Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Μέσα από αυτήν την πληγή φαίνεται ο Ουρανός!(Άγ.Παίσιος Αγιορείτης)

–Τι κάνει η μητέρα σου;
–Δεν είναι καλά, Γέροντα. Ανεβάζει κατά διαστήματα ψηλό πυρετό και τότε χάνεται. Το δέρμα της γεμίζει πληγές και τις νύχτες πονάει.Ξέρεις; Αυτοί είναι μάρτυρες· αν δεν είναι ολόκληροι μάρτυρες, είναι μισοί.

— Και όλη η ζωή της, Γέροντα, ήταν μια ταλαιπωρία.
Επομένως ο μισθός της θα είναι διπλός. Πόσα έχει να λάβει! Τον Παράδεισο τον έχει εξασφαλισμένο. Όταν ο Χριστός βλέπει ότι κάποιος αντέχει μια βαριά αρρώστια, του την δίνει, ώστε με την λίγη ταλαιπωρία στην επίγεια ζωή να ανταμειφθεί πολύ στην ουράνια, την αιώνια ζωή. Υποφέρει εδώ, αλλά θα ανταμειφθεί εκεί, στην άλλη ζωή, γιατί υπάρχει Παράδεισος, υπάρχει και ανταμοιβή. 
Σήμερα μου είπε μια νεφροπαθής που χρόνια τώρα κάνει αιμοκάθαρση: «Παππούλη, σταυρώστε, σας παρακαλώ, το χέρι μου. Οι φλέβες είναι όλο πληγές και δεν μπορώ να κάνω αιμοκάθαρση». «Αυτές οι πληγές, της είπα, στην άλλη ζωή θα είναι διαμάντια μεγαλύτερης αξίας από τα διαμάντια αυτού του κόσμου. Πόσα χρόνια κάνεις αιμοκάθαρση;»
 «Δώδεκα», μου λέει. 
«Δηλαδή δικαιούσαι ένα ‘‘εφάπαξ’’ και μία σύνταξη μειωμένη», της είπα. 
Μετά μου δείχνει μια πληγή στο άλλο χέρι και μου λέει: 
«Παππούλη, αυτή η πληγή δεν κλείνει· φαίνεται το κόκαλο». 
«Ναι, αλλά από εκεί μέσα φαίνεται ο Ουρανός, της λέω. Άντε, καλή υπομονή. Εύχομαι ο Χριστός να σου αυξάνει την αγάπη Του, για να ξεχνιέται ο πόνος σου. Φυσικά υπάρχει και η άλλη ευχή, να εξαλειφθούν οι πόνοι, αλλά τότε εξαλείφεται και ο πολύ μισθός. Επομένως, η προηγούμενη ευχή είναι καλύτερη». Παρηγορήθηκε η καημένη.

Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται. Με την αρρώστια πονάει το σώμα μας, το χωματόκτιστο αυτό σπίτι μας, αλλά έτσι θα αγάλλεται αιώνια ο νοικοκύρης του, η ψυχή μας, στο ουράνιο παλατάκι που μας ετοιμάζει ο Χριστός. Με αυτήν την πνευματική λογική, που είναι παράλογη για τους κοσμικούς, χαίρομαι και εγώ και καμαρώνω για τις σωματικές βλάβες που έχω. Το μόνο που δεν σκέφτομαι είναι ότι θα έχω ουράνια ανταμοιβή.
Καταλαβαίνω ότι εξοφλώ την αχαριστία μου στον Θεό, αφού δεν έχω ανταποκριθεί στις μεγάλες Του δωρεές και ευεργεσίες. Γιατί στην ζωή μου όλα γλέντι είναι· και η καλογερική και οι αρρώστιες που περνώ. Όλο φιλανθρωπίες μου κάνει ο Θεός και όλο οικονομίες. Ευχηθείτε όμως να μη με ξοφλάει με αυτά σ’ αυτήν την ζωή, γιατί τότε αλίμονό μου! Μεγάλη τιμή μου έκανε ο Χριστός να υπέφερα ακόμη περισσότερο την αγάπη Του, αρκεί να με ενίσχυε, ώστε να αντέχω, και μισθό δεν θέλω. 

Ο άνθρωπος, όταν είναι τελείως καλά στην υγεία του, δεν είναι καλά. Καλύτερα να έχει κάτι. Εγώ, όσο ωφελήθηκα από την αρρώστια, δεν ωφελήθηκα από όλη την άσκηση που είχα κάνει μέχρι τότε. Γι’ αυτό λέω, αν δεν έχει κανείς υποχρεώσεις, να προτιμά αρρώστιες παρά υγεία. Από την υγεία του είναι χρεώστης, ενώ από την αρρώστια, όταν την αντιμετωπίζει με υπομονή, έχει να λάβει. Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, είχε έρθει μια φορά ένας άγιος Επίσκοπος, πολύ γέρος, ονόματι Ιερόθεος, που ασκήτευε στην Σκήτη της Αγίας Άννης. Την ώρα που έφευγε, όπως πήγε να ανέβει στο ζώο, τραβήχτηκε το παντελόνι του και φάνηκαν τα πρησμένα του πόδια. Οι Πατέρες που πήγαν να τον βοηθήσουν, τα είδαν και τρόμαξαν. Εκείνος το κατάλαβε και τους είπε: «Αυτά είναι τα καλύτερα δώρα που μου έδωσε ο Θεός. Τον παρακαλώ να μη μου τα πάρει»

Απόσπασμα από το Βιβλίο«Λόγοι του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Δ’ Οικογενειακή ζωή»
πηγή

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ (ή Πώς πρέπει να στέκονται οι γονείς έναντι των εφήβων;)


Το θέμα μας είναι από τα πιο κρίσιμα διαχρονικά. Δεν υπάρχει εποχή και περίοδος του ανθρώπου που να μην έχει να αντιμετωπίσει τις σχέσεις του γονιού έναντι του εφήβου παιδιού του, είτε οι σχέσεις αυτές φαίνονται ομαλές είτε όχι. Κι αυτό γιατί η εφηβική ηλικία αποτελεί μία ξεχωριστή περίοδο στη ζωή του ανθρώπου, η οποία προκαλεί συνήθως ή πολλές φορές συγκρουσιακές καταστάσεις, αυτό που έχει χαρακτηριστεί ήδη ως ῾χάσμα των γενεών᾽. Από τη στάση μάλιστα των γονέων έναντι της ηλικίας αυτής εξαρτάται συχνά όχι μόνο η ομαλή πορεία των εφήβων, αλλά και καθορίζεται και η όλη η μετέπειτα ζωή τους. Έχουμε περιπτώσεις – όχι λίγες – που λόγω ακριβώς της μη ορθής αντιμετώπισης της περιόδου αυτής, τόσο από τους εφήβους όσο κυρίως από τους γονείς τους, παρέμειναν αξεδιάλυτα προβλήματα που ταλάνισαν και ταλανίζουν τον άνθρωπο ακόμη και στη θεωρούμενη ώριμη ηλικία. Όλοι θα έχουμε ακούσει την επισήμανση των σχετικών επιστημόνων ότι αν δεν περάσει κανείς την κρίση της εφηβικής ηλικίας τότε που πρέπει, θα έρθει η ώρα να την περάσει αργότερα, κατά πολύ χειρότερο συνήθως τρόπο. Και θέλουμε να πούμε ότι μιλώντας για τους γονείς και τη στάση τους έναντι των εφήβων εννοούμε βεβαίως αυτούς πρωτίστως, αλλά και κάθε άλλον που σχετίζεται πιο προσωπικά μαζί τους, όπως τους εκπαιδευτικούς, τους κληρικούς, τους κατηχητές, κάθε μέλος της ευρύτερης οικογένειας που τους συναναστρέφεται.

 1.  Μία εισαγωγική παρατήρηση.

Πριν προχωρήσουμε στο θέμα μας καθ᾽ αυτό, θα θέλαμε να κάνουμε μία γνωστή  αλλά απαραίτητη  παρατήρηση.
 Έχει λόγο η Εκκλησία σε θέματα ψυχολογικά και παιδαγωγικά; Και θέτουμε το ερώτημα, διότι μία πρώτη ένσταση που μπορεί να διατυπωθεί είναι αυτή: το θέμα της εφηβείας και των δυναμικών που αναπτύσσονται κατ᾽ αυτήν και κατά τη σχέση με τους γονείς είναι πρωτίστως θέμα της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής κι ίσως της κοινωνιολογίας. Τι λόγο μπορεί να έχει η θεολογία; Με άλλα λόγια η διαπραγμάτευση του θέματος από έναν κληρικό θεολόγο θα γίνει ως να ομιλεί ένας ψυχολόγος ή ένας ψυχίατρος ή ακόμη ένας παιδαγωγός, με την τρέχουσα έννοια του όρου; Μήπως τελικώς γίνεται μία υπέρβαση των ορίων της θεολογίας και εισέρχεται αυτή σε ῾ξένα᾽,  όπως λέμε, ῾χωράφια᾽; Αλλ᾽ η ένσταση είναι πολύ αδύναμη και ουσιαστικά αρνείται όλη την εν Χριστώ αποκάλυψη. Άρνηση της πίστεως να προσεγγίσει τέτοια θέματα σημαίνει άρνηση στην ουσία της ενανθρωπήσεως του Θεού, άρνηση της ανθρώπινης διάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Χριστός ενανθρώπησε, που θα πει ο Θεός προσέλαβε τον όλο άνθρωπο, ῾χωρίς αμαρτίας᾽ βεβαίως, συνεπώς δεν υπάρχει περιοχή της ανθρώπινης ζωής, για την οποία να μην μπορεί να μιλήσει ο λόγος της πίστεως, όταν μάλιστα η περιοχή αυτή είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και οι σχέσεις που αναπτύσσει με τον συνάνθρωπό του.
Η αλήθεια αυτή κατανοείται ακόμη περισσότερο, όταν ληφθεί υπόψιν ότι η χριστιανική πίστη έρχεται και φωτίζει όχι μόνο το ποιος είναι ο αληθινός Θεός, αλλά και το ποιος είναι ο αληθινός άνθρωπος, πώς πρέπει να ζει αυτός στον κόσμο τούτο, ποια είναι η μεγαλειώδης προοπτική του. Ο λόγος δηλαδή της πίστεως είναι ο κατεξοχήν λόγος που μπορεί να μιλήσει για τα θέματα αυτά, αξιοποιώντας βεβαίως και ό,τι άλλο οι επιστήμες του ανθρώπου έχουν διαπιστώσει από την έρευνά τους για τον ψυχισμό αυτού και για τις σχέσεις που αναπτύσσει στον κόσμο. Από την άποψη αυτή τα πορίσματα περί ανθρώπου της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής, της κοινωνιολογίας διευρύνονται με τον χριστιανικό λόγο, κατανοούνται βαθύτερα, προσανατολίζονται στην ορθή τους κατεύθυνση, ώστε να εξυπηρετείται ο άρτιος άνθρωπος, που δεν είναι άλλος, κατά την πίστη μας, από τον εν Χριστώ άνθρωπο, τον άγιο, τον ῾κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν Θεού᾽ δημιουργημένο.

2. Η σχέση γονέων και εφήβων: σχέση συνήθως ῾συγκρουσιακή᾽.

Ποια η συνήθης διαπίστωση των επιστημών του ανθρώπου, αλλά και της εμπειρίας του καθενός μας, για τη σχέση των εφήβων με τους γονείς τους και των γονέων με τους εφήβους; Η σχέση φαίνεται να είναι σχέση σύγκρουσης. Κι όταν μιλάμε για σύγκρουση δεν πρέπει να την εννοήσουμε κατ᾽ ανάγκη πάντοτε εμφανή ούτε και απόλυτη. Μπορεί να υφίσταται, αλλά να διαβαθμίζεται ανάλογα με τον χαρακτήρα των γονιών και των εφήβων, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο των γονιών, κυρίως ανάλογα με την πνευματική τους καλλιέργεια. Έτσι μπορεί ίσως να εκδηλώνεται λεκτικά, ακόμη και σωματικά με φωνές και εντάσεις, με ύβρεις, με βίαιες κινήσεις, αλλά μπορεί και εξωλεκτικά με μορφασμούς, συνοφρυώματα, μελαγχολική διάθεση, κάποια ιδιαίτερη σωματική στάση. 
Θεωρείται πάντως δεδομένη και λόγω της ίδιας της φύσης της εφηβικής ηλικίας, ως ηλικίας μεγάλων αλλαγών και εσωτερικών εντάσεων, και λόγω της αποδοχής των γονιών ότι αυτοί έχουν τον πρώτο λόγο ως κατεξοχήν υπεύθυνοι για την οικογένειά τους. Και ναι μεν οι γονείς έχουν απόλυτο δίκιο να ζητούν την υπακοή των παιδιών τους, αφού πράγματι εκείνοι αναλώνονται για τα προς το ζην και την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της οικογένειας, όμως και η εφηβική ηλικία έχει υπέρ αυτής το δεδομένο της αλλαγής, όπως είπαμε, και της έντασης. Και σ᾽ αυτό θα θέλαμε να επικεντρώσουμε περισσότερο την προσοχή μας.
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε και διαπιστώνουμε ότι οι αλλαγές στην ηλικία αυτή δεν είναι μόνο σωματικής φύσεως, πολύ μεγάλες πράγματι, αλλά κυρίως ψυχολογικής. Στην ηλικία αυτή ανατρέπονται όλα τα δεδομένα, κοσμοθεωριακά, όρασης προς την ίδια τη ζωή και του νοήματός της, σχέσης προς τους μεγαλυτέρους, είτε γονείς είτε διδασκάλους είτε κληρικούς, οι οποίοι συνήθως αποκαθηλώνονται από το βάθρο της αυθεντίας τους καθώς αναπτύσσεται η κριτική διάθεση των εφήβων, σχέσης προς τον ίδιο τους τον εαυτό. 
Το παιδί σιγά σιγά παραχωρεί τη θέση του στον άνθρωπο της ωριμότητας, αλλά νιώθει ότι περνά μέσα από μία μεταβατική περίοδο που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Νιώθει σαν χαμένος, κυριαρχημένος αφενός από τη βαθιά επιθυμία του να σπάσει τα δεσμά του και να γίνει ανεξάρτητος, αφετέρου από την προσκόλλησή του προς τους γονείς και τα παραδεδομένα,  κι αυτό του δημιουργεί πότε μία τεράστια ανασφάλεια που προσπαθεί να καλυφθεί τις περισσότερες φορές είτε από επιθετικότητα και εκρήξεις οργής είτε από κλείσιμο στον εαυτό του, και πότε μία υπεροπτική διάθεση ως να είναι ο κυρίαρχος του κόσμου. Γι᾽ αυτό και μιλούν οι ειδικοί για το κεντρικότερο πρόβλημα του εφήβου στη φάση αυτή, την έλλειψη της ψυχικής του ταυτότητας, κάτι που συνιστά μεγάλη οδύνη στον υπό ωρίμανση άνθρωπο. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο αυτό που έχει ειπωθεί ότι ένας οργισμένος νέος, που προκαλεί συνήθως τον εξοργισμό των μεγαλυτέρων, είναι τις περισσότερες φορές παράλληλα ένα φοβισμένο και ταραγμένο παιδί που ζητά τη μητρική αγκαλιά.
Αυτή η ανασφάλεια, η διελκυνστίδα μεταξύ της ορμής για ανεξαρτησία και της σιγουριάς της οικογένειας, είναι το πιο ιδανικό έδαφος για την αναζήτηση φίλων και προτύπων. Ο έφηβος ψάχνει για φίλους, δηλαδή για την ένταξη σε μία ομάδα που με τα κοινά της στοιχεία θα του δώσει την αίσθηση απόκτησης κάποιας ταυτότητας, και αυτοί οι φίλοι στην ηλικία αυτή φαίνεται να έχουν την προτεραιότητα και έναντι της ίδιας της οικογένειας. Γονιός που δεν κατανοεί την ιδιαιτερότητα αυτή της εφηβικής ηλικίας μπορεί να στενοχωρηθεί ή και να επαναστατήσει, νομίζοντας ότι το παιδί του τον έχει κάνει πέρα. Αλλά τούτο δεν είναι αλήθεια. Ο έφηβος εξακολουθεί και αγαπά τους γονείς του, αλλά και θέλει την απόκτηση της ανεξαρτησίας του. Η προτεραιότητα των φίλων λοιπόν είναι σημάδι υγείας του παιδιού, που πρέπει να το εκμεταλλευτεί ο γονιός, μαζί με την άλλη αναζήτηση του εφήβου για πρότυπα. Διαφορετικά, αν ο γονιός μείνει στη σύγκρουση και την άρνηση να κατανοήσει το έφηβο παιδί του, θεωρώντας το ως αντίπαλο, θα είναι υπεύθυνος για την πιθανή ώθηση που ο ίδιος θα έχει δώσει για την ένταξη του παιδιού του σε ομάδες και φιλίες όχι τόσο καλές ή ακόμη και στην απαρχή της γνωριμίας του με τον κόσμο των εξαρτησιογόνων ουσιών.
Καταλυτικός είναι ο ρόλος που παίζει στην ηλικία αυτή και το ερωτικό στοιχείο, το οποίο αρχίζει και εμφανίζεται με ένταση απαιτώντας αφενός την ικανοποίησή του, δημιουργώντας αφετέρου και τεράστιες ενοχές. Ο έφηβος πράγματι βρίσκεται εγκλωβισμένος και σ᾽ αυτήν την οδύνη: βλέπει τις αλλαγές στο σώμα του, αρχίζει ιδιαιτέρως να ενδιαφέρεται για το άλλο φύλο, όχι τόσο για την ικανοποίηση του ερωτισμού του, όσο για την κατανόηση του ίδιου του του εαυτού, αλλά και διακατέχεται και από ένα σωρό ενοχές. Το ενοχικό στοιχείο είναι εξόχως ανεπτυγμένο στον έφηβο, και γιατί γενικώς νιώθει ότι έρχεται σε σύγκρουση με τους γονείς του, αλλά και γιατί με τις σεξουαλικές παρορμήσεις του αρχίζει και αισθάνεται διεστραμμένος.
Και βεβαίως στην ηλικία αυτή έρχεται η αμφισβήτηση και του ίδιου του Θεού. Κάθε τι που είναι δοτό από τους γονείς και την οικογένεια, όπως και η ίδια η πίστη στον Θεό, τίθεται εν αμφιβόλω. Και δικαίως: το παιδί θέλει τη δοτή πίστη να την κάνει προσωπική και υπεύθυνη. Κι αυτό συνήθως περνά μέσα από τη φάση της αμφισβήτησης. Γι᾽ αυτό, και όπως θα δούμε παρακάτω, η φάση αυτή δεν θεωρείται αρνητική, αλλά εξόχως θετική, αφού γίνεται σκαλοπάτι για το πέρασμα στην αυθεντική πίστη.
Τα ολίγιστα αυτά στοιχεία των χαρακτηριστικών της εφηβείας μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εφηβική ηλικία είτε στην πρώτη φάση της είτε στη μετέπειτα είναι μία ηλικία που όχι απλώς ζητά την κατανόησή της, αλλά την απαιτεί, πότε με τρόπο λεκτικό και πότε όχι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέγας Ιωάννης Χρυσόστομος έχει χαρακτηρίσει την εφηβική ηλικία ως παράλογη ηλικία και την έχει εικονίσει με την εικόνα του κένταυρου, μισού ανθρώπου και μισού αλόγου, για να πει δηλαδή ότι ο έφηβος έχει κατεξοχήν τη φιλοτιμία του ανθρώπου αλλά και τον παραλογισμό του αλόγου ζώου. Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις φαντάζουν δεδομένες, οπότε το ερώτημα τι κάνουμε απέναντι στους εφήβους μας είναι αυτονόητο και εναγώνιο.

3. Πώς στεκόμαστε λοιπόν οι γονείς απέναντι στους εφήβους μας;

Κι αυτό θα πει:  τι μπορεί η χριστιανική πίστη μας, η Εκκλησία μας δηλαδή, να προσφέρει τόσο στους ίδιους τους εφήβους όσο και στους γονείς; Τι έχει να πει;
(α) Πρώτον, σε ένα γενικό επίπεδο, να κατανοήσουμε όλοι, έφηβοι και γονείς, ότι η εφηβική ηλικία δεν είναι μία παρά φύσιν ή νοσηρή ηλικία. Το να είναι κανείς έφηβος δεν είναι αρρώστια. Ό,τι συνήθως λένε οι ιατροί γυναικολόγοι στις εγκύους γυναίκες, ότι η περίοδος της εγκυμοσύνης δεν είναι περίοδος αρρώστιας αλλά κάτι το φυσιολογικό που απαιτεί βεβαίως και προσοχή, το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την περίοδο της εφηβείας. Πρόκειται για τη φυσιολογία της μετάβασης από την παιδική στην ώριμη ηλικία, την οποία ο ίδιος ο Θεός έχει καθορίσει. Ούτε λοιπόν ο έφηβος πρέπει να βλέπει τον εαυτό του ως κάτι το εξωγήινο, ως κάτι που μόνο σ᾽ αυτόν τον ίδιο συμβαίνει αυτό που περνά, ούτε όμως κι ο γονιός πρέπει να αντιμετωπίζει την περίοδο αυτή του παιδιού του ως περίοδο ανωμαλίας και νοσηρότητας. Πόσο εύκολα, είναι αλήθεια, ξεχνάμε οι μεγάλοι τη δική μας εφηβική ηλικία. Εκτός κι αν αντιδρούμε αρνητικά και πανικόβλητα, διότι είμαστε ακόμη μπλοκαρισμένοι από αυτήν, έχοντας αφήσει πίσω μας αναπάντητα ερωτηματικά!  Όσο πιο γρήγορα πάντως κατανοήσει και ο ίδιος ο έφηβος, κυρίως όμως ο γονιός του ότι πρόκειται για επώδυνη ίσως αλλά και φυσιολογική κατάσταση που γεννά την ωριμότητα, τόσο πιο γρήγορα και εύκολα θα υπερβαθούν οι εντάσεις και οι συγκρούσεις μεταξύ τους.
Και δεύτερον: να θυμηθούμε ότι στη ζωή αυτή που το γνώρισμά της είναι συνήθως η θλίψη και οι δοκιμασίες - ῾διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών᾽ σημείωσε ο Κύριος – η μόνη σώζουσα στάση του ανθρώπου είναι η αγάπη. Ό,τι κι αν αντιμετωπίζουμε, σε οποιαδήποτε δοκιμασία κι  αν επιτρέψει ο Θεός να εισέλθουμε, δεν πρέπει να μετασταθούμε από την ορθή οδό, δηλαδή την αγάπη. Άλλωστε, θα έλεγε κανείς ότι ακριβώς γι᾽ αυτήν την απόκτησή της επιτρέπει ο Θεός τις δοκιμασίες στη ζωή μας. Με το αιτιολογικό βεβαίως  ότι ασκούμενοι σ᾽ αυτήν οδηγούμαστε σε ό,τι συνιστά σκοπό της χριστιανικής ζωής, την εύρεση και τη βίωση του Χριστού στη ζωή μας. Τίποτε λοιπόν δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έκπτωση από την προοπτική αυτή, γεγονός που σημαίνει ότι και η αντιμετώπιση των εφήβων με τα προβλήματα που περικλείει η σχέση μας μαζί τους εκεί στοχεύει: να κρατήσουμε την αγάπη του Θεού και να τους βοηθήσουμε να προσανατολιστούν στην ίδια αυτή προοπτική.
(β) Πιο συγκεκριμένα: αν η αγάπη είναι το καθοριστικό στοιχείο της στάσης μας απέναντι σε όλους, πολύ περισσότερο είναι για τη στάση μας απέναντι στους εφήβους μας. Εδώ πρωτίστως ισχύει ῾ο παροξυσμός της αγάπης᾽, για την οποία μιλάει ο απόστολος Παύλος. ῾Κατανοώμεν αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης᾽. Αγαπώ, κατά τον θεόπνευστο αυτό λόγο, σημαίνει κατανοώ τον άλλον. Απέναντι δηλαδή στους εφήβους ούτε πρέπει να νευριάζουμε και να εξοργιζόμαστε, όπως αναφέραμε και παραπάνω – κάτι που δυστυχώς θεωρείται από τον κοσμικό άνθρωπο εντελώς φυσικό – ούτε όμως και να αδιαφορούμε. Και τα δύο, οργή και αδιαφορία, συνιστούν έλλειψη αγάπης, συνεπώς εκτροπή από την αλήθεια της πίστεως. Κι από την άποψη αυτή η εφηβική ηλικία είναι μία πρόκληση αναμέτρησης και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Μπροστά σ᾽ έναν έφηβο φανερώνονται και τα δικά μας πνευματικά μέτρα, όπως συμβαίνει με έναν καθρέπτη, οπότε η σχέση με τους εφήβους μπορεί να αξιοποιηθεί για την πνευματική προκοπή και τον αγιασμό μας. Ας θυμηθούμε το γνωστό περιστατικό με τον Γέροντα Πορφύριο, κατά το οποίο περπατώντας στον δρόμο μ᾽ έναν γνωστό του, είδαν μία νεαρή κοπέλα, ντυμένη έξαλλα. Κι ο μεν συνοδός του Γέροντα εξοργίστηκε από το προκλητικό ντύσιμο, βρίσκοντας την ευκαιρία να ξεσπάσει κατά της εκτροχιασμένης νεολαίας, ο δε Γέρων που ζούσε την αληθινή αγάπη και κατανοούσε σε βάθος τα πράγματα, είδε τον δυναμισμό που έκρυβε η κοπέλα, λέγοντας ότι αν καθοδηγηθεί σωστά ο δυναμισμός της θα οδηγηθεί σε αγιότητα. Ο συνοδός έβλεπε την επιφάνεια, ο Γέροντας έβλεπε το βάθος. 
«Η σχέση με τους εφήβους– σημειώνει σύγχρονος ψυχίατρος που ασχολείται ιδιαιτέρως με την ψυχολογία των εφήβων – είναι μία υπαρξιακή αναμόχλευση και γι᾽ αυτό δεν την αντέχουν όλοι. Προκαλεί αποσταθεροποίηση αλλά ταυτόχρονα συνιστά ευλογία και δώρο. Προτρέπει για επαφή με ρεύματα αληθινής ζωής και με τις ξεχασμένες ή υποτιμημένες δυνάμεις μας. ῾Συχνά ρωτώ γονείς: - τι έμαθες από τον έφηβό σου αυτήν την εβδομάδα; Ή: - τι έμαθες για τον εαυτό σου ζώντας με έναν έφηβο στο σπίτι; Τέτοιες ερωτήσεις λειτουργούν ως καταλύτες για ενδοσκόπηση του γονέα» (π. Β. Θερμός, Ταραγμένη άνοιξη, σελ. 215-216).
Κατανόηση λοιπόν εν αγάπη: η ενδεδειγμένη στάση απέναντι στους εφήβους. Αν, για να συνεχίσουμε το σκεπτικό, η προκλητική συμπεριφορά ενός εφήβου μάς οδηγεί σε οργή, με αποτέλεσμα να τον προκαλούμε κι εμείς με τη σειρά μας, είτε επιτιθέμενοι σε αυτόν είτε αδιαφορώντας – η αδιαφορία συνιστά εξίσου επιθετική συμπεριφορά, πολλές φορές χειρότερης μορφής από ό,τι η ίδια η επίθεση - τότε αφενός αποκαλυπτόμαστε εντελώς ανώριμοι, αφού η στάση μας καθορίζεται από την πρόκληση που δεχόμαστε – εκεί φανερώνεται η ανωριμότητα του ανθρώπου: όταν δεν καθορίζει αυτός την πορεία του, αλλά δρα στη ζωή του αντιδραστικά -, αφετέρου περιπίπτουμε σ᾽ αυτό που λέει πάλι ο μέγας απόστολος Παύλος ῾οι γονείς μη παροργίζετε τα τέκνα υμών᾽. Δεν δικαιολογούμαστε ότι εκείνα μας προκαλούν κι εμείς αντιδρούμε ανάλογα, γιατί είπαμε αυτό δείχνει παντελή έλλειψη αγάπης, πέρα από ανωριμότητα, και κατ᾽ ουσίαν απιστία προς τον Χριστό. Το μόνο που μας ζητείται είναι να στεκόμαστε στην αγάπη, δηλαδή πάνω στον ίδιο τον Θεό που είναι αγάπη.
Η αληθινή αγάπη προς τους εφήβους σημαίνει έτσι από πλευράς των γονέων και των μεγάλων δύο καίρια πράγματα: πρώτον, την προσέγγισή τους χωρίς υποκρισία, δεύτερον, τον σεβασμό της ελευθερίας τους.
Ως προς το πρώτο: νομίζουμε πως ό,τι είπαμε μέχρι τώρα καταδεικνύει το γεγονός ότι η σχέση με τους εφήβους αποκλείει οποιαδήποτε υποκριτική συμπεριφορά. Αν και τα μικρά ακόμη παιδιά έχουν την ικανότητα να καταλαβαίνουν πολλές φορές το αν είναι αυθεντικοί απέναντί τους οι μεγαλύτεροι – ας θυμηθούμε το γνωστό στίχο από τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου ῾πώς να κρυφτείς απ᾽ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα᾽- πόσο περισσότερο ισχύει τούτο για τους εφήβους που όχι μόνο η διαίσθησή τους αλλά και η κρίση τους έχει αρχίσει να οξύνεται; Ψεύτικες συμπεριφορές λοιπόν και κοροϊδίες δεν πρέπει να υπάρχουν στη σχέση μας προς αυτούς. Εκτός από την άμεση επισήμανσή τους, θα᾽ ναι κτύπημα συντριπτικό για την ομαλή εξέλιξη προς την ωρίμανσή τους. Κι αν ενδεχομένως για διαφόρους λόγους δεν αντιδράσουν φανερά, θα οδηγηθούν σε εσωτερική αντίδραση, σε κλείσιμο στον εαυτό τους ή σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.

Ως προς το δεύτερο: νομίζουμε ότι δεν γινόμαστε υπερβολικοί αν ισχυριστούμε ότι η καταστρατήγηση της ελευθερίας των εφήβων συνιστά το αποκορύφωμα του παροργισμού των μεγαλυτέρων, κυρίως των γονιών, απέναντί τους, για τον οποίο, όπως είδαμε, μιλάει ο απόστολος Παύλος. Θέλουμε να πούμε ότι γονείς και γενικώς μεγάλοι θα δώσουμε φρικτό λόγο στον Θεό, γιατί ακριβώς αρνούμενοι να σεβαστούμε την ελευθερία των νέων τούς παροργίζουμε και συνεπώς τους οδηγούμε σε μεγαλύτερη ταραχή. Μήπως πρέπει να σκεφτούμε εδώ και τον λόγο του Κυρίου ῾ουαί δι᾽ ου το σκάνδαλον έρχεται᾽; Δεν γινόμαστε σκάνδαλο και πρόσκομμα για τα παιδιά μας, όταν καταργούμε αυτό που ο ίδιος ο Θεός έδωσε και πάντοτε το σέβεται, την ελευθερία μας; Η ελευθερία δεν είναι το πιο ουσιαστικό γνώρισμα της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο, που σημαίνει ότι χωρίς αυτό ο άνθρωπος θεωρείται κολοβωμένος και διεστραμμένος; Ο Γέρων Πορφύριος που με τον φωτισμό του Θεού που είχε κατανοούσε σε βάθος το είναι του ανθρώπου, συνήθιζε να λέει: Ο Θεός όχι απλώς έδωσε στον άνθρωπο ελευθερία. Χάραξε την ελευθερία μέσα του».
Και βεβαίως δεν εννοούμε με το παραπάνω την άρνησή μας να θέτουμε κάποια όρια, ιδίως όταν ο έφηβος βρίσκεται στην πρώτη φάση της εφηβικής ηλικίας. Τα όρια είναι απαραίτητο να υπάρχουν, γιατί τα έχουν ανάγκη πρωτίστως τα παιδιά μας. Είναι εκείνα που μέσα στο χάος της αναταραχής που βρίσκονται τα διευκολύνουν και τα ηρεμούν, γιατί τους θέτουν ένα πλαίσιο που από μόνα τους δεν μπορούν να βάλουν.  Όσο μεγαλώνουν όμως τα όρια αυτά σιγά σιγά πρέπει να μειώνονται, για να μη φτάσουμε στο σημείο της έντονης αντίδρασής τους. ῾Κουρντίζουμε όσο παίρνει᾽, έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος. Κι ο εξίσου μεγάλος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τόνιζε: ῾Καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά, θα πρέπει διακριτικά να τους δίνουμε ελευθερία και να τα αφήνουμε να πορεύονται τον δρόμο τους. Να μη χρησιμοποιούμε το ρήμα απαγορεύω, ακόμη και για την ψυχαγωγία. Δεν έχει τόσο σημασία πώς συμπεριφέρονται σε δευτερεύοντα θέματα, όσο εάν αγαπούν τον Χριστό᾽(Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ). Κι εδώ ιδιαιτέρως έχει θέση ο διάλογος με τους εφήβους.
Ο σεβασμός της ελευθερίας του εφήβου εκφράζεται κατεξοχήν με αυτό στο οποίο πηγαίνει το μυαλό όλων: τον διάλογο μαζί του. Όταν αγαπάς κάποιον, θα προσπαθήσεις να διαλεχθείς μαζί του, για να τον κατανοήσεις βαθύτερα, για να τον πείσεις ίσως με τα επιχειρήματά σου, για να πειστείς – ό,τι πιο ωραίο ακούγεται – από τα δικά του επιχειρήματα. Κι αυτό σημαίνει ότι ο διάλογος πρωτίστως γίνεται, εφόσον υπάρχει αγάπη, για να ακούσεις τον άλλο. 
Πόσο ελλειμματικοί φανερωνόμαστε και στο σημείο οι μεγάλοι – το ξαναλέμε: γονείς, δάσκαλοι, κληρικοί – όταν τύποις κάνουμε διάλογο με  τους νέους, θεωρώντας ότι υφίσταται αυτός προκειμένου οι νέοι να ακούσουν εμάς! Αλλά, αν στον διάλογο δεν ξεκινάμε με αυτήν την προϋπόθεση: να ακούσουμε τον άλλον και να πειστούμε από αυτόν, εφόσον τα επιχειρήματά του είναι ισχυρότερα από τα δικά μας, τότε δεν κάνουμε διάλογο. Κάνουμε μονόλογο με...ακροατήριο! Και μιλάμε για διάλογο σε θέματα ανθρώπινα και της καθημερινής ζωή, όχι για θέματα πίστεως, που εκεί πράγματι δεν χωρεί υποχώρηση. Λοιπόν, ο διάλογος με τους εφήβους είναι ό,τι τους πείθει ότι σεβόμαστε την ελευθερία τους, συνεπώς τους αγαπάμε, οπότε υπάρχει ελπίδα να ακούσουν κι εμάς και να προβληματιστούν για τις απόψεις μας.
Και μια τέτοια στάση απέναντί τους είναι και μια πρόκληση για δική μας ταπείνωση. Νομίζουμε ότι ένα από τα ωραιότερα πράγματα στην πνευματική μας πορεία, ένα κυριολεκτικά στεφάνι μας, θα είναι όταν με επίγνωση φτάσουμε στο σημείο να ῾ηττηθούμε᾽ από τα παιδιά μας και να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Τι μεγάλη χαρά πράγματι ο μεγάλος στην ηλικία, ο γονιός του κυρίως, να πει στον έφηβο, τον οποίο αγαπά και κατανοεί, ότι ῾έκανα λάθος. Έχεις δίκιο᾽. Εκεί έχουμε την εντύπωση αποκαλύπτεται το μεγαλείο του μεγάλου, στη θεωρούμενη ῾ήττα᾽ του. Γιατί μάλλον τότε είναι η ώρα της νίκης μας – να καμφθεί η ισχυρογνωμοσύνη του εφήβου. Θα μοιάζει τούτο με την ῾ήττα᾽ του ίδιου του Θεού, όταν στην πάλη Του με τον Ιακώβ τελικώς ῾ηττήθηκε᾽ από εκείνον και τον ονόμασε Ισραήλ, δηλαδή δυνατό. Αν ο ίδιος ο Θεός μας αρέσκεται να ῾ηττάται᾽ από τα πλάσματά Του, στους εναγώνιους διαλόγους Του με αυτά, τι είμαστε εμείς αν όχι αντικείμενοι στον Θεό, όταν αρνούμαστε  πεισματικά και εγωιστικά να ῾ηττηθούμε᾽ από τα επιχειρήματα και τα λόγια των παιδιών μας;
Ο διάλογος λοιπόν είναι εκείνο που φανερώνει την αγάπη μας προς τους εφήβους και τους κάνει να νιώθουν ότι τους αντιμετωπίζουμε ως ίσους και αξιοσέβαστους, με αποτέλεσμα να τους ωθούμε προς την ωρίμανσή τους. Και τονίζουμε και πάλι – χωρίς να θέλουμε να γίνουμε κουραστικοί – ότι μιλάμε για τον αληθινό διάλογο ως έκφραση αγάπης και ελευθερίας, γιατί υπάρχει κι ένας άλλος διάλογος, τον οποίο χρησιμοποιούν ορισμένοι πιο μορφωμένοι και ενημερωμένοι παιδαγωγικά γονείς, ως απλό εργαλείο απέναντι στα παιδιά τους, με την έννοια ότι φαίνεται να διαλέγονται, προσπαθώντας όμως να ῾υποτάξουν᾽ τον λόγο των παιδιών τους και μην ακούγοντας ουσιαστικά το τι εκείνα λένε.

Αν όμως οι έφηβοί μας, παρ᾽ όλα τα δίκαια επιχειρήματά μας, δεν πείθονται; Αν βλέπουμε ότι αυτό που έχουν κατά νουν δεν είναι σωστό και επιμένουν να το κάνουν; Θα καταστρατηγήσουμε την ελευθερία τους; Θα προσπαθήσουμε να τους επιβληθούμε ασκώντας βία; Κι εννοούμε οχι τη σωματική – αυτό ούτε κατά διάνοια δεν πρέπει να υπάρχει – αλλά την ψυχολογική: φωνές, απειλές, τρομοκρατία. Η απάντηση σαφώς είναι αρνητική. Όταν ο γονιός έχει εξαντλήσει τα όποια επιχειρήματά του και δεν έχει πείσει το έφηβο παιδί του, αγόρι ή κορίτσι, τότε παίρνει στα χέρια του το μεγαλύτερο και ισχυρότερο όπλο που διαθέτει, την προσευχή. 


Οι χριστιανοί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεγαλύτερη δύναμη που διαθέτουμε είναι η αναφορά μας στον Θεό. Ό,τι ανθρωπίνως δεν μπορούμε να πετύχουμε, το πετυχαίνουμε συνήθως μέσω της βοήθειας του Θεού, της Παναγίας , των αγίων μας. ῾Τα αδύνατα παρ᾽ ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ᾽. Κι είναι γνωστό ότι τότε η προσευχή ενεργοποιείται, όταν λέγεται από δίκαιο άνθρωπο. Κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής ῾πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη᾽. Και ποιος είναι ο δίκαιος άνθρωπος; Ασφαλώς εκείνος που προσπαθεί να τηρεί στη ζωή του, όσο είναι δυνατόν, το θέλημα του Θεού. Με άλλα λόγια, όταν ένας γονιός είναι συνεπής στην πίστη του και αγωνίζεται εν μετανοία, τότε η προσευχή του φτάνει αμέσως στα ώτα του Κυρίου, ο Οποίος παίρνοντας αφορμή από αυτήν, συνήθως ανταποκρίνεται στο αίτημα. Οπότε ο γονιός και καθένας που συναναστρέφεται εφήβους, ποτέ δεν απελπίζεται. ῾Όπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις᾽. Πόσοι γονείς δεν πήγαιναν απογοητευμένοι στον Γέροντα Παΐσιο, για να πουν τα προβλήματά τους με τα έφηβα παιδιά τους, ευρισκόμενοι σε αδιέξοδο και απόγνωση! Κι ο Γέροντας πάντοτε τους καθησύχαζε, προσανατολίζοντάς τους σε αυτά τα δύο: στον δικό τους πρώτα αγιασμό, και στην εν ελπίδι προσευχή τους στον Κύριο. ῾Αφήστε και κανένα κατσαβίδι για τον Χριστό᾽, συνήθιζε να λέει. ῾Όλα εσείς θα τα κάνετε;᾽

Κι ίσως σ᾽αυτήν τη θεωρούμενη απλοϊκή και χαριτωμένη απάντηση του αγίου Γέροντα πρέπει να σταθούμε περισσότερο. Γιατί κρύβει το βάθος της πίστης μας. Τι ήταν σαν να έλεγε ο Γέροντας με τα λόγια του; Ότι ο Χριστός είναι Εκείνος που πολύ περισσότερο από τους γονείς αγαπά και ενδιαφέρεται για τα παιδιά τους. Διότι τα παιδιά τους είναι δικά Του μέλη.
Αυτό συνήθως ξεχνάμε δυστυχώς οι γονείς αποκαλύπτοντας την ολιγοπιστία ή και την απιστία μας: ότι τα παιδιά μας δεν μας ανήκουν. Μπορεί ο Θεός να θέλησε να γίνουμε τα όργανά Του για να έλθουν νέες υπάρξεις στον κόσμο, μα τα παιδιά ανήκουν στον Δημιουργό τους, τον Κύριο  Ιησού Χριστό, που είναι ο ῾δι᾽ Ου τα πάντα εγένετο᾽. Και μάλιστα, αφότου τα παιδιά βαπτίστηκαν και χρίστηκαν στην Εκκλησία, έγιναν μέλη Χριστού, ενσωματωμένα στο άγιο σώμα Του, την Εκκλησία, κλαδιά στο δικό Του αμπέλι, ενδεδυμένα τον Ίδιο και συνεπώς όντας προέκτασή Του και μια άλλη δική Του φανέρωση στον κόσμο. Το λάθος λοιπόν που πολλές φορές κάνουμε οι γονείς είναι ότι δεν βλέπουμε τα παιδιά μας...ολόκληρα, αλλά αποσπασματικά. Δεν τα βλέπουμε δηλαδή μαζί με τον Χριστό και εν σχέσει προς Εκείνον, γι᾽ αυτό και αγωνιούμε και ταραζόμαστε και χανόμαστε μαζί με εκείνα. Αλλά πάνω από όλους και από όλα βρίσκεται ακριβώς ο Χριστός. Και μπορεί εμείς να βλέπουμε την ταραχή των εφήβων μας, δεν βλέπουμε όμως το χέρι που τα διακρατεί και τα συγκρατεί, έτοιμο να τα σώσει από οποιαδήποτε καταιγίδα και φουρτούνα. ῾Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;᾽, ακούγεται και για εμάς ο ελεγκτικός λόγος του Κυρίου.
Θέλουμε λοιπόν να προσεγγίζουμε τους νέους μας; Η απάντηση είναι: να τους προσεγγίζουμε με αγάπη, με κατανόηση, με σεβασμό της ελευθερίας τους, με συνεχή χρήση του διαλόγου και κυρίως με προσευχή. Τι πιο παρήγορο υπάρχει από το τελευταίο, όταν φέρνουμε στον νου μας τη Χαναναία γυναίκα; Κι εκείνη πάλευε για τη θυγατέρα της, που όχι απλώς ταλαιπωρείτο από τα προβλήματα ίσως της ηλικίας της, αλλά από τον ίδιο τον διάβολο. Η επιμονή της όμως, η διαρκής αναφορά της στον Χριστό, συνδυασμένη με την αγάπη και την ταπείνωσή της, έκαμψε την υποτιθέμενη ῾σκληρότητα᾽του Κυρίου, για να εισπράξει τον θαυμαστικό λόγο Του: ῾Ω, γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη παραχρήμα η θυγάτηρ αυτής᾽.

Μια τέτοια προσέγγιση των εφήβων από πλευράς μας θα είναι εκείνη που στο βάθος της καρδιάς τους θα δώσει την αληθινή εικόνα του Θεού, ως του στοργικού Πατέρα, του φίλου και αδελφού, του γεμάτου αγάπη προς τον κόσμο Του, που σημαίνει ότι θα τους ωθήσει στον ορθό προσανατολισμό της ζωής τους. Τον Θεό συνήθως Τον γνωρίζουμε από τους θεωρουμένους εκπροσώπους Του, από εκείνους δηλαδή που μας μιλούν γι᾽ Αυτόν και Τον μαρτυρούν. Στα όρια των γονέων, των δασκάλων, των κληρικών λοιπόν θα δουν και την εικόνα του Θεού, κάτι που θα βοηθήσει στην αληθινή εν Χριστώ γέννησή τους. Όταν ο ίδιος ο Κύριος έλεγε στους Φαρισαίους το ήδη από την Παλαιά Διαθήκη λόγιο ότι ῾δι᾽ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσι᾽, δηλαδή η κακή μαρτυρία ζωής των θεωρουμένων ανθρώπων του Θεού οδηγεί σε άρνηση του Θεού από τους ειδωλολάτρες, πολύ περισσότερο ισχύει και το αντίστροφο: οι άνθρωποι οδηγούμαστε στον Θεό, βλέποντας την αληθινή εικόνα Του από τους γνήσιους ανθρώπους του Θεού. Θέλουμε να πούμε λοιπόν ότι η μεγαλύτερη ευεργεσία των γονιών και των μεγαλυτέρων προς τους εφήβους είναι να ζουν με συνέπεια την πίστη τους και να μαρτυρούν αυτό που ο Θεός μας είναι: Αγάπη. Κι αρνητής της πίστης να γίνει ένας έφηβος, μέσα στα πλαίσια της αντίδρασής του ως πορείας προς την ανεξαρτησία του και την εύρεση της ταυτότητάς του, η γνησιότητα της ζωής μας και της αγάπης μας θα έχει αποτυπωθεί στο βάθος της ψυχής του και θα τον έχει σφραγίσει καταλυτικά.
Κι ίσως σ᾽ αυτό το σημείο να πρέπει να επιμείνουμε, ότι δηλαδή τελικά ο καλός σπόρος θα υπερισχύσει στον έφηβο, έστω κι αν φαίνεται ότι ξέφυγε και παρεξέκλινε της ορθής πορείας. Κι αυτό γιατί κ α ι  η αμφισβήτηση και η επανάσταση απέναντι στα καθιερωμένα, έστω και τα της πίστεως, είναι φυσιολογική κατάσταση – σκαλοπάτι για την ωρίμανση – για έναν έφηβο, κ α ι η δύναμη του καλού είναι μεγαλύτερη του όποιου θεωρούμενου κακού. Μην τρομάζουμε δηλαδή όταν βλέπουμε εφήβους να αντιδρούν σε ό,τι έμαθαν για τον Θεό και να απομακρύνονται από την Εκκλησία. Πρόκειται για μια αποστασιοποίηση, που μέσα στο σχέδιο του Θεού σκοπό έχει η παιδική και δοτή λεγόμενη πίστη να γίνει προσωπική και ώριμη. 
Ας θυμηθούμε και πάλι τον Γέροντα Παΐσιο με το ωραίο παράδειγμα που έφερνε πάνω σ᾽ αυτό: η τυχόν απομάκρυνση ενός εφήβου από την πίστη, οι αμφιβολίες που τον διακατέχουν για τα παραδεδομένα, να μη μας πανικοβάλλουν. Γιατί και πάλι θα επανέλθει σε ό,τι είδε και έμαθε από τους γονείς του. Όπως οι ξύλινες κολόνες της Δ.Ε.Η. είναι αλειμμένες με πίσσα ώς το σημείο που μπήγονται στη γη, ώστε να αποφεύγεται το σάπισμα του ξύλου, έτσι και το παιδί που έγινε έφηβος: αυτά που έμαθε και έζησε στην οικογένεια θα το προφυλάξουν από την πνευματική σαπίλα. Κι από την άλλη βεβαίως η δύναμη του καλού είναι ισχυρότερη του κακού. Διότι εδώ μιλάμε για την παντοδύναμη ενέργεια του ίδιου του Τριαδικού Θεού μας, ο Οποίος μέσα στην άπειρη αγάπη Του για τα πλάσματά Του δεν αφήνει κανέναν απρονόητο και αφρόντιστο, και μάλιστα τον άνθρωπο.
Η απαλή και διακριτική βοήθεια του γονιού και του μεγαλυτέρου προς τον έφηβο, ώστε ελεύθερα και με επίγνωση να αποδεχθεί τη χριστιανική πίστη, θα τον οδηγήσει στην ορθή ένταξή του στην Εκκλησία, ως τον χώρο που πέρα από το απολύτως ζητούμενο: την εύρεση του Θεού, θα του καλύψει τη βαθιά του ανάγκη για απόκτηση ψυχικής ταυτότητας. Μάλλον στον βαθμό που θα βιώνει την παρουσία του Θεού ως προσωπικό του γεγονός θα αποκτά και αίσθηση του ποιος είναι, ποιο νόημα έχει η ζωή του, ποια η προοπτική του, ποιες είναι οι αληθινές σχέσεις του στον κόσμο. 
Από την άποψη αυτή μεγαλύτερη βοήθεια για την υπέρβαση της ανασφάλειας και του φόβου που νιώθει φυσιολογικά ένας έφηβος, μέσα στον συγκλονισμό της κρίσης που υφίσταται στην πορεία ωρίμανσής του, δεν υπάρχει. Και ταυτοχρόνως προσανατολισμένος στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, θα νιώθει ότι καλύπτεται πλήρως από τη δίψα του για εύρεση αυθεντικών φίλων και αυθεντικών προτύπων στη ζωή του. Διότι πέραν από το γεγονός ότι πράγματι μπορεί να βρει άλλους συνομηλίκους του με τα ίδια ενδιαφέροντα και τις ίδιες αξίες που εξανθρωπίζουν τον άνθρωπο, θα βρει τα διαχρονικά πρότυπα και τους αγαπημένους φίλους στα πρόσωπα των αγίων. Οι άγιοι, και μάλιστα οι νέοι στην ηλικία, παλαιότεροι και νεώτεροι, είναι ό,τι ανώτερο μπορεί να υπάρξει ως προσανατολισμός ζωής, για έναν έφηβο. 


Ο νεαρός άγιος Ταρσίζιος, ο άγιος Νέστορας, ο άγιος Απόστολος ο νεομάρτυρας, η αγία Ευφημία, οι άγιες Αγάπη, Πίστη και Ελπίδα, αλλά ακόμη και οι νέοι μάρτυρες της εποχής μας σαν τον 22χρονο Ευγένιο Ροντιόνωφ, που μαρτύρησε για την πίστη του από τους Τσετσένους, δίνουν ισχυρά ερεθίσματα στις ψυχές των νέων, οι οποίοι συγκινούνται όταν ακούνε και βλέπουν νέους σαν κι αυτούς να είναι δοσμένοι στην αγάπη του Χριστού. Μη βλέπουμε, όπως είπαμε, μόνο το άλογο και παράλογο στοιχείο της εφηβικής ηλικίας. Πολύ περισσότερο λειτουργεί η φιλότιμη πλευρά του εφήβου, αυτή που μπορεί να τον κάνει να μεγαλουργήσει και να τον κάνει να φτάσει ακόμη και σε ύψη αγιότητας. Κι αν ίσως εμείς ξεχνάμε την πλευρά του αυτή, δεν την ξεχνούν εκείνες οι ομάδες που λειτουργούν υπόγεια και σε σκοτεινά πολλές φορές συμφέροντα, οι οποίες τους προσεγγίζουν, για να αξιοποιήσουν τη γνησιότητα και ακεραιότητα του χαρακτήρα τους και τη νεανική τους ορμή.

4. Σαν επίλογος.

- Θα αφήσουμε το έφηβο παιδί μας, της πρώτης φάσης εφηβείας, να πάει σε πάρτι;
- Τι γίνεται που θέλει να ξενυχτάει;
-  Θέλει να κάνει σχέση με το άλλο φύλο. Θα επέμβουμε;
- Ζητά να πάει μόνο του διακοπές. Τι θα κάνουμε;
- Να φέρει τον ή τη φίλη στο σπίτι;
- Θέλει να ντυθεί προκλητικά. Τι θα πούμε;
- Δεν θέλει να έλθει στην Εκκλησία.
Ορισμένα από τα ερωτήματα, εκτός από πολλά άλλα, που αντιμετωπίζουμε ή αντιμετωπίσαμε οι γονείς από τα έφηβα παιδιά μας και που η απάντηση δίνεται κάθε φορά από τους γονείς εξατομικευμένα. Την ορθή απάντηση πάντως θα τη βρίσκουμε και θα τη δίνουμε, όταν δεν ξεχνάμε το πιο βασικό: ποτέ δεν πρέπει να κινούμαστε με απόλυτο τρόπο. Απόλυτο είναι μόνον ένα, κι είναι πράγματι αδιαπραγμάτευτο: η αδιάκοπη αγάπη μας, που θα μας φωτίζει να πορευόμαστε με διάκριση και σεβασμό των παιδιών μας, τεντώνοντας ή λασκάροντας το λουρί εκεί που πρέπει και όσο παίρνει. Το τονίσαμε: κουρντίζουμε το ρολόι όσο μας επιτρέπει. ῾Καιρός του πολεμήσαι, καιρός του ειρηνεύσαι᾽, λέει κάπου ο λόγος του Θεού. Και πάνω από όλα, αξιοποίηση της προσευχής. ῾Τα λόγια του γονιού στο παιδί πηγαίνουν στα αυτιά – λένε οι άγιοί μας – ενώ τα λόγια του στον Θεό για τα παιδιά πηγαίνουν στην καρδιά᾽. Ελευθερία δεν σημαίνει ῾κάνε ό,τι θέλεις᾽, αλλά ῾κάνε ό,τι θέλεις με όρους᾽. Δηλαδή, συζητάμε με τα παιδιά, δεν εκφράζουμε εκπλήξεις και θαυμασμούς για κάτι κακό που κάνουν, και σε μερικά δευτερεύοντα θέματα τα αφήνουμε να ενεργούν με την θέλησή τους. Εάν κάποιο παιδί θέλη να πάη στο πάρτυ, να του πούμε: ῾Κάνε προσευχή και ό,τι σε φωτίσει ο Θεός᾽. Και να προσθέσουμε: ῾Εγώ δεν θα σου το κρατήσω, εάν πας στο πάρτυ μετά από προσευχή᾽. Έτσι τους αναπτύσσουμε την υπευθυνότητα και την σχέση τους με τον Χριστό, τους μαθαίνουμε να προσεύχονται στον Θεό για κάθε πράξη τους». Είναι λόγια και πάλι του Γέροντα Σωφρονίου, που τα κατέγραψε μαζί και με πολλά άλλα, τόσο που να συγκροτούν ένα Γεροντικό μόνο γι᾽ αυτόν, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος στο θαυμάσιο βιβλίο του ῾Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ᾽.
Κι εν τέλει: Ό,τι κι αν είναι και κάνουν τα παιδιά μας, και μάλιστα οι έφηβοι, η ευθύνη πρωτίστως ανάγεται σ᾽ εμάς τους γονείς και τους μεγαλυτέρους. Δεν μας κάνει εντύπωση πως και μέσα στο Ευαγγέλιο τα προβλήματα των παιδιών -  αρρώστιας, δαιμονισμού κλπ. – δεν ανάγονται στα ίδια αλλά στους γονείς; Έρχεται ο αρχισυνάγωγος και ζητά από τον Χριστό τη θεραπεία της κόρης του. Κι ο Κύριος τον στρέφει στον εαυτό του. ῾Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι᾽. Κραυγάζει η Χαναναία, όπως είδαμε, για το δαιμονισμένο παιδί της, κι ο Χριστός το θεραπεύει, λόγω της μεγάλης πίστης της μάνας. Κι οι άγιοί μας το ίδιο μαρτυρούν: ῾οι γονείς να αγιάζουν τον εαυτό τους κι ο Θεός θα ενεργεί στα παιδιά τους᾽. Από ό,τι φαίνεται τελικά η εφηβεία μπορεί να είναι δύσκολη ηλικία για τα παιδιά και τους γονείς, η αντιμετώπιση όμως και η διέξοδος των προβλημάτων της βρίσκεται περισσότερο στους γονείς. Η ανάληψη με επίγνωση και ταπείνωση αυτής της ευθύνης από εμάς τους μεγαλυτέρους νομίζουμε ότι θα είναι η σπουδαιότερη συμβολή μας για τον δικό μας αγιασμό, αλλά και των ίδιων των παιδιών μας.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Μην αλλοιώνουμε τα βαφτιστικά μας ονόματα.


Το κακό πραγματικά παράγινε. Σπάνια σήμερα, στην εποχή της ματαιοδοξίας και επίδειξης, παραμένει απείραχτο το βαπτιστικό μας όνομα. Δηλαδή το όνομα που εκφωνήθηκε από τον ανάδοχό μας και τον ιερέα την ώρα του μεγάλου Μυστηρίου του Αγίου Βαπτίσματος και το είχε δώσει ο σαρκικός μας πατέρας την όγδοη από τη γέννησή μας ημέρα αλλοιώνεται. (Σωστό είναι, όχι να φωνάζουμε το νήπιο σαν νάναι ζώο για μήνες μέχρι τη βάπτισή του: μπέμπη, μπέμπα, μπουμπού, μπούα κλπ αλλά εξαρχής με το πλήρες κανονικό του όνομα).
 
Στις μέρες μας λοιπόν, στην γενεά των ματαίων επιδόσεων και της ακατάσχετης ξενομανίας, δεν υπάρχει όνομα αναλλοίωτο. Πέρα από το γεγονός ότι πολλοί δίνουν ονόματα άσχετα με εορταζομένους αγίους, αρχαιοελληνικά, περιστασιακά και σύγχρονα, (οι καϋμένοι αδελφοί μας Κύπριοι από τον πόθο για την Μητέρα Πατρίδα έβαζαν ως βαπτιστικό όνομα την «Ελλάδα», επίσης πολλοί «συναγωνιστές» στην περίοδο του κομμουνιστικού κινήματος ονομάτιζαν τα παιδιά τους «λαοκρατία, δημοκρατία»), οι περισσότεροι παραλλάσσουν το αρχικό όνομα και τελικά βγαίνει κάτι σαν όνομα που δε θυμίζει τίποτε από άγιο και από ελληνική γλώσσα.

Έτσι η Παρασκευή γίνεται Βούλα, η Αθανασία Σούλα, η Βασιλική Βίκυ, η Ουρανία Ράνια, η Παναγιώτα Γιώτα, η Ευαγγελία Λούλα και Λίτσα… Ο Δημήτριος λέγεται πλέον Τάκης, ο Παναγιώτης Πάνος, ο Σεραφείμ Μάκης, ο Γεώργιος Γάκης, ο Αθανάσιος Θάνος και Νάσος, ο Αναστάσιος Τάσος και Ανέστης και η Αργυρούλα Ρούλη, η Κωνσταντίνα Ντάντυ και η Δέσποινα Νταίζη… Και μόνο αυτό καθαυτό το γεγονός της αλλαγής είναι ανεπίτρεπτο, το θεολογικό βάθος και λάθος της υποθέσεως όμως είναι ότι παραλλάσσουμε τα ονόματα των αγίων που μαρτύρησαν και αγίασαν για τον Χριστό και την πίστη και από τα μαρτυρικά αίματά τους βγήκε η μνήμη τους, η γιορτή τους και τα ονομαστήριά μας. Το κατάφερε ο διάβολος να μην ακούγεται το ακριβές όνομα του αγιασμένου μάρτυρα που τον έκαψε με την ομολογία και τα πολυώδυνα βάσανα, να μη ταπεινώνεται ο ίδιος και να μη δοξάζεται ο Αληθινός Θεός, «ο θαυμαστός εν τοις αγίοις Αυτού».
 
Σαν να μη έλειπε τούτο μας ήρθαν και τα προτεσταντικά γενέθλια, φαινόμενο του διεστραμμένου δυτικού κόσμου, με αποτέλεσμα να υψώνεται εγωϊστικά ο σημερινός αρρωστημένος και εμπαθής άνθρωπος και να μη γίνεται καμμιά αναφορά στην εξαγιασμένη προσωπικότητα του εορταζομένου αγίου. Όχι τη μέρα που γεννήθηκε ένας άγιος για τον Ουρανό, μέσα από τα αίματά του, αλλά τιμούμε τη μέρα που ένα μικρό και πεπερασμένο ατομικό μέγεθος και πρόσωπο αντίκρυσε το φως του παρόντος αιώνος.
Ας μη πούμε κάποια άλλα ονόματα εποχιακά, κυβερνητικά ή από το ζωϊκό βασίλειο κλπ. όπως Ρήγας, Ρίζος, Δούκας, Ελεφάντω, Αφέντρα, Σουλτάνα, Μόσχω και Μοσχούλα, Γκόλφω και Ρουμπίνη… Μήπως ξέρει κάποιος πότε γιορτάζουν αυτά τα ονόματα;…
 
Το χειρότερο πια είναι τα διπλά και τριπλά ονόματα. Έρχονται παιδάκια να κοινωνήσουν, με τις γιαγιάδες τους κυρίως, (κι είναι αξιέπαινες όντως αυτές οι κυρίες της τρίτης ηλικίας για το έργο τους αυτό) και ακούει κάποιος τρία ονόματα: π.χ. Θεοδώρα, Βασιλική και Ευμορφία! Ψάχνει ο ιερέας για τρία πρόσωπα, κεφάλια και στόματα και ανταποκρίνεται ένα! Βλέπετε έπρεπε να καλύψουμε δύο γιαγιές, που δεν έκαναν πίσω με τίποτε, αν δεν άκουγαν το όνομά τους και από το συγκεκριμένο παιδί και εγγόνι τους, κι ένα δήθεν μυστικό τάμα της μητέρας, όταν ήταν επίτοκος. Από αυτή τη συμπλοκή τώρα προσώπων και ονομάτων, επιθυμιών και ταμάτων, ή το νήπιο γίνεται «φούρνος του Χότζα», διότι η κάθε μια ενδιαφερομένη φωνάζει το παιδί κατά το αρέσκον αυτή όνομα ή βγαίνει ένα σύνθετο όνομα: π.χ. Εβελίνα (=Ευανθία και Ελένη ή Παρασκευή και Ελένη!). Ελεντίνα (= Ελένη και Κωνσταντίνα!). Μαριλίζα (=Μαρία και Ελισάβετ!). «Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα», στην κυριολεξία.
 
Το τοιούτο γεγονός είναι παραποίηση της ελληνικής γλώσσας, ασέβεια στην Εκκλησία, τους αγίους και την Ορθοδοξία, αντίθετο με την Παράδοσή μας και ξενομανία δακρύβρεκτη, που θέλουμε όλοι να κόβουμε και να ράβουμε και να παρουσιαζόμαστε: Τζίμης, Φαίη (από το Σοφία μάλλον) και ό,τι άλλο. Είναι αχαριστία στον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που μαζί με άλλους Διδασκάλους του Γένους, αγωνίστηκε να μη χάσουμε μέσα στα ελληνικά σπίτια τη λαλιά μας και να μη ξεχνάμε τα ελληνορθόδοξα ονόματά μας.
Κι ένα τελευταίο ερμηνευτικό πρόβλημα: Όταν λέμε Αθανάσιος, το όνομα αυτό προέρχεται από τον Μέγα Αθανάσιο, που είναι επώνυμος της Αθανασίας. Αν τώρα πούμε Θάνος, αυτό προέρχεται από τον θάνατο και τη θανή. Αν φωνάξουμε κάποιον Αναστάσιο, το όνομα αυτό προέρχεται από την Ανάσταση. Αν τον πούμε όμως Τάσο τον ίδιο άνθρωπο, τότε αυτό πηγάζει από την τάση του ηλεκτρικού ρεύματος. Το ίδιο ισχύει κι όταν ο Ευθύμιος γίνεται Θύμιος και μας θυμίζει το θυμό κι όταν ο Δημήτριος γίνεται Τάκης και μας ανάγει στον τάκο που βάζουν στις ρόδες των φορτηγών τους οι νταλικέρηδες για να μη κυλίσουν στην κατηφόρα τα οχήματά τους!
 
Αδελφοί, Συγχωρέστε μας! Αλλά μη αλλάζουμε τα ονόματα! Μη τα αλλοιώνουμε! ΄Οσο κι αν γελά η κοσμική παρέα και το σύγχρονο περιβάλλον, εμείς ας εκφωνούμε και ας απαγγέλλουμε τα ονόματα ακριβώς: Ελληνικά και Ορθόδοξα!

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Μακρὺς ὁ δρόμος της ἀνατροφής των παιδιών

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός -Δάσκαλος-Κιλκίς

Ὁ μεγάλος μας ποιητὴς Κωνσταντῖνος Καβάφης στὸ περίφημο ποίημά του «Ἰθάκη» σημείωνε τοῦτα τὰ σπουδαῖα:

«Πάντα στὸ νοῦ σου νά ᾽χεις τὴν Ἰθάκη
τὸ φθάσιμο ἐκεῖ εἶν’ ὁ προορισμός σου.
Ἀλλὰ μὴ βιάζεις τὸ ταξίδι διόλου
καλύτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει·
Καὶ γέρος πιὰ ν’ ἀράξεις στὸ νησί,
Πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο».

  Ἕνα ταξίδι ὡραῖο εἶναι ὁ γονικὸς ρόλος. Ἕνα ταξίδι, πάνω σὲ μία σχεδία, ποὺ περιπλανᾶται ἐδῶ κι ἐκεῖ, ποὺ συναντᾶ τοὺς Λαιστρυγόνες, τοὺς Κύκλωπες καὶ τὸν ἄγριο Ποσειδώνα, ἀναλαμβάνουν οἱ γονεῖς. Ὁ πηγαιμὸς εἶναι τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν, στὸν πηγαιμὸ αὐτὸν ἀποκτᾶς πείρα καὶ σοφία, φτάνεις γέρος πιὰ στὴν Ἰθάκη. Εἶναι τὸ ταξίδι αὐτὸ γεμάτο χαρές, προκλήσεις, θύελλες, λύπες, ὅλα ὅμως τὰ λησμονεῖ ὁ γονέας, ὅταν φτάσει στὴν Ἰθάκη του. Ὅταν ἀντικρίσει τὰ παιδιά του, ν’ ἀνοίγουν τὰ δικά τους φτερά, νὰ ἑτοιμάζονται γιὰ τὸν δικό τους γοητευτικὸ πηγαιμό.
 
 Οἱ περισσότεροι γονεῖς σκεφτόμαστε πῶς θὰ κάνουμε αὐτὸ τὸ συναρπαστικὸ καὶ συνάμα δύσκολο ταξίδι μὲ ἐπιτυχία, ἀνατρέφοντας σωστὰ τὰ παιδιά μας.
  Οἱ περισσότεροι αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε καλοὶ πλοηγοὶ καὶ κυβερνῆτες, αἰσθανόμαστε ἐνοχές, δὲν ἀνατρέφουμε ὀρθὰ τὰ παιδιά μας. Ἀναζητοῦμε κανόνες, μαγικὲς συνταγές, συμβουλές. Δὲν ὑπάρχουν δυστυχῶς. Γιατί; Γιατί κάθε παιδὶ εἶναι διαφορετικό. Ὑπάρχει ὁ δικός του δρόμος, ὁ δικός του τρόπος, ἡ δική του στιγμή, ὁ δικός του χαρακτήρας. Ὅπως δὲν ὑπάρχουν δύο ἴδια δακτυλικὰ ἀποτυπώματα, ἔτσι δὲν ὑπάρχουν δύο ἴδια παιδιά. Τί ἀπομένει λοιπὸν στὸν γονέα; Τί μπορεῖ νὰ κάνει; Εἶναι ἄοπλος, ἕρμαιο τῆς τύχης του. Ὄχι. Ἔχει στὰ χέρια του δύο ἰσχυρὰ ὄπλα.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ μυστήριο, ἡ μοναδική, ἡ ἀσύγκριτη ἀγάπη. «περ φύσις ο δύναται,  γάπη δύναται». Αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πετύχει ἡ φύση, ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, μὲ τὶς φυσικές του δυνάμεις, τὸ κατορθώνει ἡ ἀγάπη, σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

   Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μαςτὸ παράδειγμά μας. Αὐτὴ διδάσκει, ἡ ζωή μας, καὶ ὄχι τὰ λόγια, τὰ «πρέπει». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπαίνει τὸ πρέπει, τὸ παιδὶ γίνεται ἀρνητικό. Νὰ πιάσω τὸ πρέπει ἀπὸ τὸ «ι» καὶ νὰ τὸ γδάρω μέχρι τὸ πί», ἔλεγε ὁ ποιητής μας, ὁ Ἐλύτης. «Οὐ γὰρ ὁ λόγος τοσοῦτον, ὅσον ὁ βίος στὴν ἀρετὴ ἄγει». Δὲν ὁδηγοῦν τὰ λόγια, ἡ ἴδια ἡ ζωὴ στὴν ἀρετή, θὰ σημειώσει καὶ ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος Πλούταρχος.

 Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα τρίτο ὅπλο ποὺ ἔχει στὰ χέρια του ὁ Ἕλληνας γονέας. Εἶναι ἡ παράδοσή μας. Τὸ χρυσοφόρο αὐτὸ κοίτασμα ποὺ ἔπλασαν τόσες γενεὲς προγόνων, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἀντλοῦμε καὶ νὰ ξεδιψοῦμε. Νὰ δανειζόμαστε τιμαλφεῖς ἀξίες καὶ ἀξιοθαύμαστα πρότυπα καὶ νὰ διδασκόμαστε. Τὸ εἶχε πεῖ μὲ τὸ δικό του ἄφθαστο τρόπο ὁ Παλαμᾶς.

«Δὲν θέλω ᾽γὼ καινούργια ἢ ξένα δῶρα
παλιὰ δικά μου πλούτη σου ζητῶ».

 Θὰ ταξιδέψω λοιπόν, σήμερα μαζί σας, πίσω στὸ χρόνο. Θὰ σκάψω στὴν παράδοσή μας. Θὰ ἀποκαλύψω, κατὰ τὸν δυνατόν, τὸν χρυσὸ τῶν προγόνων μας, ποὺ καλύφθηκε ἀπὸ τὴν κρούστα τῆς λήθης καὶ μπαζώθηκε ἀπὸ τὶς τσιρίδες τῶν φραγκογραικύλων τῆς σήμερον. Θὰ ξεκινήσω ἀπὸ τὸν παππού μας, τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, θὰ ἀνηφορίσω στὶς ἀτραποὺς τῆς ἱστορίας καὶ θὰ συναντήσω τὸν πατέρα μας, τὸ Βυζάντιο, τὴν ἀειθαλῆ Ρωμανία – πάντα ἀνθεῖ καὶ μᾶς φέρνει κι ἄλλα τζιβαϊρικά. Θὰ καταλήξω στὴν νεότερη, στὴν σύγχρονη ἐποχή, σὲ μᾶς τοὺς γιούς, τὰ ἐγγόνια, ποὺ ἀλλοιωθήκαμε ἀπὸ τὸν θαυμαστό, καινούργιο κόσμο μας. Στὸ τέλος θὰ προσπαθήσω νὰ συνταιριάσω τὴν παράδοση καὶ τὸ σύγχρονο. Νὰ διαπιστώσουμε τί εἴχαμε, τί χάσαμε καὶ τί μᾶς πρέπει. « Ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον»….

  Σὲ κάθε σπίτι, σὲ κάθε σχολὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπῆρχε ὁ Ὅμηρος. «Τὴν Ἑλλάδα ὅλην πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ἀνὴρ», θὰ πεῖ ὁ Πλάτων. Οἱ γονεῖς ἀναθρέφουν τὰ παιδιά τους γιὰ νὰ γίνουν καλοὶ κἀγαθοὶ πολίτες. Σκοπός τους ν’ ἀποκτήσουν τὰ παιδιὰ τὴν ἀρετή, λέξη ποὺ δὲν ἐξηγεῖται, ἀλλὰ βιώνεται. «Οὐκ ἔστιν ἀρετῆς νόημα τιμιώτερον». Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὴν ἀρετή. Ὅ,τι κι ἂν γίνουν τὰ παιδιά, πρέπει νὰ τὰ διακρίνει ἡ ἀρετή, γιατί «πᾶσα ἐπιστήμη (τέχνη) χωριζομένη ἀρετῆς πανουργία τις καὶ οὐ σοφία φαίνεται», λέει ὁ Πλάτων στὸ πασίγνωστο ρητό του. Ἀρετὴ μᾶλλον ἐννοοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι τὴν ὑστεροφημία. Τὸ νὰ φεύγει κάποιος ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ν’ ἀφήνει πίσω του μία λαμπρὴ ἀνάμνηση. «Ἡ δὲ ἀρετὴ καὶ θανῶσι λάμπει». Ἡ ἀρετὴ λάμπει ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ θάνατο τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων. Πῶς ὅμως παίδευαν οἱ γονεῖς ἐναρέτους ἀνθρώπους; Στὸ ἔργο του «περὶ παίδων ἀγωγῆς» ὁ Πλούταρχος ἀνθολογεῖ, γύρω στὸ 50 μ.Χ., ὅλα τὴν προηγούμενη σοφία. Ἀντιγράφω λίγα θαυμάσια σπαράγματα: «Οἱ γονεῖς», γράφει, «νὰ μὴν παινεύουν ὑπερβολικὰ καὶ φουσκώνουν τὰ παιδιὰ μὲ ἐγκώμια, γιατί μὲ τὶς ὑπερβολὲς τῶν ἐπαίνων γίνονται ματαιόδοξα καὶ κακομαθημένα».


  «Νὰ ὁδηγοῦμε», συνεχίζει, «τὰ παιδιὰ πρὸς τὶς σωστὲς ἐνασχολήσεις μὲ συμβουλὲς καὶ λόγους καὶ ὄχι μὲ ξυλοδαρμοὺς καὶ κακοποίηση. Ἀκόμη νὰ μὴν τὰ ὑποβάλλουμε σὲ ὑπέρμετρους κόπους» – σήμερα θὰ λέγαμε φροντιστήρια, ὠδεῖα, γυμναστήρια –«ὅπου ἀπαυδοῦν καὶ διακόπτουν ἢ δὲν δέχονται τὴ μάθηση μὲ ἀνταπόκριση. Ὅπως δηλαδὴ τὰ φυτὰ τρέφονται μὲ λιγοστὸ νερό, ἀλλὰ μὲ πολὺ πνίγονται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ παιδικὴ ψυχὴ ἀπὸ τοὺς ὑπερβολικοὺς κόπους καταποντίζεται». Σημειώνει παρακάτω ὁ παπποὺς Πλούταρχος κάτι πολὺ σημαντικό, ἀπευθυνόμενος στοὺς πατέρες. «Νὰ παρακολουθοῦν τὴν πορεία μάθησης τῶν παιδιῶν τους, νὰ πληροφοροῦνται οἱ ἴδιοι, τὴν ἐξέλιξη τῶν παιδιῶν τους ἀπὸ τὸν δάσκαλο».
Σήμερα οἱ πατέρες εἶναι ἀπόντες ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Εἶναι ὅμως πλάνη γιὰ τὸν ἄντρα νὰ πιστεύει ὅτι μπορεῖ, χωρὶς συνέπειες, νὰ διοχετεύει ὅλη του τὴν ἐνέργεια στὴν δουλειά του, ὅπως εἶναι πλάνη γιὰ τὴ γυναίκα νὰ πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ μεγαλώσει μόνη της τὰ παιδιά της. Στὸ τέλος καταλήγουν καὶ οἱ δύο μὲ ἄδεια χέρια. 

Ἰδιαίτερη σημασία δίνει ὁ Πλούταρχος στὸ ψέμα. «Νὰ συνηθίζουμε», τονίζει, «τὰ παιδιά μας νὰ λένε τὴν ἀλήθεια. Τὸ ψέμα εἶναι δουλοπρέπεια καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ ἀπεχθάνονται». Ὅταν τὰ παιδιὰ βρίσκονται στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία οἱ ἐχέφρονες γονεῖς, πρέπει «νὰ προσέχουν, νὰ ἐπαγρυπνοῦν καὶ νὰ συνετίζουν τοὺς νεαροὺς διδάσκοντας, ἀπειλώντας καὶ παρακαλώντας τους, παρουσιάζοντας παραδείγματα ἀνθρώπων ποὺ ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης τους γιὰ τὶς ἀπολαύσεις ἔπεσαν σὲ συμφορές. Νὰ ἐμποδίζουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοῦ νὰ συναναστρέφονται φαύλους ἀνθρώπους, γιατί παίρνουν μέρος στὶς κακίες τους». Ὁ λαὸς σήμερα λέει «πές μου τὸν φίλο σου νὰ σοῦ πῶ ποιὸς εἶσαι». Πολλοὶ νέοι παρασύρθηκαν ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς παρέας, ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ γονέας ἐπεμβαίνει δραστικά, χωρὶς τύψεις καὶ ἐνδοιασμούς, πρὶν νὰ εἶναι πολὺ ἀργά. Ὁ γονέας νὰ εἶναι ὑπομονετικός, συνιστᾶ ὁ Πλούταρχος. Νὰ μὴν ἐλέγχει καὶ παρατηρεῖ τὸ παραμικρό. 

«Ὑπομένουμε», γράφει, «τὰ παραπτώματα τῶν φίλων μας τί τὸ παράδοξο, ἂν ὑπομείνουμε καὶ τῶν παιδιῶν μας;». Τελειώνει ὁ Πλούταρχος τὴν πραγματεία του μὲ κάτι ποὺ θεωρεῖ τὴν κορωνίδα τῆς σωστῆς ἀγωγῆς εἶναι τὸ δεύτερο, μετὰ τὴν ἀγάπη, ὅπως προεῖπα, ὅπλο τοῦ γονέα. «Περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε ὀφείλουν οἱ γονεῖς νὰ μὴν πέφτουν σὲ σοβαρὰ σφάλματα, ἀλλὰ νὰ κάνουν ὅλα ὅσα πρέπει, προσφέροντας τοὺς ἑαυτούς τους παράδειγμα στὰ παιδιά τους, ὥστε ν’ ἀποτρέπονται ἀπὸ ἄσχημα λόγια καὶ ἔργα». «Παράδειγμα τοῖς τέκνοις παρέχειν», αὐτὴ εἶναι ἡ βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ μία σωστὴ ἀνατροφή. Αὐτὸ προβάλλει ἡ ἀρχαία παράδοσή μας. Πολλοὶ παραστρατημένοι νέοι εἶναι συνήθως ἄνθρωποι ποὺ πρῶτα ἀπογοητεύτηκαν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν κοινωνία. Ἀφήνουμε τὸν παππού μας, τὸν πολιὸ ἀρχαῖο Ἕλληνα καὶ ἀκοῦμε τὸν πατέρα μας, τὸν Ρωμιό, τὸν πονεμένο…

     Στὸ Βυζάντιο ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν κατέχει κυρίαρχο ρόλο. Στόχος πλέον δὲν εἶναι μόνον ὁ καλὸς κἀγαθὸς πολίτης, ἀλλὰ ὁ πολίτης τοῦ οὐρανοῦ, ὁ οὐρανοπολίτης, ὁ ἅγιος. Ἡ ἀνατροφὴ εἶναι ἡ ὑψηλοτέρα τέχνη. «Τῷ ὄντι γὰρ αὕτη μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τὸ πολυτροπώτατον καὶ ποικιλώτατον ὄν», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κατανοώντας τὶς δυσκολίες ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν γράφουν πλῆθος συγγραμμάτων, ὅπου παιδαγωγοῦν, συμβουλεύουν, νουθετοῦν γονεῖς καὶ παιδιά. Ἡ δροσιὰ καὶ ἡ ἐπικαιρότητα τῶν παρατηρήσεών τους εἶναι ἐκπληκτική. Θὰ περιοριστοῦμε ἐδῶ σὲ λίγα χρυσὰ ρήματα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσόστομου, τοῦ «θεμελίου λίθου τοῦ καινοῦ Ἑλληνισμοῦ» κατὰ τὸν ἱστορικὸ τοῦ 19ου αἰώνα Σπ. Ζαμπέλιο. Στὸ ἔργο του «πῶς πρέπει οἱ γονεῖς ν’ ἀναθρέφουν τὰ παιδιά τους» γράφει τὰ ἑξῆς θαυμάσια. Ξεκινᾶ μὲ μία μεγάλη ἀλήθεια: «Δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο γονέα – πατέρα ἢ μητέρα – τὸ γεγονὸς καὶ μόνο ὅτι συνετέλεσε νὰ γεννηθεῖ παιδί, ἀλλὰ νὰ τὸ διαπαιδαγωγήσει σωστά». Τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι κτῆμα μας νὰ τὰ κάνουμε ὅ,τι θέλουμε ἢ νὰ βγάζουμε τὶς δικές μας ἀπωθημένες ἐπιδιώξεις. Τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἀνήκει εἶναι ἡ διαπαιδαγώγησή τους. Ἡ διαπαιδαγώγηση εἶναι ὅμως δύσκολο πράγμα. Οἱ γονεῖς ἀγχώνονται. Θέλουν νὰ εἶναι τέλειοι. Τέτοιοι δὲν ὑπάρχουν. Πολλὲς φορὲς ὁ γονέας (ἢ ὁ δάσκαλος) πέφτει σὲ σφάλματα ἢ κάνει λάθη ἀπέναντι στὰ παιδιά. Ζητᾶμε συγγνώμη. Ἡ συγγνώμη ἀπὸ τὰ παιδιὰ τὰ διδάσκει τρία πολύτιμα μαθήματα:

Πρῶτον. Ἡ ὁμολογία τοῦ γονέα ὅτι ἔκανε λάθος δίνει στὸ παιδὶ τὴν δυνατότητα νὰ διαπιστώσει ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι ἀλάθητος. (Πλὴν τοῦ πάπα τῆς Ρώμης. Παναίρεση ἀλάνθαστη ὄντως).

Δεύτερον. Ὅταν οἱ γονεῖς ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ζητήσουν συγνώμη ἀπὸ τὰ παιδιά τους, τότε ἐκεῖνα ἀρχίζουν νὰ μαθαίνουν ὅτι ἡ συγγνώμη εἶναι τὸ ὑφάδι τῆς ζωῆς ποὺ συνέχει τοὺς ἀνθρώπους. Μαθαίνουν ὅτι ἕνα λάθος δὲν εἶναι τὸ τέλος μίας σχέσης καὶ ὅτι μπορεῖ νὰ ξεπεραστεῖ καὶ νὰ ἀπαλειφθεῖ μὲ τὴν συγγνώμη καὶ τὴν συμφιλίωση.

Τρίτον. Ἡ συγγνώμη τῶν γονέων ἐνισχύει τὴν δυνατότητα τῶν παιδιῶν νὰ διακρίνουν τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό.

   Στηλιτεύει παρακάτω ὁ ἅγιος τὴν ἀδικαιολόγητη ἀνοχὴ τῶν γονέων στὰ παραπτώματα τῶν παιδιῶν. «Πολλοὶ γονεῖς», γράφει, «ἐπειδὴ δὲν θέλουν νὰ μαλώσουν ἢ νὰ λυπήσουν τὰ παιδιά τους, γιὰ τὴν ἄτακτη ἢ ἀπρεπῆ συμπεριφορά τους, τὰ εἶδαν ἀργότερα πολλὲς φορὲς νὰ συλλαμβάνονται ἐπειδὴ ὑπέπεσαν σὲ μεγάλα ἐγκλήματα».


 
Δυστυχῶς σήμερα οἱ πιὸ πολλὲς οἰκογένειες ἔχουν σὰν κέντρο τῆς ζωῆς τους τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ κέφια τοῦ παιδιοῦ. Ἱκανοποιοῦν κάθε του ἐπιθυμία. Γίνεται τὸ παιδὶ ἕνας κακομαθημένος τυραννίσκος, γιατί δὲν τὸ παιδαγωγοῦν οἱ γονεῖς του.


        Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παρακάτω ἀνέκδοτο. Τὸ γεγονὸς συνέβη στὴν Ἀμερική. Ἕνας πιτσιρίκος πηγαίνει μὲ τὴν μαμά του σ’ ἕνα πολυκατάστημα. Ψωνίζει ἐκείνη κάτι εὐτελὲς καὶ χρειαζούμενο, μὰ ὁ μικρὸς ἔχει χωθεῖ σ’ ἕνα αὐτοκινητάκι καὶ ἀρνεῖται νὰ βγεῖ ἀπ’ αὐτό. Μὲ γοερὲς κραυγὲς καὶ τσιρίδες ἀπαιτεῖ νὰ τοῦ τὸ ἀγοράσουν. Ἡ μάνα δὲν ἔχει τόσα χρήματα. Τρέμει ἀκόμη μήπως ἡ ἄρνησή της δημιουργήσει στὸ παιδὶ τραύματα, ψυχικές, ἀνεπανόρθωτες ζημιές, ποὺ ἴσως γίνουν κάποτε ἡ αἰτία γιὰ νὰ γίνει τὸ παιδὶ κομπλεξικὸ ἤ… Ἂλ Καπόνε. Τὸ πολυκατάστημα ὅμως ἔχει παιδοψυχολόγο, ὅπως ὅλα τὰ καλὰ πολυκαταστήματα παιδικῶν εἰδῶν στὴν Ἀμερική. Ἡ μαμὰ καταφεύγει ἀπελπισμένη σ’ αὐτόν. Γιατρέ, τοῦ ἐξηγεῖ, καὶ τρέμει ἡ φωνή της, τοῦ μίλησα λογικά, τοῦ ἐξήγησα πὼς δὲν ἔχω χρήματα, τὸ παρακάλεσα, τοῦ ἔταξα λαγοὺς μὲ πετραχήλια. Μὰ τίποτε, δὲν σηκώνεται ἀπὸ τὸ παιχνίδι. Μπορεῖτε νὰ βοηθήσετε; Ὁ ψυχολόγος πρόθυμα πῆγε δίπλα στὸν μικρό, τοῦ ψιθύρισε κάτι στὸ αὐτὶ καὶ ἀμέσως – ὢ τοῦ θαύματος– ὁ μικρὸς ἀκολούθησε σὰν ἀρνάκι τὴν μητέρα του. Ἡ μαμὰ συγκινήθηκε, θαύμασε τὴν παιδαγωγικὴ κατάρτιση τοῦ γιατροῦ. «Αὐτὸ θὰ πεῖ μοντέρνα ἀντίληψη παιδαγωγικῆς», κραύγασε. «Τί εἴπατε στὸ παιδί μου, γιατρέ, καὶ πείστηκε», ρωτᾶ νὰ μάθει. Ὁ ψυχολόγος χαμογέλασε: – Τοῦ εἶπα: «κατέβα ἀμέσως γιατί θὰ φᾶς δύο σφαλιάρες ποὺ θὰ δεῖς τὸν οὐρανὸ σφοντύλι». Ἐδῶ τελειώνει τὸ ἀνέκδοτο. Λέγεται πὼς ὁ γιατρὸς ἦταν Ἕλληνας…
     Στὴν Ἀμερικὴ ὁ μεγαλύτερος παιδαγωγὸς Σπὸκ ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὸν ἀμερικανικὸ λαὸ γιατί, ὅπως εἶπε, κατέστρεψε μία ὁλόκληρη γενιὰ ποὺ μεγάλωσε μὲ τὴν παιδαγωγική του, ποὺ συμπυκνώνεται στὴ φράση. «Ἄσε τὸ παιδὶ νὰ κάνει ὅ,τι θέλει γιὰ νὰ ἐκτονωθεῖ, νὰ βγάλει τὰ ἀπωθημένα ποὺ ἔχει μέσα του». Συγκλονίστηκε καὶ ἀφυπνίστηκε ὁ Σπόκ, ὅταν ὁ γιός του πέθανε ἀπὸ ναρκωτικά.

  Θίγει ἀκόμη ὁ ἅγιος ἕνα ἰδιαίτερο σοβαρὸ θέμα: Γράφει: «Γιὰ τὰ κτήματα ποὺ ἔχουν δοθεῖ στὰ παιδιὰ φροντίζουμε, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τὰ παιδιά. Βλέπεις γονέα τὴν ἀνοησία; Ἄσκησε τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ σου πρῶτα καὶ κατόπιν θὰ ἔλθουν ὅλα τὰ ἄλλα: Ὅταν ἡ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ δὲν εἶναι ἐνάρετη, καθόλου δὲν τὸ ὠφελοῦν τὰ χρήματα καὶ ὅταν εἶναι, καθόλου δὲν τὸ βλάπτει ἡ φτώχεια. Θέλεις νὰ τὸ ἀφήσεις πλούσιο, μάθε το νὰ εἶναι σωστὸς ἄνθρωπος». Οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς εἶναι πολὺ ἐπίκαιρες. Ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν γονέων σήμερα φροντίζει νὰ προσφέρει στὰ παιδιά, ὑλικὲς ἀνέσεις καὶ ἀγαθὰ καὶ συχνά, γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει αὐτό, στερεῖ ἀπὸ τὰ παιδιά της, αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνα χρειάζονται περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο, δηλαδὴ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς γονεῖς τους. Στὴ συνέχεια οἱ γονεῖς προσπαθοῦν νὰ τὰ ἀποζημιώσουν μὲ ἐξωφρενικὲς παροχές. Τὰ δωροδοκοῦν, δηλαδή, γιὰ νὰ ἀγοράσουν τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἀγάπη τους. Ἢ δείχνουν αὐτὴν τὴν ἀποπνικτικὴ ἀγάπη, κυρίως οἱ μάνες, ποὺ ὀνομάστηκε προσφυῶς, «σύνδρομο τῆς κλώσας». Ἔτσι δὲν μεγαλώνουμε ἐλεύθερους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἄβουλα ὄντα.


    Θίγει ἀκόμη ὁ ἅγιος ἕνα πολὺ σημαντικὸ θέμα. Αὐτὸ τῆς γλώσσας: «Ρήματα παιδεύοντες τὸ παιδίον φθέγγεσθαι σεμνὰ καὶ εὐσεβῆ», νὰ μαθαίνουμε στὸ παιδὶ νὰ χρησιμοποιεῖ λέξεις ὡραῖες. Ἢ τουλάχιστον νὰ μὴν ἀκούει αἰσχρολογίες. Δυστυχῶς σήμερα καὶ στὰ δημοτικὰ ἀκόμη σχολεῖα ἀκοῦμε μαθητὲς στὰ διαλείμματα νὰ βωμολοχοῦν. Ποιός φταίει; «Ὅταν τὰ μῆλα εἶναι ξινά, ποιὸν πρέπει νὰ κατηγορήσουμε τὰ μῆλα ἢ τὴ μηλιά;», ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μιμητικότατον τῶν ὄντων», ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης. Τὸ παιδὶ μιμεῖται ὅ,τι βλέπει καὶ ὅ,τι ἀκούει. Σ’ αὐτὸν τὸν τομέα περισσότερη προσοχὴ χρειάζονται οἱ πατεράδες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν νοσηρὴ ἐντύπωση πὼς ἀποτελεῖ χρέος τους ἡ διδασκαλία καὶ ἡ ἀποκάλυψη στὸν νεαρὸ γιό τους κάποιων «ἀντρικῶν» μυστικῶν ἢ ἡ ἐκμάθηση βρισιῶν ποὺ ἁρμόζει σὲ πραγματικοὺς ἄντρες. Ἀποαθωποιοῦνται ἔτσι τὰ παιδιὰ σὲ πολὺ ἀκατάλληλη ἡλικία καὶ ὁδηγοῦνται πολλὲς φορὲς στὴ διαφθορά, γιατί «φθείρουσι ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί». Καταστρέφονται χρηστὰ ἤθη ἀπὸ κακὲς συναναστροφὲς καὶ ὁμιλίες, σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος. Τὰ παιδιὰ πολὺ συχνὰ γνωρίζουν, πόσο τὰ βαρύνουν τὰ λάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων. Τὰ ἀκόλουθα ἀποτελοῦν μία πολὺ εὔγλωττη μαρτυρία. Σὲ μία πρόσφατη σχετικὰ ἔρευνα σὲ παιδιὰ τοῦ Δημοτικοῦ μὲ θέμα «πῶς θὰ θέλατε τοὺς γονεῖς σας», ἕνα παιδὶ Δ´ Δημοτικοῦ ἔγραψε: «Ἐγὼ θέλω τοὺς γονεῖς μου νὰ εἶναι καλοί, νὰ μὴν λένε κακὰ λόγια, γιατί ἀλλιῶς θὰ μάθουν καὶ σὲ μᾶς τὰ λόγια αὐτά». Ἕνα ἄλλο Ε´ τάξης ἔγραψε: «Ἐγὼ θέλω τοὺς γονεῖς μου νὰ εἶναι καλοί, εὐγενικοὶ καὶ νὰ μὴν μαλώνουν μεταξύ τους».


    Μίλησε τὸ δεύτερο παιδὶ γιὰ τὴν συζυγικὴ ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ εὐλογημένη ἀγάπη εἶναι ἀληθινὴ εὐεργεσία γιὰ τὰ παιδιά, τὸ ὡραιότερο μάθημα. Ὅλοι οἱ τόμοι τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης ὠχριοῦν μπροστὰ στὸ ἀνεπανάληπτο μάθημα ποὺ λέγεται συζυγικὴ ἀγάπη. Αὐτὴ ἀρωματίζει τὰ παιδιά, ὥστε νὰ μοσχοβολοῦν κι αὐτὰ στὴ ζωή τους. Τελειώνοντας μὲ τὸ Βυζάντιο θὰ ἀναφέρουμε τὴν κορωνίδα τῶν παιδαγωγικῶν συμβουλῶν τῆς ρωμέηκης παράδοσής μας, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνει τὴν ἀρχαία ἑλληνική: «Δὲν θὰ χρειάζονταν λόγια στὰ παιδιά μας, ἂν ἔλαμπε ἀληθινὰ ἡ ζωή μας, δὲν θὰ ἦταν ἀπαραίτητοι οἱ δάσκαλοι τῆς ἀρετῆς, ἂν παρουσιάζαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά μας ἔργα ἀρετῆς». Ἡ ἀξία τοῦ παραδείγματος εἶναι ἀνεπανάληπτη. Εἶναι ἡ βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ μία ὑγιῆ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν μας.

 Ἐρχόμαστε τώρα στὴν σύγχρονη ἐποχή, στὴν νεότερη Ἑλλάδα, ὅπου εἴχαμε κοσμογονικὲς ἀλλαγές. Μία κλειστὴ κοινωνία ὅπως ἦταν, ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Δύση. Θαμπώνεται, γοητεύεται, ξιπάζεται, προσπαθεῖ μὲ τὶς εὐλογίες τῆς φωταδιστικῆς- κοραϊκῆς διανόησης νὰ γίνει καὶ αὐτὴ «πεπολιτισμένο» ἔθνος τῆς Εὐρώπης. Τὸ Βυζάντιο ἀμαυρώνεται, εἶναι σκοταδισμός, ἀνούσιες διενέξεις παπάδων καὶ διεφθαρμένων αὐτοκρατόρων. Οἱ μεγάλοι παιδαγωγοί του, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, περιφρονοῦνται. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα ἀσκεῖ γοητεία. Παραμορφωμένη ὅμως, μὲ ρομαντικὸ πνεῦμα, σὰν ἕνα καλὸ παραμύθι. Ἡ ἐξέλιξη τῆς τεχνικῆς καὶ τῆς ἐπιστήμης, ὁδηγεῖ σὲ οὐτοπίες καὶ παραλογισμούς. Ὅλα θὰ τὰ λύσει ἡ τεχνική. Ὁ ἄνθρωπος περιθωριοποιεῖται. Ἀξίζει μόνο ὁ ἐγκέφαλός του, ψυχὴ δὲν ὑπάρχει, «ὁ Θεὸς πέθανε». 

Ἡ ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης θὰ τὰ λύσει ὅλα. Πείνα, ἀρρώστιες, πόλεμοι ἀκόμη κι ὁ θάνατος, θὰ νικηθοῦν. Ἀπὸ κοντὰ καὶ οἱ παιδαγωγικὲς ἐπιστῆμες διαγράφουν τὴν πολυαίωνη πείρα καὶ ἀναζητοῦν «μοντέρνες» μεθόδους ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν. Τὰ παιδιὰ πλέον δὲν εἶναι παιδιά, ποὺ ἀνθίζουν καὶ βγάζουν τὸ καθένα τὸν δικό του μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ἀνθό. Εἶναι μικρογραφίες τῶν μεγάλων. Δὲν ἔχουν δικό τους χαρακτήρα, εἶναι ὅλα ἴδια. Ἂν τὰ ἐκπαιδεύσουμε στρατιωτικά, μὲ σιδερένια πειθαρχία, θὰ γίνουν καλοὶ μεγάλοι. Ἄριστοι πολίτες, ἄριστοι στρατιῶτες. Ἔτσι φτάσαμε στὸν Χίτλερ. Μετὰ τὸν πόλεμο πέρασε ἡ Δύση στὸ ἄλλο ἄκρο. Κανένας περιορισμός, καμμιὰ ἄρνηση, ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν, γιὰ νὰ μὴν φτάσουμε στὸν Χίτλερ. Τὰ παιδιὰ ἔγιναν παιδιὰ τῶν λουλουδιῶν. Ἀπὸ τοὺς φασισμοὺς καταλήξαμε στὰ ναρκωτικά. Ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ σκοτώσουμε τὸν πλησίον, ἂς σκοτώσουμε τὸν ἑαυτό μας. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις οἱ γονεῖς ἀπόντες. 

Περιφρονήθηκε ἡ πρωτόθρονος ἀξία τοῦ γονεϊκοῦ ρόλου, τῆς ἀγάπης, τοῦ παραδείγματος καὶ καταλήξαμε σὲ παγκόσμιες τραγωδίες. Χωρὶς τὸ ἀπαραίτητο λίπασμα τῆς ἀγάπης τοῦ γονέα, ἀνατράφηκαν γενεές, δολοφόνων καὶ ἐγκληματιῶν, γενεὲς ποὺ ἀναζήτησαν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν παρηγοριὰ στὶς οὐσίες. Χωρὶς τὸ παράδειγμα τοῦ γονέα, χωρὶς φραγμὸ καὶ ἰδανικά, χωρὶς πρότυπα, μπούκωσαν ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις καὶ ἀναζήτησαν τὴν τελειότητα, τὴν ἀρετή, τὴν ἡδονὴ στὴν παραίσθηση, στὴν ἀπόδραση ἀπὸ τὴν σκληρὴ πραγματικότητα, στὸν λευκὸ θάνατο. Σήμερα ἡ Δύση, ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσάγουμε ἄκριτα προϊόντα καὶ ἰδέες, βιώνει τὸ τρίτο στάδιο τῆς ἀποχαλίνωσής της. Ὀνομάζεται μεταμοντέρνο. Τὰ πάντα «ἀποδομοῦνται», κατεδαφίζονται ἀξίες, πατρίδες, παραδόσεις, θρησκεῖες, ὅλα ἀναθεωροῦνται. Μοναδικὴ ἀξία τὸ χρῆμα. Σκοπὸς ἡ πάσῃ θυσίᾳ καλοπέραση, ἡ εὐδαιμονοθηρία καὶ ἡ κατανάλωση. Ἀπὸ τὸν homo sapiens περάσαμε στὸν ἄνθρωπο καταναλωτή. Ὁτιδήποτε ἀντιστέκεται στὸν καταναλωτισμὸ πρέπει νὰ χτυπηθεῖ. Ἡ Οἰκουμένη ἑξαμερικανίζεται. «Φάγωμεν, πίωμεν, αὔριο γὰρ ἀποθνήσκομεν», «νὰ εἶσαι ὁ ἐαυτός σου». Ἰδοὺ τὰ συνθήματα τῆς Νέας Ἐποχῆς. Αὐτὸ ὀνομάζεται παγκοσμιοποίηση. Ὄνειρό της νὰ περιοριστεῖ ὁ ἄνθρωπος σὲ δύο ἀντανακλαστικὲς κινήσεις. Νὰ παρακολουθεῖ τὶς διαφημίσεις τῶν προϊόντων στὴν τηλεόραση καὶ στὴ συνέχεια νὰ πηγαίνει στὸ ψυγεῖο καὶ νὰ καταναλώνει τὰ διαφημιζόμενα προϊόντα. Ψυγεῖο καὶ τηλεόραση, ἰδοὺ τὰ σύμβολα τῆς Νέας Ἐποχῆς. Θύματα ἀθῶα αὐτὴ τῆς ὕπουλης πολιορκίας καὶ μᾶλλον ἅλωσης, τὰ πλέον ἀνώριμα καὶ ἀνυπεράσπιστα μέλη τῆς κοινωνίας, τὰ παιδιά. Νὰ σημειώσω ἐδῶ, παρενθετικά, αὐτὸ ποὺ ἔγραψε ὁ μεγάλος μας ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. «Παρατηρῆστε πῶς τρώει τὸ Ἑλληνόπουλο. Τρώει τὸ πρωὶ στὸ σπίτι του. Παίρνει χρήματα γιὰ νὰ φάει στὸ διάλειμμα τοῦ σχολείου. Φεύγει σχολώντας καὶ πηγαίνει στὸ περίπτερο νὰ φάει τὰ ἀπαγορευμένα στὸ σπίτι διαφημιζόμενα ἐδέσματα. Φτάνει στὸ σπίτι καὶ ξανατρώει. Τρώει ὅπως οἱ πεινασμένοι Σουλιῶτες ἢ οἱ Μεσολογγίτες, εἰς μνήμην αὐτῶν. Τρώει ἀναδρομικῶς». Σήμερα οἱ στατιστικὲς λένε πὼς τὰ Ἑλληνόπουλα εἶναι τὰ πιὸ παχύσαρκα παιδιὰ στὴν Εὐρώπη.

    Ἡ μεγαλύτερη ὅμως ἀλλαγὴ ποὺ συνέβη τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία εἶναι στὸ ρόλο τῆς μητέρας καὶ γενικότερα στὴν γυναίκα τοῦ τόπου μας. Τὸ φεμινιστικὸ κίνημα καὶ οἱ μεγάλοι πόλεμοι ἀσκοῦν ἰσχυρὴ ἐπίδραση. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πολέμων οἱ ἐμπόλεμες χῶρες χρησιμοποίησαν τὴν γυναίκα σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς δραστηριότητες καὶ τὰ ἐπαγγέλματα, ἀντὶ τῶν ἀνδρῶν ποὺ ἦταν στὸ μέτωπο καὶ διαπιστώνουν, ἔκπληκτοι οἱ πάντες, ὅτι οἱ γυναῖκες εἶναι ἱκανὲς γιὰ ἐπιτυχῆ δράση σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς. Ἐγκαταλείπει, λοιπόν, ἡ γυναίκα τὸ σπίτι καὶ ἐργάζεται. Ξεκινᾶ μία ἀδυσώπητη ἐπαγγελματικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἄνδρα. Σήμερα εἶναι ἀναγκασμένη νὰ ἐργαστεῖ, γιατί ἀλλιῶς τὸ σπίτι δὲν τὰ βγάζει πέρα. Τὰ ὡράρια ἐργασίας ἐπιμηκύνονται. Τὸ ἀστικὸ μοντέλο ζωῆς ἐπικρατεῖ. Τὰ χωριὰ ἐρημώνουν καὶ οἱ πόλεις γιγαντώνονται ἀπάνθρωπα. Ἕνα διαμέρισμα ὑποθηκευμένο στὴν τράπεζα, καθημερινὸ λαχάνιασμα γιὰ νὰ προφθάσει τὰ πάντα, ἄγχος, κούραση. Αὐτὰ χαρακτηρίζουν τὴν σύγχρονη Ἑλληνίδα μάνα. Καὶ τὰ παιδιά; Τὰ παιδιὰ φυλακισμένα στὸ θαυμάσιο παιδικό τους δωμάτιο, μὲ τὰ ἄφθονα, φανταχτερὰ παιχνίδια, μὲ τὴν τηλεόραση, τὸ κινητό τους, μὲ τὰ φροντιστήρια, τὰ ὠδεῖα, τὰ γυμναστήρια, τὰ πάντα. 

Ἀπὸ ἐνοχὲς τὰ προσφέρουμε τὰ πάντα. Τὴν ἀγάπη ὅμως ποὺ θέλει χρόνο, νὰ παίξεις μαζί τους, νὰ ἀστειευτεῖς, νὰ διαβάσεις μαζί τους, τοὺς τὴν ἀποστεροῦμε. Ἐξ ἄλλου σήμερα τὰ παιδιὰ δὲν παίζουν, δὲν ἔχουν οὔτε χρόνο στὸ σπίτι – οὔτε χῶρο στὸ σχολεῖο. «Ἡ πιὸ σοβαρὴ πράξη ἑνὸς παιδιοῦ δὲν εἶναι ἡ μελέτη, εἶναι τὸ παιχνίδι», ἔλεγε ὁ Ἐλύτης. Σήμερα λίγος χρόνος μᾶς ἀπομένει τὸ βράδυ μόνο γιὰ νὰ τὰ φιλήσουμε καὶ νὰ τὰ ποῦμε καληνύχτα. Ἦρθαν καὶ κάποιοι διαφωτισμένοι εἰς τὰς Εὐρώπας παιδαγωγοὶ – φορτωμένοι καὶ μὲ master. Εἶναι γνωστὸ πὼς καὶ κρετίνος νὰ εἶσαι πληρώνοντας τὸ ἐξασφαλίζεις ἀπὸ κάποιο ἀμερικανικὸ ἀνθυποκολέγιο – ποὺ ἔμαθαν στὶς ταλαίπωρες κυρα-Κατίνες τῆς συνοικίας πὼς πρέπει νὰ ἀφήνουν τὰ παιδιά τους νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν, γιὰ νὰ μὴν γίνουν κομπλεξικὰ καὶ ἡ κατάσταση ἐπιδεινώθηκε. Ἄκουσαν καὶ κάποιους ἄλλους νὰ τοὺς λένε πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε φίλοι μὲ τὰ παιδιά μας καὶ γίναμε μεταμοντέρνοι. Ἐξηγῶ τὸ τελευταῖο πρὸς ἄρσιν παρεξηγήσεων. Ὁ γονέας ποὺ λέει στὸ παιδί του «μὴ μὲ βλέπεις σὰν πατέρα, ἐγὼ θέλω νὰ εἶμαι φίλος σου» εἶναι ὁ ἴδιος ἕνα ἀνώριμο παιδὶ ποὺ παραιτεῖται ἀπὸ τὴν πατρική του εὐθύνη καὶ δημιουργεῖ στὸ παιδί του αἴσθημα ἀνασφάλειας ποὺ θὰ φθάσει ὣς τὸν πανικό. Τὰ παιδιὰ θὰ βροῦν εὐκαιρίες στὴ ζωή τους νὰ ἀποκτήσουν φίλους, ἄλλο ὅμως πατέρα δὲν πρόκειται νὰ ξαναβροῦν. Εἴμαστε πάνω ἀπ᾽ ὅλα γονεῖς, ποὺ τοὺς σέβονται τὰ παιδιά τους καὶ τὰ σεβόμαστε κι ἐμεῖς. Ἡ γονικὴ σχέση εἶναι μοναδική, ἀνεπανάληπτη καὶ αἰώνια, εἶναι ἀνώτερη ἀπ᾽ ὅλες.
.                 Ὁ νέος τρόπος ζωῆς ἐπέβαλλε στὸ σπίτι κι ἕναν ἀκόμη γονέα, ἀκαταγώνιστο, ἑλκυστικὸ καὶ ἐπικίνδυνο, τὸν τρίτο γονέα, ὅπως προσφυῶς ὀνομάστηκε, τὴν τηλεόραση. Ὡς ἐκπαιδευτικὸς ποτὲ δὲν ἄκουσα μέσα στὴν τάξη νὰ μεταφέρει κάποιος μαθητὴς ἐξωσχολικὲς γνώσεις, χωρὶς νὰ ἀρχίζει τὸν λόγο του μὲ τὴν ἑξῆς στερεότυπη φράση: «Κύριε εἶδα στὴν τηλεόραση». Ποτὲ δὲν ἄκουσα νὰ λένε, τὸ διάβασα ἤ μοῦ τὸ διηγήθηκε ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου ἢ ἡ γιαγιά μου. Ἴσως δὲν ἔχουμε ἀντιληφθεῖ σὲ ὅλο της τὸ μέγεθος τὴν καταστρεπτικὴ ἐπίδραση τῆς ἄθλιας- ὅπως εἶναι σήμερα -τηλεόρασης στὰ παιδιά. Ἀφήσαμε τὰ παιδιὰ μόνα τους μπροστὰ στὴν τηλεόραση καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο. Μία σειρὰ τελευταίων ἐρευνῶν ἔδειξαν ὅτι γιὰ τὰ παιδιὰ 8-12 ἐτῶν τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ φόβου τους πηγάζει ἀπὸ τὴν τηλεοπτικὴ ὀθόνη καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ζωή, ὅπως συνέβαινε ἄλλοτε. Ὑπολογίστηκε ὅτι κατὰ μέσο ὅρο ἕνα παιδὶ μέχρι νὰ τελειώσει τὸ Λύκειο ἔχει ἀφιερώσει στὴ λατρεία τῆς μικρῆς ὀθόνης 18.000 ὧρες. Ποὺ σημαίνει 750 μέρες ἢ χονδρικότερα 2,5 χρόνια τηλεοπτικῆς αἰχμαλωσίας. Ἔχει ἀκόμη ὑπολογιστεῖ στὴν Ἀμερικὴ – εἶναι γνωστὴ ἡ ρήση πὼς ἂν θὲς νὰ δεῖς τὴν Ἑλλάδα τοῦ μέλλοντος, ταξίδεψε στὴν σημερινὴ Ἀμερικὴ – πὼς ἕνα παιδί, μετέχει ἐτησίως σὲ 10.000 φόνους! Ὅταν κάποτε οἱ κάμερες τῆς τηλοψίας στράφηκαν ἀδηφάγες στὸ πρόσωπο ἑνὸς νεαροῦ ἐγκληματία ὁ σκυλευτὴς δημοσιογράφος τὸν ρώτησε:
– Ἐσὺ τὸ ἔκανες τὸ ἔγκλημα;
– Ὄχι, ἐσεῖς, ἀποκρίθηκε ὁ νεαρός.


 Ἡ ἀπάντηση δείχνει κι ἐμᾶς. Τὸ παιδὶ ἔρχεται στὸν κόσμο χωρὶς τηλεόραση. Τὴν τηλεόραση τὴν προσφέρει ὁ γονιός. Τὰ παιδιὰ μὲ ἀδιαμόρφωτη ἀκόμη προσωπικότητα βομβαρδίζονται ἀπὸ μία ἐμπειρία, ποὺ σχεδὸν καταργεῖ τὰ ὅρια τοῦ πραγματικοῦ καὶ τοῦ μὴ πραγματικοῦ. Οἱ ἀντικοινωνικὲς πράξεις εἶναι πολλὲς φορὲς ἀντιγραφὴ τῆς τηλεοπτικῆς βίας. Τὰ παιδιὰ ὁδηγοῦνται νὰ μεταχειρίζονται τοὺς πραγματικοὺς ἀνθρώπους, σὰν νὰ ἦταν στὴν τηλεοπτικὴ ὀθόνη. Ἔχουμε ἀποκοίμιση τῶν ἠθικῶν τους ἀνακλαστικῶν, τὸ ὑπονοούμενο σὲ κάθε περίπτωση εἶναι σαφές: Ἀπολαῦστε, ψυχαγωγηθεῖτε μὲ τοὺς φόνους καὶ τὶς ἀδικίες. Ἡ τηλεόραση δυστυχῶς χρησιμοποιεῖται ἀπὸ πολλοὺς γονεῖς σὰν ἠρεμιστικὸ γιὰ τὰ παιδιά. Ὁ γονέας μπορεῖ νὰ ξεκουράζεται ἀπὸ τὴν ἀνησυχία τοῦ παιδιοῦ, αὐτὸ ὅμως ἀνυπεράσπιστο γεύεται τὰ τηλεοπτικὰ ἀποφάγια. Ἐπειδὴ ὅμως εἶναι ἀδύνατον νὰ πετάξουμε τὶς συσκευές, γιατί καὶ ἐμεῖς οἱ γονεῖς εἴμαστε ἐθισμένοι καὶ οἱ φραστικὲς παραινέσεις στὰ παιδιὰ δὲν ἔχουν ἀποτέλεσμα, κάποιες πρακτικὲς λύσεις εἶναι ἀναγκαῖες. Ὅπως τὸ νὰ παρακολουθοῦμε μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ ἐπιλεγμένα ἀπὸ πρὶν προγράμματα. Νὰ σχολιάζουμε, νὰ συζητοῦμε μὲ τὰ παιδιὰ τὶς περίεργες σκηνές, τονίζοντας τὴν ἀρνητικὴ πλευρά τους. (Οἱ συμβουλὲς θὰ εἶναι τὸ τελευταῖο στάδιο μίας συζήτησης). Ἀμφισβητοῦμε τὶς διαφημίσεις καὶ τὴν χρησιμότητά τους. Ἔχει ὑπολογιστεῖ πὼς κάθε μέρα ἐκπέμπονται ἀπὸ τὰ ΜΜΕ 5.000 διαφημίσεις, μία πραγματικὴ πλύση ἐγκεφάλου. Νὰ γνωρίζουμε πὼς ἡ ἀπαγόρευση εἶναι πόλος ἕλξης, γι’ αὐτὸ χρειάζεται λεπτότητα καὶ συνεχὴς προσπάθεια. Νὰ μᾶς δοῦν τὰ παιδιὰ κάποτε καὶ μὲ ἕνα βιβλίο στὸ χέρι. Ἂς συζητήσουμε κάποτε καὶ γιὰ τὸ περιεχόμενο ἑνὸς καλοῦ βιβλίου καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὰ βδελυρὰ περιεχόμενα τῆς τηλοψίας. Ἔτσι θὰ φιλοτιμηθεῖ κι αὐτό. Νὰ μὴν μάθει τὸ παιδὶ πὼς μπορεῖ νὰ μαθαίνει βλέποντας μόνο τηλεόραση. Τὰ παιδιὰ ρουφοῦν σὰν σφουγγάρι αὐτὸ ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ θέλουμε νὰ δείξουμε ἢ νὰ ποῦμε.

    Τὸ θέμα τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν εἶναι τεράστιο καὶ δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μία εἰσήγηση. Προσπάθησα νὰ καταδείξω πὼς ἡ ἀναζήτηση τῆς τελειότητας εἶναι μάταιο πράγμα. Μπορεῖ ὅμως ὁ γονέας νὰ προσφέρει ἁπλόχερα στὰ παιδιά του τρία πράγματα. Τὴν ἀγάπη, ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει, τὰ πάντα στέγει καὶ πάντοτε ἐλπίζει, τὸ ζωντανό του παράδειγμα ποὺ εἶναι τὸ ὡραιότερο μάθημα καὶ ν’ ἀντλήσει ἀπὸ τὴν παράδοσή μας, τὴν ἐκλεκτὴ πείρα τῶν προγόνων μας. Νὰ πῶ ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα. Οἱ παραδοσιακοὶ ἄνθρωποι, οἱ παπποῦδες μας ποτὲ δὲν διανοήθηκαν νὰ κρύψουν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους ἢ ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοὺς τὶς ὑλικὲς στερήσεις ποὺ ἀντιμετώπιζαν. Ἀντίθετα μάλιστα μιλοῦσαν συνέχεια γι’ αὐτές, μπροστὰ στὰ παιδιά, καὶ καμάρωναν πὼς παρὰ τὶς στενάχωρες συνθῆκες κατόρθωναν νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ ἀπαραίτητα. Ὁ Παπαδιαμάντης καμάρωνε γιὰ τὴν «ἔντιμον πτωχείαν» του. Σήμερα ἀρνούμαστε νὰ ὁμολογήσουμε μὲ γενναιότητα τὴν κατάστασή μας, ἐπιδιδόμαστε σ’ ἕνα μανιῶδες κυνήγι πλουτισμοῦ, καὶ περνᾶμε στὰ παιδιά μας, ἐκτός τοῦ σπάταλου ἤθους καὶ «μίαν ἀρρωστιάρικη ἀνησυχία γιὰ τὸ πῶς θὰ βγάλουν τὸ ψωμί τους μονάχα». Ἕνα χαρούμενο γεγονός, μία συναρπαστικὴ ἐμπειρία, ἕνα θαυμάσιο ταξίδι, τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν μας τὴν μεταβάλλουμε σὲ μία νευρωτική, ἀγχώδη δουλεία. Θὰ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα σύγχρονης ἡρωίδας μάνας πρὸς παραδειγματισμὸ τῶν νεαρῶν μητέρων ποὺ λιποψυχοῦν, ὅταν βλέπουν τὸ θερμόμετρο λίγες γραμμὲς ἀνεβασμένο ἀπὸ τὸν πυρετὸ τοῦ παιδιοῦ τους.


Τὸ γεγονὸς εἶναι πραγματικό, συνέβη στὶς μέρες μας, σ’ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβενῶν
. Τὸ διάβασα καὶ σᾶς τὸ μεταφέρω: ἡ ἁπλοϊκὴ κ. Στέλλα ἀφοῦ πάντρεψε τὰ τέσσερα παιδιά της ἔχασε τὸν ἄνδρα της ἀπὸ τὴν νόσο «χορεία Χάντιγκτον», ποὺ φέρνει καθολικὴ παράλυση καὶ ἀργὸ θάνατο καὶ εἶναι κληρονομική. Ὁ Θεὸς λοιπὸν παραχώρησε νὰ προσβληθοῦν ὅλα τὰ παιδιά της ἀπὸ τὴν νόσο. Καθένα, ποὺ ἀρρώσταινε, τὸ οἰκογενειακό του περιβάλλον τὸ ἀπέβαλλε, τὸ ἔδιωχνε. Τὸ ἔστελναν στὴν ταλαίπωρη μητέρα νὰ τὸ φροντίζει. Ἔτσι ἡ κ. Στέλλα γιὰ χρόνια εἶχε τρία μαζὶ παράλυτα παιδιά. Κάλυπτε τὰ ἔξοδά τους μὲ τὴν δική της πενιχρὴ σύνταξη τοῦ ΟΓΑ καὶ τὶς συντάξεις ἀναπηρίας τῶν παιδιῶν της τὶς ἔστελνε στὶς οἰκογένειές τους. Στὸ μεταξὺ πεθαίνει τὸ παιδὶ τῆς πρώτης κόρης της ἀπὸ καρκίνο καὶ σὲ λίγους μῆνες καὶ ἡ ἴδια ἡ κόρη της. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ πέθαναν καὶ τὰ ἄλλα δύο παιδιά της. Στὸ μεταξὺ ἔφτασε στὸ σπιτικό τῆς κ. Στέλλας τὸ τέταρτο παιδί της, προσβεβλημένο ἀπὸ τὴν ἴδια ἀρρώστια. Τώρα περιορίστηκε νὰ φροντίζει μόνο αὐτὸ καὶ νὰ ἀνάβει σιωπηλὰ τὰ καντήλια στοὺς τάφους τῶν παιδιῶν της. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχασε τὰ λογικά της, δὲν γόγγυσε κατὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν παρέλυσε ἡ ψυχή της. Ζοῦμε σήμερα σὲ περίεργους καιρούς. Τὸ ἄγχος, ἡ ἀνασφάλεια, ὁ φόβος γιὰ τὰ μελλούμενα, κυριεύουν τὶς καρδιὲς ὅλων μας. Οἱ κίνδυνοι γιὰ τὰ παιδιά μας περίσσεψαν. Ἔσχατη γραμμὴ ἄμυνας, τὸ εὐλογημένο αὐτὸ καταφύγιο ποὺ ὀνομάζεται οἰκογένεια. 

Οἱ γονεῖς εἶναι οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς οἰκογένειας. Ἂς μὴν ἀναζητοῦν τὴν τελειότητα. Ἂς ἐμπιστευτοῦν πρῶτα τὴν καρδιά τους. Ἐκεῖ θὰ συναντήσουν τὴν θερμουργὸ ἀγάπη καὶ τὴν Ἀγάπη. «Τοῖς ἀγαπῶσι καὶ τὰ δύσκολα εὔκολα γίνεται». Σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν καὶ τὰ δύσκολα γίνονται εὔκολα, τονίζει ὁ μέγας παιδαγωγὸς τῶν γονέων ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἂς κλείσουμε τὰ αὐτιά μας στὶς σειρῆνες τῆς λαλίστατης ἐποχῆς μας κι ἂς στραφοῦμε πίσω στὸ λόγο τοῦ Πλούταρχου: «Παράδειγμα τοῖς τέκνοις παρέχειν». Μ τ ργα μας θναθρέψουμε σωστ τ παιδι κα χι μ κούφια λόγια. Ἂς ἀντλήσουμε τὸ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴ σοφία τῶν προγόνων μας, ὅ,τι ἐκλεκτότερο ἔχει ἡ ἀνθρωπότητα. Ἂς σκύψουμε τὸ κεφάλι κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ ἀπ. Παύλου: ἀνατρέφετε τὰ παιδιὰ «ἐν νουθεσίᾳ καὶ παιδείᾳ Κυρίου». Σιχαθήκαμε, τὸ ξαναλέω, τὶς σειρηνωδίες τῶν διεφθαρμένων ἐκκλησιομάχων καὶ ἐθνομηδενιστῶν. Εἶναι «γεννήματα ἐχιδνῶν καὶ λύκοι βαρεῖς». «Ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ στραφοῦν ἐμπρὸς πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», ἔγραφε ὁ Δημ. Καμπούρογλου. Μεγάλη κουβέντα, ἂς τὴν φιλοσοφήσουμε λίγο, ὅπως ἔλεγαν οἱ παλιοί.

     Εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν μας, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Καβάφη. Οἱ γέροι πελαργοί, ὅταν γεράσουν, λένε πὼς τὰ νέα πουλιὰ τοὺς παίρνουν στὰ φτερά τους καὶ τοὺς βοηθοῦν στὸ πέταγμα. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὀνομάζει αὐτὴν τὴν ἐξαίσια εἰκόνα μὲ μία ὡραιότατη φράση: «εἰς ἀντιπελάργωσιν». Οἱ γονεῖς κάνοντας τὸ χρέος τους, ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ τὰ παιδιά τους, ἀνταποδίδοντας τὴν εὐεργεσία τῆς ἀνατροφῆς, τοὺς παίρνουν στὰ φτερά τους, «εἰς ἀντιπελάργωσιν». Καὶ τί πιὸ ὄμορφο νὰ κλείσουν τὰ φτερὰ καὶ τὰ μάτια τοῦ γονέα στὴν ἀγκαλιὰ τῶν εὐγνωμονούντων παιδιῶν του. «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγωνίσαντο, τὸν δρόμον τετελεύκασι»…