Μια φορά ενώ ο Γιάννης ευρίσκετο σε νεαρή ηλικία τον έστειλε ο πατέρας του να κτίσει το χαλασμένο πετρότοιχο της φρακτής τους. Η φρακτή συνόρευε με την αυλή του παρεκκλησιού της Παναγίας.
Έκτισε, λοιπόν τον πετρότοιχο, μαζεύοντας πέτρες που ήσαν ερριμμένες χαμαί γύρωθεν. Τη νύχτα ήρθε η Παναγία στον ύπνο του και του λέγει: «όταν έχτισες τον τοίχον επήρες κι πέτρες της εκκλησίας μου. Σήκου τώρα να πάμε να σου δείξω τες πέτρες μου». Και τον επήρε στον τόπο και του έδειξε τις πέτρες, λέγοντάς του: «Τούτη εν δική μου, τούτη εν δική σου, τούτη εν δική μου...». Κι εξεχώρισέν τες μια-μια και τις έβγαλε από τον κτισμένο τοίχο.
Το πρωί σηκώθηκε ο Γιάννης και επήγε στον τοίχο. Ηύρεν τον χαλασμένο και χωρισμένες τις πέτρες, όπως ακριβώς τις εξεχώρισε στον ύπνο του. Αυτός τις επήρε τότε και τις έβαλε κοντά στην εκκλησία.
Όταν ενηλικιώθηκε ο Γιάννης, ενυμφεύθηκε την Ευλογία από τη Γιόλου και έκτισαν το σπίτι τους εκεί. Η Ευλογία ήταν από την οικογένεια του παπά-Λογίζου και ήταν και αυτή ευλαβής και καλόγνωμη.
Λίγα χρόνια μετά το γάμο τους, ταξίδεψαν μαζί για τα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφο. Μαζί τους επήραν και τα πρώτα τους δύο παιδιά, το Γεώργιο και την Ελπινίκη. Ήτο ως ένα είδος αναβαπτίσματος για το Χατζη-Γιάννη αυτό το προσκύνημα, αν εννοήσουμε ότι συνεπάγετο αυτού εξομολόγηση και θεία κοινωνία. Ήτο ωσάν την κουρά των μοναχών, αφού το προσκύνημα συνακολουθούσε μετάνοια και κατάσταση μόνιμης κατανύξεως, που στην περίπτωση του εν λόγω Χατζη-Γιάννη, φαίνεται ότι εκράτησε μέχρι την κοίμησή του.
Αλλά και η Ευλογία συνευλογούσε και συνευδοκούσε τα έργα του ομοζύγου της και συνοδοιπορούσε στην οδό της ευλαβείας! Εβγήκε μάλιστα η φήμη γι αυτήν ότι ήταν πολλά ελεήμων και την επισκέπτοντο συχνά-πυκνά οι διακονητάδες. Εκτός από το λεγόμενο ψυχικό που έδινε, δηλαδή ξηράν τροφή, τους έκαμνε και σούπα λουβάνα, κουννοζούμι ή φακιές και τους έβαλλε να γευματίσουν και να ξεκουραστούν. Λέγουν πως, όταν οι πλείστοι έδιωχναν τους μισθούς- έτσι έλεγαν τους ζητιάνους στη Γιόλου- λέγοντάς τους την καθορισμένη φράση:« Ο Χριστός να σας ελεήσει», η Ευλογία τους εφώναζε από μακριά: «ελάτε μέσα, ελάτε μέσα...».
Άλλοτε πάλιν, πολύ συχνά, έκαμνε πιλάφι και φώναζε τα ορφανά και τα γειτονόπουλα, τα΄βαζε να κάτσουν χαμαί και τους γέμιζε μια μεγάλη κούπα κι έτρωγαν. Λέγουν ακόμη πως μετά που απέθανε ήρχοντο οι διακονητάδες και την εγύρευαν και εκλαίασι λέγοντας: «που εν η Χατζήνα, που εν η Χατζήνα;»
Αλλ' ας επιστρέψωμε στο Χατζη-Γιάννη, για τον οποίο θέλω να σημειώσω ακόμη μια ιστορία. Περί το 1900 ο Χατζη-Γιάννης ενοικίασε τα χωράφια της Μονής των Αγίων Αναργύρων μαζί με τον Χατζη-Στάθιο. Ο τελευταίος ήταν ο πατέρας της Μαρίας, της γυναίκας του Χατζη- Παναγιώτη. Αυτοί είναι οι γονείς του Χατζη-Χαράλαμπου, που είναι σήμερα ο ψάλτης του χωριού. Η γυναίκα του πάλιν η Παρτενού είναι δισέγγονη του εν λόγω Χατζη-Γιάννη. Ενοικίασαν, λοιπόν, αυτοί οι δυο τα χωράφια και τα έσπερναν. Τον καιρό του θέρους έμεναν νυχθημερόν έξω στ΄αλώνια, πότε ο ένας και πότε ο άλλος φυλάγοντας τες θυμωνιές. Εκείνο το διάστημα εχρημάτιζαν και καντηλανάφτες του ναού της Μονής των Αγίων Αναργύρων.
Μια βραδιά ήσαν στο αλώνι ο Χατζη-Γιάννης με το γιο του Χατζη-Στάθιου, τον Σοφοκλή. Ο τελευταίος ελάμνησε να πάει στο χωριό και ο Χατζη-Γιάννης του φωνάζει: «σαν περνάς άναψε και τις καντήλες του Αγίων, ρε Σοφοκλή». «Καλά», είπε ο Σοφοκλής, μα προσπέρασε και δεν τις άναψε, πήγε κατευθείαν στο χωριό. Ο Χατζή-Γιάννης εξάπλωσε να κοιμηθεί ένεγνιος, οπότε εμφαανίσθηκαν μεσ΄στ' αλώνι «μια κοπή νέοι» -όπως ο ίδιος έλεγε αργότερα- «κι έφεξε ο τόπος». Του φώναξαν: «να σωκωθείς τώρα να πάεις και οι καντήλες μας είναι σβηστές».
Σηκώθηκε και πήγε αμέσως στην εκκλησία. Την ώρα που ενέβη της πόρτας, εκείνοι οι νέοι εδώκαν μεσ΄το ιερό περνώντας από την Ωραία Πύλη και εχάθησαν. Άναψε τις καντήλες δοξάζοντας τους Αγίους κι επέστρεψε πίσω κι εκοιμήθηκε.
Ο Χατζη-Γιάννης γνώριζε λίγα γράμματα και είχε για συντροφιά του δυο βιβλία, που του έστειλαν τα παιδιά του από την Αίγυπτο, τη «Σύνοψη» και την «Αμαρτωλών Σωτηρία». Έτσι τον ενθυμάται σήμερα η εγγονή του, η Χατζη-Ελένη, να διαβάζει αυτά τα βιβλία και να κλαίει.
Διαβάζοντας έκλαιγε και κλαίγοντας διάβαζε. «Εθώρουν τον», λέγει η Ελένη, «ήμουν έντεκα χρονών, διάβαζε κι έτρεχαν τα μάτια του σαν τη βρύση. Ως τα σήμερα είναι πάνω στες σελίδες τα κεριά που έσταζαν και τα δάκρυα που έρρεαν. Κι άμα νείεν έρτω που την εκκλησίαν, ελάλεν μου, έλα κόρη μου να δούμεν ίντα Ευαγγέλιον είπεν ο παπάς να το εξηγήσουμε. Κι εξήγαν μου το. Άμα τέλειωνεν, ελάλεν μου την ευχή μου να' χεις, κόρη μου και να σε καταξιώσει ο Θεός να πάεις στον Άη-Τάφο. Κι έπιασε πράγματι η ευχή του».
Ο δούλος του Θεού Ιωάννης προσκυνητής, ο ευκατάνυκτος, εκοιμήθη με το βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία» στα χέρια και τα δάκρυα στα μάτια το 1934, ετών ενενήντα πέντε. Ο Θεός μακαρίσοι τον.
Από το βιβλίο «περί ΗΣΥΧΙΑΣ λόγοι επτά» του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.
noctoc.blogspot
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου