ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Αφού συγχαρώ εν πρώτοις την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου δια την απόφασίν της περί συγκλήσεως του Διορθοδόξου αυτού Συνεδρίου, το οποίον εξετάζει το σπουδαιότατον ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών, αφού εκφράσω δεύτερον τας ευχαριστίας μου δια την τινήν, η οποία μου έγινε, με το να προσκληθώ ως εις των εισηγητών, και αφού τρίτον εκφράσω την χαράν εμού και της ωσαύτως θεολόγου συζύγου μου δια την πνευματικήν επικοινωνίαν μας με τόσους εκλεκτούς, σεβαστούς και αγαπητούς αδελφούς και αδελφάς εν Χριστώ, οι οποίοι φιλοξενούμεθα εις το λαμπρόν αυτό ξενοδοχείον του εκλεκτού και διακεκριμένου οφφικιάλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου κ. Β. Καμπουράκη, εισέρχομαι εις την ανάπτυξιν του θέματός μου, τα όρια του οποίου προσδιωρίσθησαν ακριβώς υπό των σεβαστών οργανωτών του Συνεδρίου δια του υπ’ αυτών διατυπωθέντος τίτλου: «Ο θεσμός των διακονισσών εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και η δυνατότης αναβιώσεως αυτού». Ειδικώτερον, εντός των χρονικών ορίων τα οποία επιβάλλονται υπό της κλεψύδρας, αφ’ ενός θα σκιαγραφήσωμεν την ιστορίαν του θεσμού των διακονισσών· αφ’ ετέρου θα υπομνήσωμεν τας προϋποθέσεις και την λειτουργικήν «τάξιν» της χειροτονίας αυτών· τρίτον – υπό την οπτικήν γωνίαν του απασχολούντος την Χριστιανικήν Οικουμένην ζητήματος της χειροτονίας των γυναικών και της εισόδου αυτών εις τα τάξεις των κληρικών – θα αναφερθώμεν εις τον κανονικόν χαρακτήρα και τας καθ’ όλου κανονικάς συνεπείας της χειροτονίας των διακονισσών και ιδίως εις την ακριβή θέσιν αυτών εντός της ολότητος του ιερού κλήρου και εις τας προς αυτόν διασυνδέσεις και συναρτήσεις των· τέταρτον, θα υπομνήσωμεν τους εν τη ιστορία τομείς της εργασίας των διακονισσών· πέμπτον, μετά των συμπερασμάτων θα παρουσιάσωμεν γενικάς δεοντολογικάς σκέψεις, αναφερομένας εις το ζήτημα της αναζωπυρήσεως και ανανεώσεως του θεσμού των διακονισσών και τέλος εν Επιλόγω θα θίξωμεν τον προβληματισμόν δια το όλον ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών. Είναι περιττόν να είπωμεν, ότι η παρούσα εισήγησις, κατά το μέγιστον μέρος αυτής στηρίζεται επί του περιεχομένου της ανατυπωθείσης εκ του περιοδικού «Θεολογία» (έτος 1954) διδακτορικής μας διατριβής και πολλών άλλων μελετών μας, αι οποίαι από του 1954 μέχρι σήμερον εδημοσιεύθησαν είτε εις την ελληνικών γλώσσαν, είτε εις γαλλικήν ή αγγλικήν ή γερμανικήν ή ιταλικήν ή σουηδικήν μετάφρασιν. Αι μελέται αύται μνημονεύονται εν των Παραρτήματι.
1. Η ιστορία του θεσμού των διακονισσών.
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνας υφίστατο «πλουραλισμός» εις την κατά περιοχάς και χρονικάς περιόδους απόδοσιν πρωτείου εις μίαν εκ των εις την Εκκλησίαν αφιερωμένων γυναικείων τάξεων (διακονισσών, χηρών, παρθένων)[1]. Παρά ταύτα, ευθύς εξ αρχής και ήδη εκ των αποστολικών χρόνων φαίνεται ότι το πρωτείον αποδίδεται εις την τάξιν των «διακόνων γυναικών»[2]. Αυτό εν συνεχεία γίνεται ολονέν και περισσότερον αισθητόν.
Ως πρώτη μαρτυρία περί της τάξεως των «διακόνων γυναικών» θεωρείται το χωρίον Ρωμ. 16, 1-2, εν τω οποίω μνημονεύεται η Φοίβη, ήτις εορτάζεται υπό της Εκκλησίας την 3ην Σεπτεμβρίου και αναφέρεται υπό των ορθοδόξων λειτουργικών κειμένων ως πρότυπον διακονίσσης. Γράφει δι’ αυτήν
ο Απ. Παύλος: «Συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν ημών, ούσαν διάκονον της εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς, ίνα αυτήν προσδέξησθε εν Κυρίω αξίως των αγίων… και γαρ προστάτις πολλών εγενήθη και εμού αυτού».
ο Απ. Παύλος: «Συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν ημών, ούσαν διάκονον της εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς, ίνα αυτήν προσδέξησθε εν Κυρίω αξίως των αγίων… και γαρ προστάτις πολλών εγενήθη και εμού αυτού».
Και το χωρίον Α’ Τιμ. 3, 11 («γυναίκας ωσαύτως σεμνάς, μη διαβόλους, νηφαλίας, πιστάς εν πάσι») πιθανώς αναφέρεται εις γυναίκας διακόνους, ως αποδεικνύεται εκ της φιλολογικής συναφείας και των λογικών συναρτήσεων και πλαισίων του χωρίου». Ως ετόνιζεν ήδη ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «τινές απλώς περί γυναικών ειρήσθαι τούτό φασιν, ουκ έστι δε· τι γαρ εβούλετο μεταξύ των ειρημένων παρεμβαλείν τι περί γυναικών; Αλλά περί των το αξίωμα της διακονίας εχουσών λέγει»[3].
Εκ των αρχών του β’ αιώνος χαρακτηριστική είναι εξωχριστιανική τις μαρτυρία. Τω 111 ή 112 μ.Χ. Πλίνιος ο νεώτερος, γράφων προς τον Τραϊνόν, αναφέρει την εν Βιθυνία ύπαρξιν διακονιστών. Ομιλεί δι’ «ancillas, quaeministrae dicebantur»[4]. Κλήμης ο Αλεξανδρεύς († προ του 215) τονίζει, ότι η γυναικεία διακονία ήτο αναγκαία και υπήρχε κατ’ αυτούς ήδη τους αποστολικούς χρόνους, καθ’ ους οι απόστολοι, «ως αδελφάς περιήγον τας γυναίκας συνδιακόνους εσομένας προς τας οικουρούς γυναίκας, δι’ ων και εις την γυναικωνίτιν αδιαβλήτως παρεισεδύετο η του Κυρίου διδασκαλία»[5]. Εν συνεχεία προσθέτει: «Ίσμεν γαρ και όσα περίδιακόνων γυναικών εν τη ετέρα προς Τιμόθεον επιστολή ο γενναίος διατάσσεται Παύλος»[6]. ΟΩριγένης ερμηνεύων το χωρίον Ρωμ. 16, 1-2, εν περικοπή ήτις διεσώθη λατινιστί, τονίζει ότι «apostolicaauctoritate» υπήρχον «feminae ministrae» «in ministerio ecclesiae»[7]. Τον γ’ αιώνα η «Διδασκαλία (των Αποστόλων)», εν τη οποία δια πρώτην φοράν χρησιμοποιείται και το χαρακτηριστικόν όνομα «διακόνισσα» αντί του «η διάκονος», παρουσιάζει τας διακονίσσας ως συγκεκροτημένην εν τη Εκκλησία τάξιν, μνημονευομένην μετά των τάξεων των επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων[8]. Κατά την «Διδασκαλίαν» η γυναικεία διακονία ήτο αναγκαία in multis rebus[9] τοσούτω μάλλον, όσω και αυτός ο Κύριος διεκονήθη υπό γυναικών. Οι διάκονοι και αι διακόνισσαι έχουν εν και το αυτό λειτούργημα, το λειτούργημα της διακονίας (τοministerium diaconiae) και είναι ως μία ψυχή εν δυσί σώμασι (duo corpora in una anima)[10].
Εις μερικάς περιοχάς κατά τους τρεις πρώτους αιώνας μετά των τριών βαθμών της ιερωσύνης συναριθμείται και η τάξις των χηρών, η οποία ήδη μνημονεύεται εν Α’ Τιμ. 5, 9-10. Εις τας εκ του γ’ αιώνος προερχομένας «Ψευδοκλημεντείους Ομιλίας» μνημονεύεται ο Πέτρος ως δρων εν Τριπόλει της Φοινίκης «επίσκοπον καταστήσας και πρεσβυτέρους δώδεκα ορίσας και χηρικά συστησάμενος»[11]. Το αντίστοιχο χωρίον των ωσαύτως εκ του γ’ αιώνος προερχομένων ψευδοκλημεντείων Αναγνωρίσεων αναφέρει επίσης, ότι ούτος «constituit eis episcopum et duodecim cum eo presbyteros, simulque diaconos ordinat. Instituit etiamordinem viduarum atque omnia ecclesiae ministeria disponit»[12]. Είναι προφανές, ότι και εν τω χωρίω τούτω η τάξις των χηρών συναριθμείται μετά των τάξεων του κλήρου και των εκκλησιαστικών λειτουργών, θεωρουμένη ως εν ministerium. Ο όρος «χήρα» εις μερικάς περιοχάς ήτο terminus technicus, δια του οποίου εδηλούτο τάξις των γυναικών, της οποίας μετείχον και παρθένοι. Ήδη ο Ιγνάτιος, γράφων προς τους Σμυρναίους (ΧΙΙΙ, 1), λέγει: «Ασπάζομαι... τας παρθένους, τας λεγομένας χήρας»[13].
Από των αρχών του δ’ αιώνος και εξής υπάρχουν αναρίθμητοι μαρτυρίαι περί της τάξεως των διακονισσών, απαντώμεναι εις τους κανόνας οικουμενικών και τοπικών συνόδων και εις διάφορα φιλολογικά, ιστορικά και αρχαιολογικά μνημεία, λ.χ. εις λειτουργικο-κανονικά συγγράμματα («Αποστολικαί Διαταγαί» και «Διαθήκη του Κ. Η Ι.Χ.», εις έργα μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και άλλων εκκλ. Συγγραφέων της Ανατολής και της Δύσεως, εις ιστορικούς και χρονογράφους, εις αγιολογικά κείμενα, εις ευχολόγια και άλλα
λειτουργικά βιβλία, εις την νομοθεσίαν των βυζαντινών αυτοκρατόρων, εις επιτυμβίους επιγραφάς.
λειτουργικά βιβλία, εις την νομοθεσίαν των βυζαντινών αυτοκρατόρων, εις επιτυμβίους επιγραφάς.
Εκ των μαρτυριών των πηγών τούτων πιστοποιείται ότι ο θεσμός των διακονισσών, ανθήσας επί της εποχής των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, διετηρήθη – έστω ολίγον κατ’ ολίγον υποβαθμιζόμενος – μέχρι του τέλους των βυζαντινών χρόνων. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος τον ι’ αιώνα μαρτυρεί, ότι υφίσταντο εισέτι επί των χρόνων αυτού «αι της Μεγάλης Εκκλησίας (= Αγίας Σοφίας) διακόνισσαι»[14]. Η Άννα Κομνηνή τον ιβ’ αιώνα εξυμνεί την υπέρ των διακονισσών φροντίδα του πατρός αυτής Αλεξίου του Α’ (1081-1118)[15], ο οποίος προσφάτως εξυμνήθη δια την προ 900 ετών συμβολήν του εις την εν Πάτμω ίδρυσιν της Ιεράς Μονής του αγ. Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Βαλσαμών περί τα τέλη του ιβ’ αιώνος μαρτυρεί, ότι υπήρχον εισέτι επί των ημερών αυτού εν τη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως διακόνισσαι[16]. Λείψανα της τάξεως των διακονισσών εν τη Ανατολή σώζονται και σήμερον τόσον εντός ελληνικών γυναικείων μοναστηρίων[17] ή απομεμακρυσμένων ιεραποστολικών κοινοτήτων, όσον και εις απεσχισμένας ανατολικάς εκκλησίας.
Εν τη Δύσει ο θεσμός των διακονισσών δεν έσχε ταχείαν και μεγάλην ανάπτυξιν. Κατά το τέλος του 4ου αιώνος ήτο σχεδόν άγνωστος εις την Δύσιν, θεωρούμενος εν αυτή ως θεσμός ανατολικός. Ο ψευδο-Ιερώνυμος, εξ αφορμής του χωρίου Ρωμ. 16, 1-2, τονίζει: «Sicut etiam in Orientalibus diaconissae mulieres in suosexu ministrare videntur»[18]. Ωσαύτως ούτος, ερμηνεύων το χωρίον Α’ Τιμ. 3, 11, επαναλαμβάνει, ότι «inOriente diaconissae appellant»[19]. Μάλιστα πολλαί σύνοδοι, ως αι σύνοδοι της Οράγγης (ConciliumArausicanum) τω 441, η εν Epaon σύνοδος (Concilium Epaonense) τω 517 και η 2α εν Ορλεάνη σύνοδος (Concilium Aurelianense II) τω 533 απαγορεύουν παντελώς την χειροτονίαν των διακονισσών[20]. Τα συνοδικά ταύτα μέτρα, ισχύσαντα δι’ ωρισμένας μόνον εκκλησιαστικάς περιφερείας, δεν επέδρασαν επί πάσαν την Δυτικήν Εκκλησίαν, καθ’ όσον έτεραι μαρτυρίαι αντιθέτως πιστοποιούν, ότι τουλάχιστον μέχρι του ια’ αιώνος, υπό την επίδρασιν του παραδείγματος της Ανατολής, καθιερούντο και εν τη Δυτική Εκκλησία διακόνισσαι. Ούτω λ.χ. τον 6ον αιώνα εχειροτονήθη διακόνισσα η αγία Radegunde, σύζυγος του φράγκου βασιλέως Κλοθαρίου του 1ου[21]. Τω 866 η εν Worns σύνοδος υιοθετεί, εν σχέσει προς τας διακονίσσας, τον ιε’ κανόνα της Δ’ εν Χαλκηδόνι οικουμενικής συνόδου[22].
Ως ετονίσαμεν εις το εν Bari 1ον Διεκκλησιαστικόν Ιστορικόν Συνέδριον, υπό την επίδρασιν του παραδείγματος των ελληνικών κοινοτήτων της Ιταλίας ολίγον κατ’ ολίγον η Ρωμαϊκή Εκκλησία εισήγαγε τον θεσμόν των διακονισσών[23]. Το «Liber Pontificalis» αναφέρει, ότι, τω 799 ο πάππας Λέων ο Γ’ και ο Κάρολος ο Μέγας εισήρχοντο θριαμβευτικώς εις την Ρώμην, εξήλθον προς υποδοχήν αυτών ο ρωμαϊκός λαός «μετά διακονισσών και ευγενών κυριών» («cum diaconissis et noblissimis matronis»)[24]. Τρεις πάπαι του ια’ αιώνος, ο Βενέδικτος ο 8ος (1012-1024), ο Ιωάννης ο 20ός (1024-1033) και ο Λέων ο 9ος (1049-1054), γράφοντες προς επαρχιακούς επισκόπους, - ήτοι ο πρώτος προς τον επίσκοπον του Porto[25], ο δεύτερος προς τον επίσκοπον της Sylva Candida[26] και ο τρίτος προς τον επίσκοπον πάλιν του Porto[27] -, αναγνωρίζουν εις αυτούς το δικαίωμα να χειροτονούν διακονίσσας.
Ο τίτλος «diaconissa» ή «diacona» ενεφανίσθη εκ νέου κατά τους νεωτέρους χρόνους δια της ιδρύσεως των προτεσταντικών αδελφοτήτων διακονισσών[28] και δια της αναβιώσεως της χειροτονίας των διακονισσών εν τη Αγγλικανική Εκκλησία[29] και από του παρελθόντος έτους εν τη Παλαιοκαθολική Εκκλησία[30].
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ www.paterikiorthodoxia.com
Δεοντολογικαί σκέψεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα εν τοις πρόσθεν λεχθέντα οδηγούν εις το συμπέρασμα, ότι η χειροτονία των διακονισσών ήτο μοναδικόν εις την Εκκλησίαν είδος χειροτονίας γυναικών, δια της οποίας εδημιουργείτο ο μοναδικός βαθμός του γυνακείου κλήρου και η μοναδική τάξις αυτού, δηλαδή ο βαθμός και η τάξις των διακονισσών. Η χειροτονία των διακονισσών, παρά τας λειτουργικάς αυτής ομοιότητας προς την χειροτονίαν του διακόνου, είχεν – εν συγκρίσει προς ταύτην – ιδιότυπόν πως (sui generis) χαρακτήρα, διότι δεν εσήμαινε προαγωγήν των χειροτονουμένων εκ τυχόν κατωτέρων βαθμών (λ.χ. υποδιακόνου), ούτε παρείχεν εις αυτάς δικαιώματα δι’ άνοδον εις τους βαθμούς του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου. Αι διακόνισσαι δεν ηδύναντο να διεκδικήσουν πρεσβυτερικά ή επισκοπικά καθήκοντα.
Αι διακόνισσαι, υπερέχουσαι του κατωτέρου κλήρου, οσάκις συναριθμούνται μετά των ανδρών κληρικών, κατά κανόνα κατατάσσονται αορίστως μεταξύ διακόνων και υποδιακόνων, ιστάμεναι υπό τους διακόνους ή μετά των διακόνων.
Αναβίωσις του θεσμού των διακονισσών, ως ελέχθη ανωτέρω, υπάρχει σήμερον υπό νέαν μορφήν εις προτεσταντικάς εκκλησίας, εις τους Αγγλικανούς, εις τους Παλαιοκαθολικούς και εις Ανατολικάς εκκλησίας.