Η βέρα, ο κυκλικός χρυσός κρίκος, είναι στην παράδοση της Εκκλησίας και του ελληνικού κόσμου περισσότερο από ένα σύμβολο κοινωνικής συμβίωσης, είναι σημείο αοράτου δέσμευσης. Εντός της, εκεί όπου το μάτι δεν συναντά παρά η αφή, χαρασσόταν παλαιότερα μια λέξη σχεδόν ξεχασμένη σήμερα: «εἰς ἀεί». Μια φράση απλή, αλλά με την πυκνότητα αιώνων.
Η λέξη «ἀεί», ήδη από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, δηλώνει το άχρονο, αυτό που δεν κατατρώγεται από τη φθορά του χρόνου. Ο Αριστοτέλης θα μιλήσει για το «ἀεί ὄν», το οποίο μένει αμετάβλητο, σε αντίθεση με το γίγνεσθαι που αλλοιώνεται. Όταν χαράσσεται «εἰς ἀεί» στη βέρα, η ένωση δύο προσώπων τοποθετείται σε εκείνο το πεδίο όπου ο χρόνος δεν είναι πια διαδοχή στιγμών, αλλά κύκλος χωρίς αρχή και τέλος. Το ίδιο το σχήμα του δαχτυλιδιού, ατέρμονο, γίνεται εικόνα της λέξης που το εσωτερικό του σώζει.
Η Εκκλησία, στη μυσταγωγία του γάμου, δεν μιλά για μια ένωση κοινωνικού χαρακτήρα μόνο, αλλά για τη μετάβαση από το πρόσκαιρο στο εσχατολογικό. Η φράση «καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. 2,24· Ματθ. 19,5) συνδέεται άμεσα με την εμπειρία του «εἰς ἀεί». Διότι το «μία σάρξ» δεν είναι απλώς βιολογική ενότητα, αλλά μετοχή στην αιωνιότητα της σχέσης. Έτσι το «εἰς ἀεί» λειτουργεί ως συμπύκνωση όλης της θεολογίας του γάμου: η αγάπη δεν είναι στιγμιαία, ούτε εξαντλείται στην ιστορικότητα, αλλά εκτείνεται «εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος».
Στην πατερική γραμματεία η λέξη επανέρχεται συνεχώς. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλά για την αγάπη ως «τὸ ἀεί καλόν», ενώ ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής βλέπει στην ένωση ανδρός και γυναικός «εἰκόνα τῆς ἀεί μένουσας ἑνώσεως Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας». Εδώ η βέρα παύει να είναι ένα απλό κοινωνικό σήμα και γίνεται εικονισμός της αιώνιας ἐκκλησιολογικής σχέσεως.
Σήμερα, η φράση έχει λησμονηθεί. Οι περισσότεροι χαράζουν απλώς ονόματα και ημερομηνίες, σημεία χρονολογικής μνήμης που εύκολα φθείρονται. Η μνήμη έγινε χρονική καταγραφή, όχι εσχατολογική μαρτυρία. Έτσι η λέξη «εἰς ἀεί» μοιάζει ξένη, σαν να ανήκει σε έναν πολιτισμό που ακόμη μπορούσε να μιλήσει για αιωνιότητα χωρίς ειρωνεία.
Όμως ακριβώς εδώ βρίσκεται η επικαιρότητά της. Το «εἰς ἀεί» δεν είναι ρομαντική υπερβολή, αλλά αντίσταση στον χρόνο που φθείρει. Είναι η χαραγμένη υπόσχεση ότι η αγάπη δεν θα εγκλωβιστεί σε μία βιολογική φθορά, αλλά θα ανοιχθεί σε μια μνήμη άφθαρτη, «ὅπου οὐκ ἔστι πόνος οὐ λύπη, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος». Η βέρα με το «εἰς ἀεί» γίνεται έτσι μικρή εσχατολογική λειτουργία, καθημερινό μυστήριο που υπενθυμίζει ότι το πεπερασμένο μπορεί να φέρει μέσα του την αιωνιότητα.
Το γεγονός ότι η φράση χάθηκε, δείχνει τη μετάπτωση του γάμου από το πεδίο του «μυστηρίου» στο πεδίο του «συμβολαίου». Το συμβόλαιο αρκείται σε ημερομηνία και ονόματα ενώ το μυστήριο ζητά λέξη ικανή να διαπεράσει τον χρόνο. Και η ελληνική γλώσσα, με τη μονοσύλλαβη βαρύτητα του «ἀεί», είχε δώσει αυτή τη λέξη.
Το «εἰς ἀεί» είναι, λοιπόν, όχι απλώς μια αρχαία συνήθεια, αλλά ένα χαμένο θεολογικό αποτύπωμα. Είναι η μνήμη ενός κόσμου που τολμούσε να θέτει την αγάπη του κάτω από το βλέμμα της αιωνιότητας, και όχι απλώς να την περιορίζει στη χρονική διάρκεια της συμβίωσης. Στην επαναφορά αυτής της φράσης κρύβεται μια μορφή αντίστασης: αντίσταση στην επιτάχυνση, στην λήθη, στην φθορά.
Η βέρα χωρίς το «εἰς ἀεί» είναι απλώς ένας χρυσός κύκλος. Με το «εἰς ἀεί», γίνεται τόπος μνήμης του ατελευτήτου.
Φωτό: Βούλα Παπαϊωάννου, Γάμος τραυματία του Αλβανικού Μετώπου με νοσοκόμα, Αθήνα, 1940 © Μουσείο Μπενάκη - Φωτογραφικά Αρχεία


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου