Η 21η Φεβρουαρίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας.Η επέτειος αυτή είναι ευκαιρία να κάνουμε μια σύντομη ιστορική διαδρομή στην εξελικτική πορεία της ελληνικής γλώσσας, προτού φτάσουμε στο σήμερα, προκειμένου να δούμε τη σημερινή της κατάσταση. Ο κορυφαίος Ισπανός ελληνιστής Francisco R.Adrados, στο βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία της ελληνικής γλώσσης από τις απαρχές ως τις μέρες μας», σημειώνει ότι «η ελληνική μαζί με την κινεζική είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία και πορεία στον ίδιο περίπου γεωγραφικό χώρο, από τους ίδιους λαούς επί 4.000 έτη και γραπτή παράδοση 3.500 ετων». «Υπό αυτήν την άποψη η ελληνική είναι για το δυτικό πρωτίστως κόσμο η γλώσσα μητέρα, με τα πλούσια δάνεια προς τις άλλες γλώσσες, οι οποίες θεωρούνται κρυφοελληνικές... Η ελληνική γλώσσα από τον Ομηρο μέχρι σήμερα με τις διάφορες εκφάνσεις της είναι μία, αποτελούσα ένα αλληλοσυμπληρούμενο και διαχρονικά εξελισσόμενο, με τη δική του δυναμική, σύνολο.Αυτός είναι ο θησαυρός και η αστείρευτη πηγή της ελληνικής γλώσσας, η "Τράπεζα όρων" για την επιστήμη και την τεχνολογία» (Αντώνης Κουνάδης, «Το Βήμα», 21/6/2003). Στην πορεία του χρόνου η ελληνική γλώσσα έγινε «το όργανο της πίστεως, ο ιμάντας διακινήσεως των μηνυμάτων της διδασκαλίας του Χριστού και των Αποστόλων» το όχημα που μετέφερε σε ολόκληρο τον κόσμο τη σοφία και τον πλούτο της σκέψης των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Η γλώσσα υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας εξελληνισμού του ρωμαϊκού κράτους, την πρωτεύουσα του οποίου μετέφερε ο Μέγας Κωνσταντίνος οτην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας, ενώ κατέστη ουσιαστικά το μοναδικό μέσο της έκφρασης της σε όλους τους τομείς και όλα τα επίπεδα. Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατίας διασώθηκε και διαφυλάχθηκε χάρις στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία την προστάτευσε και την κληροδότησε ως ιερή παρακαταθήκη και συστατικό στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας.
Τι γίνεται, όμως, σήμερα, ποια η κατάσταση της ελληνικής γλώσσας στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Οι Νεοέλληνες διδάσκονται όπως πρέπει τη γλώσσα μας, νιώθουν την αξία της, αναλογίζονται την ιστορία της και την επίδραση της στους αιώνες; Ως γνωστόν, στη διάρκεια του 20ού αιώνα,παρατηρήθηκε μια συστηματική προσπάθεια απλούστευσης και εκλαΐκευσης της γλώσσας μας με σκοπό να γίνει πιο εύπεπτη και πιο εύχρηστη στα χέρια και στο στόμα των Νεοελλήνων. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε τόσο η μετάβαση από την καθαρεύουσα στη δημοτική όσο και από το πολυτονικό στο μονοτονικό, ενώ τα πράγματα ίσως και να μην ήταν τόσο τραγικά αν η δημοτική δεν καταντούσε «δημοτικιά» και το μονοτονικό «ατονικό» με μαθηματική πορεία προς τη λατινική ισοπέδωση, στο πλαίσιο της ασταμάτητης παγκοσμιοποίησης.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι μαθητές των σύγχρονων ελληνικών σχολείων να διακρίνονται από χαρακτηριστική και ανησυχητική ένδεια γλωσσικών όρων, ανικανότητα γλωσσικής ευελιξίας και από σαφή ποσοτικό και ποιοτικό περιορισμό των λέξεων που χρησιμοποιούν στην καθημερινότητα τους. Αυτό οφείλεται αφενός μεν στη μονοδιάστατη πορεία στην οποία κατευθύνει το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα τους μαθητές,αποκλείοντας τους από τη δεξαμενή των γενικών γνώοεων που πρέπει να διδαχθούν για να αποκτηθούν σφαιρική ανάληψη των πραγμάτων και αφετέρου στη συστηματική πολεμική που οδήγησε στην ουσιαστική έξωση της αρχαίας ελληνικής από τα σχολεία, της αρχαίας που αποτέλεσε την απαρχή της γλώσσας μας στους αιώνες. Οφείλεται, όμως,επίσης και στην ανεξέλεγκτη εισδοχή ξενικών όρων, οι οποίοι, συμπλεκόμενοι και συνδυαζόμενοι με τους ελληνικούς όρους — λέξεις, δημιούργησαν το σύγχρονο απίστευτο γλωσσικό «αχταρμά».
Μπροστά αε αυτήν την κατάσταση η Ελλαδική Εκκλησία επιμένει και διατηρεί στη λειτουργική της πρακτική τη γλώσσα του Ευαγγελίου και της υμνολογίας, ασκώντας ένα είδος πνευματικής αντίστασης στις δυνάμεις της γλωσσικής ισοπέδωσης. Και αυτό το κάνει ξέροντας ότι υφίσταται το κόστος που συνεπάγεται η δυσκολία αποδοχής και κατανόησης του λειτουργικού της λόγου, κυρίως από τα νέα παιδιά, επιλέγοντας να αγωνιστεί για τη διάσωση όχι ενός πνευματικού κειμηλίου του παρελθόντος αλλά του παρόντος και του μέλλοντος μας. «Ετσι σωθήκαμε ως έθνος. Με σωτήρα τη γλώσσα μας. Σήμερα, αν θέλουμε να μείνουμε Ελληνες, να ζήσουμε ως εθνική και πολιτισμική οντότητα, αναγνωριζόμενη μέσα από την Ιστορία, ως συνέχεια αξιακού συστήματος που προτείνει αενάως στην ανθρωπότητα προτάσεις ποιότητας και νοήματος ζωής, πρέπει να σώσουμε τη γλώσσα μας. Ετσι θα σώσουμε την ταυτότητα μας» (Βύρων Πολύδωρος, «Απογευματινή της Κυριακής» 2/6/2002).
Αρχιμανδρίτου Επιφανίου Οικονόμου ''Ορθοδοξία και Ελληνισμός'' Φεβρουάριος 2004
Τι γίνεται, όμως, σήμερα, ποια η κατάσταση της ελληνικής γλώσσας στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Οι Νεοέλληνες διδάσκονται όπως πρέπει τη γλώσσα μας, νιώθουν την αξία της, αναλογίζονται την ιστορία της και την επίδραση της στους αιώνες; Ως γνωστόν, στη διάρκεια του 20ού αιώνα,παρατηρήθηκε μια συστηματική προσπάθεια απλούστευσης και εκλαΐκευσης της γλώσσας μας με σκοπό να γίνει πιο εύπεπτη και πιο εύχρηστη στα χέρια και στο στόμα των Νεοελλήνων. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε τόσο η μετάβαση από την καθαρεύουσα στη δημοτική όσο και από το πολυτονικό στο μονοτονικό, ενώ τα πράγματα ίσως και να μην ήταν τόσο τραγικά αν η δημοτική δεν καταντούσε «δημοτικιά» και το μονοτονικό «ατονικό» με μαθηματική πορεία προς τη λατινική ισοπέδωση, στο πλαίσιο της ασταμάτητης παγκοσμιοποίησης.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι μαθητές των σύγχρονων ελληνικών σχολείων να διακρίνονται από χαρακτηριστική και ανησυχητική ένδεια γλωσσικών όρων, ανικανότητα γλωσσικής ευελιξίας και από σαφή ποσοτικό και ποιοτικό περιορισμό των λέξεων που χρησιμοποιούν στην καθημερινότητα τους. Αυτό οφείλεται αφενός μεν στη μονοδιάστατη πορεία στην οποία κατευθύνει το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα τους μαθητές,αποκλείοντας τους από τη δεξαμενή των γενικών γνώοεων που πρέπει να διδαχθούν για να αποκτηθούν σφαιρική ανάληψη των πραγμάτων και αφετέρου στη συστηματική πολεμική που οδήγησε στην ουσιαστική έξωση της αρχαίας ελληνικής από τα σχολεία, της αρχαίας που αποτέλεσε την απαρχή της γλώσσας μας στους αιώνες. Οφείλεται, όμως,επίσης και στην ανεξέλεγκτη εισδοχή ξενικών όρων, οι οποίοι, συμπλεκόμενοι και συνδυαζόμενοι με τους ελληνικούς όρους — λέξεις, δημιούργησαν το σύγχρονο απίστευτο γλωσσικό «αχταρμά».
Μπροστά αε αυτήν την κατάσταση η Ελλαδική Εκκλησία επιμένει και διατηρεί στη λειτουργική της πρακτική τη γλώσσα του Ευαγγελίου και της υμνολογίας, ασκώντας ένα είδος πνευματικής αντίστασης στις δυνάμεις της γλωσσικής ισοπέδωσης. Και αυτό το κάνει ξέροντας ότι υφίσταται το κόστος που συνεπάγεται η δυσκολία αποδοχής και κατανόησης του λειτουργικού της λόγου, κυρίως από τα νέα παιδιά, επιλέγοντας να αγωνιστεί για τη διάσωση όχι ενός πνευματικού κειμηλίου του παρελθόντος αλλά του παρόντος και του μέλλοντος μας. «Ετσι σωθήκαμε ως έθνος. Με σωτήρα τη γλώσσα μας. Σήμερα, αν θέλουμε να μείνουμε Ελληνες, να ζήσουμε ως εθνική και πολιτισμική οντότητα, αναγνωριζόμενη μέσα από την Ιστορία, ως συνέχεια αξιακού συστήματος που προτείνει αενάως στην ανθρωπότητα προτάσεις ποιότητας και νοήματος ζωής, πρέπει να σώσουμε τη γλώσσα μας. Ετσι θα σώσουμε την ταυτότητα μας» (Βύρων Πολύδωρος, «Απογευματινή της Κυριακής» 2/6/2002).
Αρχιμανδρίτου Επιφανίου Οικονόμου ''Ορθοδοξία και Ελληνισμός'' Φεβρουάριος 2004
Όντως από Πλευράς Ιστορικής είναι Ενδιαφέρον.
ΑπάντησηΔιαγραφήυπέροχο άρθρο, ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή