"Αν δε μούδινες την ποίηση. Κύριε,
δε θάχα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θάταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να'χω μηλιές.
να πετάξουνε κλώνους οί πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημος μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.
Λοιπόν: Πώς σου φαίνονται: Είδες
τα στάχυα μου. Κύριε; Είδες τ' αμπέλια μου;
Είδες τι όμορφα πού πέφτει το φως
στίς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ'ανασκάφτει ό πόνος μου κι'ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.
'Ομως,
δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα. Δεν πετώ ούτε ψίχουλο άπ'ό,τι μου δίνεις, Γιατί σκέφτομαι την ερμιά καί τίς κατεβασιές
του χειμώνα.
Γιατί θάρθει τό βράδι μου. Γιατί φτάνει όπου νάναι το βράδι μου, Κύριε, καί πρέπει νάχω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά για τους τσοπάνηδες της αγάπης.
(Ό χρόνος καί το ποτάμι) Νικηφόρου Βρετάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου