«Πάτερ Γρηγόριε…»
Αν στον βίο απλών Χριστιανών που προσπαθούν να εναρμονίζουν την ζωή τους με τις επιταγές της Εκκλησίας, παρατηρούνται αρκετά θαυμαστά γεγονότα, τι να πούμε για τους κληρικούς, τι να πούμε για τους μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας.
Σήμερα θα περιδιαβάσουμε μερικές σελίδες από την ζωή του λαμπρού φωστήρας της Εκκλησίας Γρηγορίου του Θεολόγου.
Εν πρώτοις θα δούμε κάποια υπερφυσικά σημεία που συνδέονται με τους γονείς του.
Ο πατέρας του ωνομαζόταν κι εκείνος Γρηγόριος. Κατ’ αρχήν είχε μπλέξει με την θρησκευτική κίνησι των Υψισταρίων, ένα κράμα εθνικής και ιουδαϊκής θρησκείας. Με την επίδρασι της ευσεβούς συζύγου του Νόννας έγινε Χριστιανός. Όταν η Νόννα τον ωδήγησε στον μητροπολίτη της Καισαρείας Λεόντιο για να του διαβάση την ευχή εις κατηχούμενον, συνέβη κάτι το θαυμαστό, το προφητικό. Να σημειώσουμε ότι ο μητροπολίτης Λεόντιος ήταν διερχόμενος από την Ναζιανζό, με προορισμό την Νίκαια, όπου θα γινόταν η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Ο ιερεύς της Ναζιανζού είχε κανονίσει τα της τελετής στο κατηχουμενείο. Πάντοτε όταν διαβαζόταν αυτή η ευχή, οι κατηχούμενοι στέκονταν όρθιοι. Εδώ όμως ο επίσκοπος είπε στον Γρηγόριο να γονατίση ή ο Γρηγόριος από μόνος του γονάτισε. Οι παρισταμένοι όλοι εντυπωσιάσθηκαν. Όλοι ήξεραν ότι μόνο, όταν επρόκειτο για το μυστήριο της ιερωσύνης, διαβαζόταν έτσι η ευχή. Τότε από τα χείλη των παρισταμένων ακούσθηκε ο λόγος: «Ο Γρηγόριος προορίζεται για ιερεύς».
Ο γυιός του, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα γράψη αργότερα: «Προτυποί το μέλλον η χάρις και τύπος ιερωσύνης τη κατηχήσει μίγνυται». Δηλαδή ο μητροπολίτης διαβάζοντας ευχή κατηχήσεως την διάβασε ως προς την εξωτερική πλευρά του πράγματος, σαν να διάβαζε ευχή για ιερωσύνη. Τα μεν λόγια ήταν για κατηχούμενο, ενώ η στάσις του υποψηφίου νεοφώτιστου ήταν στάσις υποψηφίου κληρικού. Ο μητροπολίτης Λεόντιος δεν σκέφθηκε ότι γίνεται μία παρατυπία. Ο Θεός δεν άφησε το μυαλό του να το σκεφθή, αλλά επέτρεψε να παραπλανηθή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σχολίασε αργότερα το περιστατικό ως εξής: «Πλανώνταί τινα πλάνην πνευματικήν οι της ακριβείας διδάσκαλοι και προτυποί το μέλλον η χάρις». Η πλάνη του μητροπολίτου επετράπη από την θεία χάρι, για να προτυπωθή, να προφητευθή κάποιο μελλοντικό γεγονός, η ιερατική ιδιότης που θα αποκτούσε στο μέλλον ο τωρινός κατηχούμενος.
Έκτακτο ήταν και το γεγονός που συνέβη κατά την βάπτισι του πατέρα του αγίου Γρηγορίου. Δηλαδή καθώς ο Γρηγόριος-πατέρας βγήκε από το νερό του βαπτίσματος, τα μάτια ενός παρισταμένου γέμισαν έκπληξι, διότι έβλεπαν τον νεοφώτιστο να λάμπη με θεϊκό φως. Νομίζοντας όμως ότι αυτός μόνο το βλέπει, δεν μίλησε. Αλλά αυτό έγινε ορατό σε όλους. Ο καθένας όμως, νομίζοντας ότι μόνο αυτός βλέπει το εξαίσιο θέαμα, σιωπούσε.
Ύστερα από λίγο όμως διαπιστώθηκε ότι η λάμψις του νεοφώτιστου έγινε αισθητή σε όλους. Ο γυιός αργότερα θα γράψη σχετικώς: «Εξελθόντα δε αυτόν εκ του ύδατος, φως περιαστράπτει και δόξα της διαθέσεως αξία, μεθ’ ης προσήλθε τω χαρίσματι της πίστεως» (Επιτάφιος εις τον Πατέρα, ιγ’). Δηλαδή, «μόλις αυτός εξήλθε από το νερό, τον περιλάμπει ένα αστραφτερό φως και τον περιλούζει μία δόξα, η οποία αντιστοιχούσε στην ένθερμη ψυχική του διάθεσι, με την οποία προχώρησε στην χριστιανική πίστι και στο μυστήριο του βαπτίσματος».
Εν τω μεταξύ ο ιερεύς ή ο επίσκοπος που ετέλεσε το μυστήριο δεν μπόρεσε να συγκρατήση τον εαυτό του και με ενθουσιασμό φώναξε: «Αυτός που βαπτίσθηκε σήμερα πρόκειται να γίνη διάδοχός μου. Σήμερα δηλώθηκε από το Άγιο Πνεύμα ότι έχρισα τον διάδοχό μου».
Η μητέρα του Αγίου Γρηγορίου, η Νόννα, ήταν στολισμένη με όλες τις χάρες, με σωματική ομορφιά, με ευγενική καταγωγή, με κάθε είδος αρετής και μάλιστα με την ελεημοσύνη, με εξαίρετο ήθος, με ισχυρή θέλησι, με μεγάλη ευσέβεια. Είχε κατά την φράσι συγχρόνου συγγραφέως: «Εύκλειαν γένους, ευσέβειαν και ήθος και κάλλος και πασών των αρετών το σύμπλεγμα».
Περνούσαν αρκετά χρόνια συζυγικής ζωής, και παιδοποιία πουθενά. Αλλά η Νόννα δεν απελπιζόταν. Με επίμονες και δακρύβρεχτες προσευχές πέτυχε το ποθούμενο. Έτσι σε προχωρημένη ηλικία αποκτά κατ’ αρχήν μία κόρη, την Γοργονία. Η στείρωσις λύθηκε. Και οι δοξολογίες για το μεγάλο θαύμα ήταν ακατάπαυστες.
Στην συνέχεια η Νόννα ήθελε να αποκτήση ένα γυιό. Είχε καημό να προσφέρη στην Εκκλησία ένα κληρικό, ένα αφωσιωμένο εργάτη στον ιερό αμπελώνα. «Δώσε μου, Θεέ μου, ένα γυιό, για να σού τον δώσω». Έτσι προσευχόταν.
Για τα όνειρα, ξέρουμε ότι άλλα προέρχονται από τον εαυτό μας, αλλά από τον διάβολο. Υπάρχουν και όνειρα που προέρχονται από την θεία χάρι. Μάλιστα μερικά από αυτά κουβαλούν επάνω τους προφητικό μήνυμα. Πρόκειται για προφητικά όνειρα. Σε βίους αγίων πολλές φορές συναντούμε τέτοιου είδους ονείρατα. Πρόχειρα παραπέμπουμε στον βίο του αγίου Πολυκάρπου, όπου κάποιο όνειρο του προφήτεψε τον τρόπο με τον οποίο θα μαρτυρούσε.
Επανερχόμαστε στην Νόννα. Κάποιο βράδυ, εκεί που κοιμόταν, είδε ένα όνειρο που σκόρπισε στην ψυχή της αγαλλίασι. Μόλις ξύπνησε είπε χαρούμενη στον άνδρα της: «Ο Θεός θα μας δώση μεγάλη χαρά. Θα αποκτήσουμε ένα αγοράκι και θα του δώσουμε το όνομά σου». Ως γνωστόν σ’ εκείνα τα μέρη της Καππαδοκίας και του Πόντου, συνηθιζόταν πολύ το όνομα «Γρηγόριος», προς τιμήν του μεγάλου θαυματουργού Αγίου, του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας.
Η Νόννα, πριν γεννήση τον Θεολόγο γυιό της, τον είδε. Γνώρισε και το όνομά του. Να, πως περιγράφει το γεγονός η γραφίδα του γυιού της:
«Αύτη ποθούσα παιδός άρρενος γόνον ιδείν εν οίκω… Θεώ προσωμίλησε και δείται πόθου τυχείν. Επεί δ’ ην δυσκάθεκτος την φρένα, δώρον δίδωσιν, όνπερ ηξίου λαβείν, και την δόσιν φθάνουσα τη προθυμία. Και τοίνυν ευχής ούχ αμαρτάνει φίλης, αλλ’ ήκεν αυτή δεξιόν προοίμιον όψις σκιάν φέρουσα των αιτουμένων. Εμόν γαρ είδος εμφανώς παρίσταται και κλήσις· ηδ’ ην έργον η νυκτός χάρις» (Έπη ιστορικά, ΙΑ’, περί τον εαυτού βίον).
Έκτακτο ήταν και το γεγονός που συνέβη κατά την βάπτισι του πατέρα του αγίου Γρηγορίου. Δηλαδή καθώς ο Γρηγόριος-πατέρας βγήκε από το νερό του βαπτίσματος, τα μάτια ενός παρισταμένου γέμισαν έκπληξι, διότι έβλεπαν τον νεοφώτιστο να λάμπη με θεϊκό φως. Νομίζοντας όμως ότι αυτός μόνο το βλέπει, δεν μίλησε. Αλλά αυτό έγινε ορατό σε όλους. Ο καθένας όμως, νομίζοντας ότι μόνο αυτός βλέπει το εξαίσιο θέαμα, σιωπούσε.
Ύστερα από λίγο όμως διαπιστώθηκε ότι η λάμψις του νεοφώτιστου έγινε αισθητή σε όλους. Ο γυιός αργότερα θα γράψη σχετικώς: «Εξελθόντα δε αυτόν εκ του ύδατος, φως περιαστράπτει και δόξα της διαθέσεως αξία, μεθ’ ης προσήλθε τω χαρίσματι της πίστεως» (Επιτάφιος εις τον Πατέρα, ιγ’). Δηλαδή, «μόλις αυτός εξήλθε από το νερό, τον περιλάμπει ένα αστραφτερό φως και τον περιλούζει μία δόξα, η οποία αντιστοιχούσε στην ένθερμη ψυχική του διάθεσι, με την οποία προχώρησε στην χριστιανική πίστι και στο μυστήριο του βαπτίσματος».
Εν τω μεταξύ ο ιερεύς ή ο επίσκοπος που ετέλεσε το μυστήριο δεν μπόρεσε να συγκρατήση τον εαυτό του και με ενθουσιασμό φώναξε: «Αυτός που βαπτίσθηκε σήμερα πρόκειται να γίνη διάδοχός μου. Σήμερα δηλώθηκε από το Άγιο Πνεύμα ότι έχρισα τον διάδοχό μου».
Περνούσαν αρκετά χρόνια συζυγικής ζωής, και παιδοποιία πουθενά. Αλλά η Νόννα δεν απελπιζόταν. Με επίμονες και δακρύβρεχτες προσευχές πέτυχε το ποθούμενο. Έτσι σε προχωρημένη ηλικία αποκτά κατ’ αρχήν μία κόρη, την Γοργονία. Η στείρωσις λύθηκε. Και οι δοξολογίες για το μεγάλο θαύμα ήταν ακατάπαυστες.
Στην συνέχεια η Νόννα ήθελε να αποκτήση ένα γυιό. Είχε καημό να προσφέρη στην Εκκλησία ένα κληρικό, ένα αφωσιωμένο εργάτη στον ιερό αμπελώνα. «Δώσε μου, Θεέ μου, ένα γυιό, για να σού τον δώσω». Έτσι προσευχόταν.
Για τα όνειρα, ξέρουμε ότι άλλα προέρχονται από τον εαυτό μας, αλλά από τον διάβολο. Υπάρχουν και όνειρα που προέρχονται από την θεία χάρι. Μάλιστα μερικά από αυτά κουβαλούν επάνω τους προφητικό μήνυμα. Πρόκειται για προφητικά όνειρα. Σε βίους αγίων πολλές φορές συναντούμε τέτοιου είδους ονείρατα. Πρόχειρα παραπέμπουμε στον βίο του αγίου Πολυκάρπου, όπου κάποιο όνειρο του προφήτεψε τον τρόπο με τον οποίο θα μαρτυρούσε.
Επανερχόμαστε στην Νόννα. Κάποιο βράδυ, εκεί που κοιμόταν, είδε ένα όνειρο που σκόρπισε στην ψυχή της αγαλλίασι. Μόλις ξύπνησε είπε χαρούμενη στον άνδρα της: «Ο Θεός θα μας δώση μεγάλη χαρά. Θα αποκτήσουμε ένα αγοράκι και θα του δώσουμε το όνομά σου». Ως γνωστόν σ’ εκείνα τα μέρη της Καππαδοκίας και του Πόντου, συνηθιζόταν πολύ το όνομα «Γρηγόριος», προς τιμήν του μεγάλου θαυματουργού Αγίου, του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας.
Η Νόννα, πριν γεννήση τον Θεολόγο γυιό της, τον είδε. Γνώρισε και το όνομά του. Να, πως περιγράφει το γεγονός η γραφίδα του γυιού της:
«Αύτη ποθούσα παιδός άρρενος γόνον ιδείν εν οίκω… Θεώ προσωμίλησε και δείται πόθου τυχείν. Επεί δ’ ην δυσκάθεκτος την φρένα, δώρον δίδωσιν, όνπερ ηξίου λαβείν, και την δόσιν φθάνουσα τη προθυμία. Και τοίνυν ευχής ούχ αμαρτάνει φίλης, αλλ’ ήκεν αυτή δεξιόν προοίμιον όψις σκιάν φέρουσα των αιτουμένων. Εμόν γαρ είδος εμφανώς παρίσταται και κλήσις· ηδ’ ην έργον η νυκτός χάρις» (Έπη ιστορικά, ΙΑ’, περί τον εαυτού βίον).
Δηλαδή: «Η μητέρα μου ποθούσε να δη στο σπίτι αρσενικό παιδί. (Σημειωτέον ότι θηλυκό είχε, την Γοργονία). Προσεύχεται στον Θεό και ζητεί να εκπληρωθή ο πόθος της. Ήταν πολύ ορμητική στο αίτημά της και αφιερώνει ως δώρον στον Θεό, αυτόν που ζητούσε να λάβη από τον Θεό. Ήταν ολοπρόθυμη να τον αφιερώση. Λοιπόν, δεν αποτυγχάνει στο ποθητό αίτημά της. Σαν ευχάριστο προοίμιο της παρουσιάσθηκε κάποιο όνειρο που προτύπωνε την εκπλήρωσι του αιτήματος. Της εμφανίσθηκε καθαρά η μορφή μου και το όνομά μου. Αυτό το εκ της θείας χάριτος νυκτερινό όνειρο έγινε πραγματικότης». Αυτά γράφει ο άγιος Πατήρ.
Όταν ο ιερός Γρηγόριος ήταν 18-19 ετών, διψώντας για μόρφωσι και σπουδές, ήλθε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου μπορούσε να καταρτισθή ιδιαίτερα στην ρητορική. Έμεινε εκεί ένα χρόνο ή και κάτι περισσότερο και κατόπιν πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου σπούδαζε ο αδελφός του Καισάριος. Εκεί παρέμεινε λιγώτερο από χρόνο, γιατί ο νους του στρεφόταν στις σχολές των Αθηνών. Στις αρχές Νοεμβρίου του 350 ξεκίνησε με αιγινήτικο καράβι για την πόλι της σοφίας. Αλλά το ταξείδι αυτό επεφύλασσε τρομερές αγωνίες.
Επί είκοσι σχεδόν ημέρες οι επιβάτες του πλοίου βρίσκονταν στο χείλος του ολέθρου. Ζούσαν ατμόσφαιρα κολάσεως. Το κακό ξέσπασε, καθώς το πλοίο παρέπλεε την Κύπρο. Το καράβι, ο σφοδρός αέρας, τα φοβερά κύματα, ο μελανός ουρανός, που γινόταν όλο πιο ζοφερός απετέλεσαν ένα σύμπλεγμα μαύρης κολάσεως, που γινόταν πιο απαίσιο με την ηχητική του. Με τα αστραπόβροντα, με το σφύριγμα των ανέμων και με τον πάταγο των κυμάτων ενώνονταν τα τριξίματα των σχοινιών και των ιστίων και οι οδυνηρές κραυγές των επιβατών.
Ο ιερός Πατήρ μας περιέγραψε την τραγική κατάστασι στο ποίημά του: «Έπη ιστορικά, ΙΑ’, Περί τον εαυτού βίον»:
«…Κύπρον τα πλευρά· και στάσις των πνευμάτων έβραζε την ναυν και τα πάντα ην νυξ μία· γη, πόντος, αιθήρ, ουρανός ζοφούμενος· βρονταί δ’ επήχουν αστραπών τινάγμασιν, κάλοι δ’ ερρόχθουν ιστίων πληρουμένων («κάλοι» είναι τα σχοινιά, «ερρόχθουν»: έκαναν πάταγον, έτριζαν) έκλινεν ιστός, οιάκων δ’ ουδέν σθένος· βία γαρ ηρπάζοντο χειρός αυχένες (δηλαδή από την βία των ανέμων δεν μπορούσαν τα χέρια του τιμονιέρη να κρατήσουν το τιμόνι. Ξεκολλούσαν τα χέρια από τις πλάτες).
Πλήρες δ’ υπερτοιχούντος ύδατος σκάφος. Βοή δε συμμιγής τε και θρήνων πλέως ναυτών, κελευστών, δεσποτών, επηβόλων Χριστόν καλούντων εκ μιας συμφωνίας, και των όσοι το πρόσθεν, ηγνόουν Θεόν». Όλοι μέσα στο πλοίο, σημειώνει ο ιερός Πατήρ, φώναζαν θρηνητικά: «Χριστέ μου, σώσε μας», «Χριστέ μου, βοήθα μας». Και αυτοί που προηγουμένως δεν σκέφτονταν Θεό, τώρα μόνο σ’ Αυτόν έστρεφαν τα βλέμματά τους.
Στα αλλά δεινά προστέθηκε και η έλλειψις νερού, γιατί σ’ ένα στροβίλισμα του καραβιού κόβεται, σπάζει το ντεπόζιτο του νερού και πετάγεται στην θάλασσα. Με την παρατεινόμενη τρικυμία τελειώνουν και οι τροφές. Ευτυχώς φάνηκε κάποιο πλοίο εμπορικό από την Φοινίκη και με μεγάλες προσπάθειες τους προμήθευσε νερό και τροφές. Αλλά η θάλασσα δεν εννοούσε να ηρεμήση. Οι ημέρες περνούσαν και οι βρυχηθμοί του πόντου, αντί να σιγάσουν, αγρίευαν.
«Ο δ’ ηγριούτο και πλέον βρυχώμενος πόντος καθ’ ημών ημέραις εν πλείοσιν».
Βρυχώμενος πόντος. Θάλασσα που ωρυόταν σαν άγριο λιοντάρι. Η κατάστασις αυτή κρατούσε δύο εβδομάδες και τώρα έμπαινε στην τρίτη. Όλοι οι επιβάτες καταλάβαιναν ότι δεν τον γλυτώνουν τον θάνατο. Ο άγιος Γρηγόριος εκεί πάνω στην πρύμνη, τόσα ημερόνυχτα, καθώς έβλεπε τα αφρισμένα κύματα να υψώνωνται σαν βουνό και μέρος του νερού να πέφτη μέσα στο πλοίο, καθώς σκέφθηκε ότι σε λίγο όλα τελειώνουν, καθώς ακόμη δεν είχε λάβει το άγιο βάπτισμα — συνηθιζόταν τότε να καθυστερούν το βάπτισμα — και θα πέθαινε αβάπτιστος, συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του και έκανε μία προσευχή, τόσο έντονη και τόσο συγκλονιστική, που ποτέ του μέχρι τότε δεν είχε κάνει:
«Χριστέ μου, σωτήρα μου, πνοή μου, φως μου, συ που εξήρανες την θάλασσα για να διαβούν οι Ισραηλίτες, συ που επάταξες τον Αμαλήκ χάρις στα ανυψωμένα σε προσευχή χέρια, συ που έκανες τόσες θαυματουργίες κατά των Αιγυπτίων, συ που με τις σάλπιγγες και το περπάτημα έρριξες κάτω τα τείχη της Ιεριχούς… στα τόσα παλαιά θαύματα κάνε κι ένα νέο. Μη με αφήσης να χαθώ στη θάλασσα. Μη με παραδώσης σ’ αυτά τα φονικά ύδατα, στερώντας με από τα άγια ύδατα της καθάρσεως. Μη με αφήσης να φύγω αβάπτιστος, χωρίς την ιερή σφραγίδα σου. Γεννήθηκα και έγινα δικός σου με το τάξιμο της μητέρας μου. Η γη με πρόσφερε σ’ εσένα. Ας με προσφέρη τώρα σ’ εσένα και η θάλασσα. Υπόσχομαι πλήρη αφιέρωσι σ’ εσένα. Γλύτωσέ με από τα δύο δυσάρεστα, από τον κίνδυνο της θάλασσας και από τον κίνδυνο να φύγω αβάπτιστος. Εάν με σώσης από τα δύο αυτά κακά, την ζωή μου την αφιερώνω σ’ εσένα. Εάν με εγκαταλείψης, θα χάσης ένα αφωσιωμένο λάτρη σου. Τώρα μοιάζω σαν τους Αποστόλους, όταν ήταν στο πλοίο και ξέσπασε στην λίμνη τρικυμία. Να ενεργήσης παρόμοια: Ή για χάρι μου να σηκωθής από τον ύπνο και να επιτιμήσης τους ανέμους, ή να έρθης από μακρυά πεζοπορώντας πάνω στα κύματα. Και έτσι να σταματήση η τρικυμία και ο φόβος».
Τόσο δυνατά ήταν τα λόγια αυτής της προσευχής, ώστε ξεπερνούσαν τον γδούπο που έκαναν τα κύματα. Πεσμένος στην πρύμνη κατά πρόσωπον, ανασηκώνοντας και προς τα πάνω τα χέρια, με σχισμένο τον χιτώνα, ανέπεμπε τόσο γοερή την προσευχή, ώστε όλοι οι άλλοι επιβάτες ξέχασαν την δική τους συμφορά και συμμετείχαν στην δική του στέλλοντας κι αυτοί βοερές προσευχές.
Η προσευχή αυτή του ιερού ανδρός έκανε το θαύμα της. Αμέσως σταμάτησαν οι άγριοι άνεμοι, κατασίγασαν τα ανυψωμένα κύματα και το πλοίο βρήκε τον δρόμο του. Με την προσευχή του εμπορεύθηκε την δική του σωτηρία, αλλά και όλων των συνταξειδιωτών, οι οποίοι αύξησαν την ευσέβειά τους και την πίστι τους προς τον Χριστόν — «απήλθον ευσεβούντες εις Χριστόν μέγαν, διπλήν λαβόντες εκ Θεού σωτηρίαν». Δηλαδή σώθηκαν σωματικά, αλλά σώθηκαν και πνευματικά, βλέποντας τι σημαίνει προσευχή προς τον Χριστό και παντοδυναμία του Χριστού.
Με αυτό το θαυμαστό γεγονός συνδέεται και κάποιο άλλο. Όταν ο άγιος Γρηγόριος προσευχόταν για την σωτηρία από την τρικυμία, τότε μαζί με τις δικές του κραυγές ανέβαιναν προς τον Χριστό και οι κραυγές των γονέων του. Κάποιο νυκτερινό όνειρο-όραμα τους έδειξε την τραγική κατάστασι του παιδιού τους. Έτσι με τις ικετήριες φωνές από την θάλασσα έρχονταν να ενωθούν και άλλες από την ξηρά.
Αριθμούνται σαρανταπέντε λόγοι του αγίου Γρηγορίου. Ο δέκατος όγδοος τιτλοφορείται «Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου». Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε το 374 μ.Χ. στην κηδεία του πατέρα του, ο οποίος πέθανε σε ηλικία σχεδόν εκατό ετών, ενώ υπηρέτησε σαρανταπέντε χρόνια το θυσιαστήριο. Στην κηδεία έσπευσε και έδωσε το παρόν και ο Μέγας Βασίλειος.
Από αυτόν τον επικήδειο λόγο παρουσιάζουμε σε μετάφρασι μερικές γραμμές:
«Εκινδύνευα ο άθλιος να φύγω και μάλιστα αβάπτιστος, με ισχυρό πόθο για το πνευματικό ύδωρ μέσα στα φονικά ύδατα. Και γι’ αυτό βοούσα, ικέτευα, ποθούσα μικρή προθεσμία. Και μαζί μ’ εμένα βοούσαν οι συνταξειδιώτες και μάλιστα παρ’ όλο που αυτοί είχαν την δική τους συμφορά από τον κοινό κίνδυνο, και μάλιστα όχι κάποιοι φίλοι, αλλά άγνωστοι και ξένοι που έγιναν φιλάνθρωποι. Οι κίνδυνοι τους έμαθαν να συμπονούν. Αυτά υπέφερα εγώ, αλλά μαζί μ’ εμένα υπέφεραν και οι γονείς μου. Ένα νυκτερινό όραμα τους πληροφόρησε για την τρικυμία και έτσι συμμετείχαν κι αυτοί στον κίνδυνο, βοηθώντας από την γη. Με την προσευχή τους καταπράυναν τα κύματα. Αυτό το διαπιστώσαμε αργότερα όταν επιστρέψαμε, κάνοντας υπολογισμό στον καιρό και στις ημέρες. Αλλά τούτο μας το είχε φανερώσει κι ένας ευλογημένος ύπνος, όταν υποχώρησε λίγο η τρικυμία. Εγώ έβλεπα ότι κρατούσα μία ερινύα με βλέμμα φοβερό και με απειλή κακού. Το νυκτερινό όνειρο μου την παρουσίασε καθαρά.
»Κάποιος άλλος συνταξειδιώτης, ένας δούλος υπερβολικά φιλικός και αγαπητός σ’ εμένα, που συμμετείχε πολύ στην αγωνία μου, είδε στον ύπνο του την μητέρα μου να προχωρή πάνω στην θάλασσα, να πιάνη το πλοίο και χωρίς μεγάλο κόπο να το σύρη στην γη. Και το όραμα αποδείχθηκε αληθινό. Η θάλασσα ημέρευε και αμέσως μας υποδέχθηκε η Ρόδος, χωρίς να ταλαιπωρηθούμε πολύ μέχρι να φτάσουμε εκεί».
Η μητέρα του αγίου Γρηγορίου, η Νόννα, με την αγιότητα της ζωής της παρακολουθούσε από μακρυά τον κίνδυνο του γυιού της και με τις θερμότατες προσευχές της βοηθούσε κι αυτή στην λύσι του δράματος.
Από το βιβλίο: Η ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Όταν ο ιερός Γρηγόριος ήταν 18-19 ετών, διψώντας για μόρφωσι και σπουδές, ήλθε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου μπορούσε να καταρτισθή ιδιαίτερα στην ρητορική. Έμεινε εκεί ένα χρόνο ή και κάτι περισσότερο και κατόπιν πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου σπούδαζε ο αδελφός του Καισάριος. Εκεί παρέμεινε λιγώτερο από χρόνο, γιατί ο νους του στρεφόταν στις σχολές των Αθηνών. Στις αρχές Νοεμβρίου του 350 ξεκίνησε με αιγινήτικο καράβι για την πόλι της σοφίας. Αλλά το ταξείδι αυτό επεφύλασσε τρομερές αγωνίες.
Επί είκοσι σχεδόν ημέρες οι επιβάτες του πλοίου βρίσκονταν στο χείλος του ολέθρου. Ζούσαν ατμόσφαιρα κολάσεως. Το κακό ξέσπασε, καθώς το πλοίο παρέπλεε την Κύπρο. Το καράβι, ο σφοδρός αέρας, τα φοβερά κύματα, ο μελανός ουρανός, που γινόταν όλο πιο ζοφερός απετέλεσαν ένα σύμπλεγμα μαύρης κολάσεως, που γινόταν πιο απαίσιο με την ηχητική του. Με τα αστραπόβροντα, με το σφύριγμα των ανέμων και με τον πάταγο των κυμάτων ενώνονταν τα τριξίματα των σχοινιών και των ιστίων και οι οδυνηρές κραυγές των επιβατών.
Ο ιερός Πατήρ μας περιέγραψε την τραγική κατάστασι στο ποίημά του: «Έπη ιστορικά, ΙΑ’, Περί τον εαυτού βίον»:
«…Κύπρον τα πλευρά· και στάσις των πνευμάτων έβραζε την ναυν και τα πάντα ην νυξ μία· γη, πόντος, αιθήρ, ουρανός ζοφούμενος· βρονταί δ’ επήχουν αστραπών τινάγμασιν, κάλοι δ’ ερρόχθουν ιστίων πληρουμένων («κάλοι» είναι τα σχοινιά, «ερρόχθουν»: έκαναν πάταγον, έτριζαν) έκλινεν ιστός, οιάκων δ’ ουδέν σθένος· βία γαρ ηρπάζοντο χειρός αυχένες (δηλαδή από την βία των ανέμων δεν μπορούσαν τα χέρια του τιμονιέρη να κρατήσουν το τιμόνι. Ξεκολλούσαν τα χέρια από τις πλάτες).
Πλήρες δ’ υπερτοιχούντος ύδατος σκάφος. Βοή δε συμμιγής τε και θρήνων πλέως ναυτών, κελευστών, δεσποτών, επηβόλων Χριστόν καλούντων εκ μιας συμφωνίας, και των όσοι το πρόσθεν, ηγνόουν Θεόν». Όλοι μέσα στο πλοίο, σημειώνει ο ιερός Πατήρ, φώναζαν θρηνητικά: «Χριστέ μου, σώσε μας», «Χριστέ μου, βοήθα μας». Και αυτοί που προηγουμένως δεν σκέφτονταν Θεό, τώρα μόνο σ’ Αυτόν έστρεφαν τα βλέμματά τους.
Στα αλλά δεινά προστέθηκε και η έλλειψις νερού, γιατί σ’ ένα στροβίλισμα του καραβιού κόβεται, σπάζει το ντεπόζιτο του νερού και πετάγεται στην θάλασσα. Με την παρατεινόμενη τρικυμία τελειώνουν και οι τροφές. Ευτυχώς φάνηκε κάποιο πλοίο εμπορικό από την Φοινίκη και με μεγάλες προσπάθειες τους προμήθευσε νερό και τροφές. Αλλά η θάλασσα δεν εννοούσε να ηρεμήση. Οι ημέρες περνούσαν και οι βρυχηθμοί του πόντου, αντί να σιγάσουν, αγρίευαν.
«Ο δ’ ηγριούτο και πλέον βρυχώμενος πόντος καθ’ ημών ημέραις εν πλείοσιν».
Βρυχώμενος πόντος. Θάλασσα που ωρυόταν σαν άγριο λιοντάρι. Η κατάστασις αυτή κρατούσε δύο εβδομάδες και τώρα έμπαινε στην τρίτη. Όλοι οι επιβάτες καταλάβαιναν ότι δεν τον γλυτώνουν τον θάνατο. Ο άγιος Γρηγόριος εκεί πάνω στην πρύμνη, τόσα ημερόνυχτα, καθώς έβλεπε τα αφρισμένα κύματα να υψώνωνται σαν βουνό και μέρος του νερού να πέφτη μέσα στο πλοίο, καθώς σκέφθηκε ότι σε λίγο όλα τελειώνουν, καθώς ακόμη δεν είχε λάβει το άγιο βάπτισμα — συνηθιζόταν τότε να καθυστερούν το βάπτισμα — και θα πέθαινε αβάπτιστος, συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του και έκανε μία προσευχή, τόσο έντονη και τόσο συγκλονιστική, που ποτέ του μέχρι τότε δεν είχε κάνει:
«Χριστέ μου, σωτήρα μου, πνοή μου, φως μου, συ που εξήρανες την θάλασσα για να διαβούν οι Ισραηλίτες, συ που επάταξες τον Αμαλήκ χάρις στα ανυψωμένα σε προσευχή χέρια, συ που έκανες τόσες θαυματουργίες κατά των Αιγυπτίων, συ που με τις σάλπιγγες και το περπάτημα έρριξες κάτω τα τείχη της Ιεριχούς… στα τόσα παλαιά θαύματα κάνε κι ένα νέο. Μη με αφήσης να χαθώ στη θάλασσα. Μη με παραδώσης σ’ αυτά τα φονικά ύδατα, στερώντας με από τα άγια ύδατα της καθάρσεως. Μη με αφήσης να φύγω αβάπτιστος, χωρίς την ιερή σφραγίδα σου. Γεννήθηκα και έγινα δικός σου με το τάξιμο της μητέρας μου. Η γη με πρόσφερε σ’ εσένα. Ας με προσφέρη τώρα σ’ εσένα και η θάλασσα. Υπόσχομαι πλήρη αφιέρωσι σ’ εσένα. Γλύτωσέ με από τα δύο δυσάρεστα, από τον κίνδυνο της θάλασσας και από τον κίνδυνο να φύγω αβάπτιστος. Εάν με σώσης από τα δύο αυτά κακά, την ζωή μου την αφιερώνω σ’ εσένα. Εάν με εγκαταλείψης, θα χάσης ένα αφωσιωμένο λάτρη σου. Τώρα μοιάζω σαν τους Αποστόλους, όταν ήταν στο πλοίο και ξέσπασε στην λίμνη τρικυμία. Να ενεργήσης παρόμοια: Ή για χάρι μου να σηκωθής από τον ύπνο και να επιτιμήσης τους ανέμους, ή να έρθης από μακρυά πεζοπορώντας πάνω στα κύματα. Και έτσι να σταματήση η τρικυμία και ο φόβος».
Τόσο δυνατά ήταν τα λόγια αυτής της προσευχής, ώστε ξεπερνούσαν τον γδούπο που έκαναν τα κύματα. Πεσμένος στην πρύμνη κατά πρόσωπον, ανασηκώνοντας και προς τα πάνω τα χέρια, με σχισμένο τον χιτώνα, ανέπεμπε τόσο γοερή την προσευχή, ώστε όλοι οι άλλοι επιβάτες ξέχασαν την δική τους συμφορά και συμμετείχαν στην δική του στέλλοντας κι αυτοί βοερές προσευχές.
Η προσευχή αυτή του ιερού ανδρός έκανε το θαύμα της. Αμέσως σταμάτησαν οι άγριοι άνεμοι, κατασίγασαν τα ανυψωμένα κύματα και το πλοίο βρήκε τον δρόμο του. Με την προσευχή του εμπορεύθηκε την δική του σωτηρία, αλλά και όλων των συνταξειδιωτών, οι οποίοι αύξησαν την ευσέβειά τους και την πίστι τους προς τον Χριστόν — «απήλθον ευσεβούντες εις Χριστόν μέγαν, διπλήν λαβόντες εκ Θεού σωτηρίαν». Δηλαδή σώθηκαν σωματικά, αλλά σώθηκαν και πνευματικά, βλέποντας τι σημαίνει προσευχή προς τον Χριστό και παντοδυναμία του Χριστού.
Με αυτό το θαυμαστό γεγονός συνδέεται και κάποιο άλλο. Όταν ο άγιος Γρηγόριος προσευχόταν για την σωτηρία από την τρικυμία, τότε μαζί με τις δικές του κραυγές ανέβαιναν προς τον Χριστό και οι κραυγές των γονέων του. Κάποιο νυκτερινό όνειρο-όραμα τους έδειξε την τραγική κατάστασι του παιδιού τους. Έτσι με τις ικετήριες φωνές από την θάλασσα έρχονταν να ενωθούν και άλλες από την ξηρά.
Αριθμούνται σαρανταπέντε λόγοι του αγίου Γρηγορίου. Ο δέκατος όγδοος τιτλοφορείται «Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου». Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε το 374 μ.Χ. στην κηδεία του πατέρα του, ο οποίος πέθανε σε ηλικία σχεδόν εκατό ετών, ενώ υπηρέτησε σαρανταπέντε χρόνια το θυσιαστήριο. Στην κηδεία έσπευσε και έδωσε το παρόν και ο Μέγας Βασίλειος.
Από αυτόν τον επικήδειο λόγο παρουσιάζουμε σε μετάφρασι μερικές γραμμές:
«Εκινδύνευα ο άθλιος να φύγω και μάλιστα αβάπτιστος, με ισχυρό πόθο για το πνευματικό ύδωρ μέσα στα φονικά ύδατα. Και γι’ αυτό βοούσα, ικέτευα, ποθούσα μικρή προθεσμία. Και μαζί μ’ εμένα βοούσαν οι συνταξειδιώτες και μάλιστα παρ’ όλο που αυτοί είχαν την δική τους συμφορά από τον κοινό κίνδυνο, και μάλιστα όχι κάποιοι φίλοι, αλλά άγνωστοι και ξένοι που έγιναν φιλάνθρωποι. Οι κίνδυνοι τους έμαθαν να συμπονούν. Αυτά υπέφερα εγώ, αλλά μαζί μ’ εμένα υπέφεραν και οι γονείς μου. Ένα νυκτερινό όραμα τους πληροφόρησε για την τρικυμία και έτσι συμμετείχαν κι αυτοί στον κίνδυνο, βοηθώντας από την γη. Με την προσευχή τους καταπράυναν τα κύματα. Αυτό το διαπιστώσαμε αργότερα όταν επιστρέψαμε, κάνοντας υπολογισμό στον καιρό και στις ημέρες. Αλλά τούτο μας το είχε φανερώσει κι ένας ευλογημένος ύπνος, όταν υποχώρησε λίγο η τρικυμία. Εγώ έβλεπα ότι κρατούσα μία ερινύα με βλέμμα φοβερό και με απειλή κακού. Το νυκτερινό όνειρο μου την παρουσίασε καθαρά.
»Κάποιος άλλος συνταξειδιώτης, ένας δούλος υπερβολικά φιλικός και αγαπητός σ’ εμένα, που συμμετείχε πολύ στην αγωνία μου, είδε στον ύπνο του την μητέρα μου να προχωρή πάνω στην θάλασσα, να πιάνη το πλοίο και χωρίς μεγάλο κόπο να το σύρη στην γη. Και το όραμα αποδείχθηκε αληθινό. Η θάλασσα ημέρευε και αμέσως μας υποδέχθηκε η Ρόδος, χωρίς να ταλαιπωρηθούμε πολύ μέχρι να φτάσουμε εκεί».
Η μητέρα του αγίου Γρηγορίου, η Νόννα, με την αγιότητα της ζωής της παρακολουθούσε από μακρυά τον κίνδυνο του γυιού της και με τις θερμότατες προσευχές της βοηθούσε κι αυτή στην λύσι του δράματος.
Από το βιβλίο: Η ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου