλανήσει τίς λαϊκές μάζες: «Ως υπεύθυνος κυβερνήτης παρέχω σήμερον προς τον έλληνικόν λαόν την διαβεβαίωσιν ότι ή ελληνική πατρίς θα παραμείνει μετά τον πόλεμον ανεξάρτητος καί ελευθέρα»... Άλλα ό Χίτλερ δεν είχε πια καιρό για υποσχέσεις. Σέ προκήρυξη του πού διαβάστηκε στο Μόναχο στίς 24 Φεβρουαρίου, έγραφε: «Θα θεωρήσουμεν ως εντελώς φυσικόν να μη φεισθώμεν ξένης ζωής εϊς μίαν γραμμήν καθ' ην ζητούνται διό την ιδίαν ημών ύπόστασιν τόσο σκληραί θυσίαι. Θα πραγματοποιήσω μεν την κινητοποίησιν των πνευματικών καί υλικών αξιών της Ευρώπης εις αναλογίας τάς οποίας ή ήπειρος δεν είδε ποτέ...».
Ύστερα από λίγες μέρες, ό λαός της Αθήνας έδινε την απάντηση. Κάτω από την καθοδήγηση του ΕΑΜ καί της ΕΠΟΝ έδινε καί κέρδιζε την μεγάλη μάχη της 5ης Μαρτίου κατά της έπιστρατεύοεως.
Ό Λογοθετόπουλος αναγκάσθηκε να πεί την επομένη: «Έδήλωσα ήδη επισήμως προς τον ελληνικό λαό, δτι ή έπιστράτευσις αυτή, δεν πρόκειται να γίνει...».
Καταπτοημένοι οί Γερμανόδουλοι κυβερνώντες δεν μπόρεσαν ούτε τον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου να οργανώσουν, όπως άλλες φορές. Ό λαός όμως πού τον θέρμανε ή παράδοση του '21 καί τον χαλύβδωναν οί πρόσφατοι αγώνες, ετοιμάσθηκε να γιορτάσει με τον δικό του τρόπο. Την παραμονή το μεσημέρι 4.000 Έπονίτες στεφάνωσαν με δάφνες τους ήρωες του '21 στο Πεδίο του Άρεως, ενώ συνθήματα είχαν καλύψει τους τοίχους της πρωτεύουσας.
Ή Αθήνα έπλεε στίς κυανόλευκες σημαίες. Προσυγκεντρώσεις έγιναν στη Δεξαμενή, στο Πανεπιστήμιο, στο Πεδίο του Άρεως, στο Ζάππειο κι αλλού. Ή ανθρωποθάλασσα γονάτισε ατό Πεδίο του Άρεως καθώς στεφάνωναν τίς προτομές καί όλοι έψαλλαν τον εθνικό ύμνο. Γερμανοί καί Ιταλοί περικύκλωσαν την περιοχή καί όρμησαν χτυπώντας τη μάζα, ενώ κραυγές ακούγονταν από παντού:
Κατάρα στους Ούννους...
Οί περαστικοί μάζεψαν βιαστικά τους τραυματίες καί τους μετέφεραν στο γαλλικό νοσοκομείο. Οί Ιταλοί όμως έφθασαν κι εκεί, χτύπησαν τραυματίες καί νοσοκόμες έσχισαν τίς σημαίες καί κακοποίησαν όσους βρήκαν στο χώρο... Ποτάμια όμως είχαν ξεχυθεί από τίς γειτονιές της Αθήνας, προχωρούσαν προς το κέντρο καί ή λέξη «λευτεριά» αντηχούσε σαν βροντή.
Οί σταυραετοί των βουνών
Στίς 25 Μαρτίου 1944 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τώρα πλάι στην ψυχή έστεκε καί το τουφέκι. Κάθε σπίτι της Αθήνας ήταν καί κάστρο. Κάθε γειτονιά μετερίζι. Καί ή μεγάλη είδηση σκόρπισε ρίγη ενθουσιασμού. Έγινε ή ΠΕΕΑ. Πανεθνικός συναγερμός... Ή 25η Μαρτίου γιορτάστηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, στο βουνό, με τρόπο συγκινητικό, μέσα σε πατριωτική έξαρση. Τώρα υπήρχε ή πραγματική κυβέρνηση του λαού πού κατηύθυνε τον αγώνα, οί «αετοί των βουνών». Σβώλος, Μπακιρτζής, Σιάντος, Τσιριμώκος, Μάντακας, Γαβριηλίδης, Γρηγοριάδης, Χατζήμπεης, Κόκκαλης κι όλα τα στελέχη, οί έθνοσύμβουλοι, όλος ό λαϊκός στρατός στο άκουσμα του οποίου έτρεμαν κατακτητές καί δοσίλογοι... Όλοι οι λαϊκοί αγωνιστές πού ανταποκρίθηκαν στο μεγαλόπρεπο ποιητικό σύνθημα του "Αγγέλου Σικελιανοΰ: «Όμπρός να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω άπ' την Ελλάδα...».ΠΗΓΗ
Α.Γ.Λεονταρίτη
περιοδικό-''Νεανικοί Προβληματισμοί''324/1998
Άκρως Ενδιαφέρον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέλειο.
ΑπάντησηΔιαγραφή