Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον «Σύλλογο Προστασίας Αγέννητου Παιδιού» για την σύγκληση αυτής της Ημερίδας στα δεκάχρονά του, αλλά και για την επιτυχή επιλογή της διπλής θεματικής της, που η μία πλευρά συμπληρώνει αποτελεσματικά την άλλη. Ευχαριστώ και για την τιμητική σας πρόσκληση να συμπεριληφθώ στην ομάδα των εκλεκτών ομιλητών σας. Θα επιχειρήσω μια σύντομη ποιμαντική προσέγγιση της «άγαμης μητέρας», που είναι στο επίκεντρο της προβληματικής μας, επιδιώκοντας κάποιες πνευματικές, αλλά και κοινωνικές, ως εκκλησιαστικές, ψηλαφήσεις του θέματος και χαράσσοντας ένα πλαίσιο δυναμοποίησης των προσπαθειών του Συλλόγου στα όρια της ελληνορθόδοξου παραδόσεως. Θα μου επιτραπεί όμως πρώτα μία σημασιολογική οριοθέτηση.
Ο τίτλος της εισηγήσεώς μου με τον όρο «πατερικά Ορθοδόξου» διαφοροποιεί τον τυπικά Ορθόδοξο Χριστιανό, απλώς λόγω της βαπτίσεώς του (παλαιότερα λέγαμε: χριστιανός της ταυτότητας), από τον αυθεντικά χριστιανό-Ορθόδοξο, αυτόν που μετέχει στην εν Χριστώ ζωή ορθόδοξα, μέσα στο πνεύμα δηλαδή και την πράξη των Αγίων μας, που γνήσια ενσαρκώνουν και εκφράζουν την Ορθοδοξία. Αν σε κοινωνικά θέματα, όπως η «άγαμη μητέρα», παρατηρούνται συμπεριφορές ανάρμοστες και στην δική μας χριστιανική κοινωνία, αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι μιλούμε για Ορθοδόξους, που όμως μόνον επιφανειακή, τυπική και συμβατική σχέση έχουν με την Ορθοδοξία.
Ο λόγος μας αφορά την αθέλητα άγαμη μητέρα, που κατά κανόνα είναι θύμα, πρώτα της αστοργίας και απάνθρωπης στάσης απέναντί της του πατέρα του παιδιού της, αλλά στην συνέχεια και της κοινωνίας, που, μολονότι χαρακτηρίζεται χριστιανική, την περιβάλλει συχνά με σκληρότητα και περιφρόνηση. Το νόθο χριστιανικό κοινωνικό, ακόμη δε και το οικογενειακό περιβάλλον, την απαξιώνει, κατά κανόνα, και την ωθεί στο έγκλημα της έκτρωσης. Προϋπόθεση της αρνητικής και απορριπτικής αυτής συμπεριφοράς απέναντι στην «άγαμη μητέρα», ήδη από το στάδιο της εγκυμοσύνης, είναι προφανώς μια αντιχριστιανική νοοτροπία, ηθικιστικού και φαρισαϊκού χαρακτήρα, που κρίνει υποκριτικά και εγωκεντρικά.
Η οικογένεια ιδίως σ' αυτή την περίπτωση προσπαθεί να διασώσει το δικό της κοινωνικό κύρος, εξαρτώμενη πολύ σοβαρά από την γνώμη μιας κοινωνίας όχι μόνο απο-χριστιανοποιημένης, αλλά και απάνθρωπης: Ενώ η ανοικτή σκέψη και κυρίως η ευρύχωρη καρδιά του Χριστού και των Αγίων μας «συγχωρεί» -αυτό σημαίνει: κάνει τόπο για να χωρέσουν και όλοι οι άλλοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί- η στενή ηθικιστική και φαρισαϊκή συνείδησή μας κάνει διακρίσεις και κρίσεις, πάντοτε αποβλέποντας στο δικό μας κοινωνικό κύρος και την διάσωση της αξιοπρέπειας μας, αδιαφορώντας για τον Άλλο, που μπορεί να είναι το ίδιο το παιδί μας.
Η «άνευ ετέρου» όμως απόρριψη της «άγαμης μητέρας» παραγνωρίζει το γεγονός, ότι αυτή, παρά τον κλονισμό, που προκαλεί η εγκατάλειψη της από τον «άπιστο» (χωρίς εμπιστοσύνη, δηλαδή) σύντροφο, έχοντας συναίσθηση τι σημαίνει η άμβλωση πνευματικά και ανθρωπολογικά, πέρα από τους σωματικούς κινδύνους, που περικλείει, πιστή στο μητρικό ένστικτο, αποφασίζει να σώσει το παιδί της, την ζωή δηλαδή, που φυτεύθηκε στα σπλάγχνα της, σεβόμενη την αξία του ανθρώπου και θυσιαζόμενη γι' αυτήν. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή της μεγάλης απόφασης όμως χρειάζεται την βοήθεια και ενίσχυση του περιβάλλοντός της, το οποίο σχεδόν κατά κανόνα -δυστυχώς-δεν την θέλει μόνο εγκαταλελειμμένη, αλλά και στιγματισμένη. Πολλές εκτρώσεις γίνονται, επειδή η άγαμη μητέρα δεν αντέχει την κοινωνική κατακραυγή, όταν μάλιστα θα φέρει στον κόσμο το παιδί της και παράλληλα δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να αντιμετωπίσει την εγκυμοσύνη και όλα τα συνδεόμενα με αυτήν προβλήματα.
Η «άγαμη μητέρα» θέτει, έτσι, την κοινωνία μας προ των ευθυνών της απέναντι της. Ιδιαίτερα δε στην δική μας παραδοσιακή ελληνορθόδοξη κοινωνία ελέγχει την συμπεριφορά μας και τις προϋποθέσεις της. Διότι για μια καθαρά χριστιανική (και συνάμα ανθρωπιστική) στάση απέναντι στην εμπερίστατη «άγαμη μητέρα» χρειάζονται κατάλληλες προϋποθέσεις, που μπορούν να διαμορφώσουν ανάλογη νοοτροπία. Στην θεολογική μας γλώσσα αυτό λέγεται φρόνημα, που είναι το περιεχόμενο της συνειδήσεως μας. «Τούτο φρονείσθω εν υμίν, ο και εν Χριστώ Ιησού», λέγει ο Απ. Παύλος (Φιλ. 2,5), Η «ολοτελής» (Α' Θεσσ. 5, 23) και καθολική ένταξη του Ορθοδόξου πιστού στην εν Χριστώ κοινωνία, το εκκλησιαστικό σώμα, αποσκοπεί στην συγκρότηση εν Χριστώ συνειδήσεως, και δεκτικής της Χάριτος του Θεού καρδιάς, ώστε ο πιστός να ζει, να κινείται και να βλέπει τα πάντα, μέσα από το πρίσμα της θεϊκής αγάπης. Αυτό όμως σημαίνει υπέρβαση της άτεγκτης νομιμότητας και του τυφλού ηθικισμού. Είναι, άλλωστε, βασική διδασκαλία του Απ. Παύλου, ότι δεν σώζει η τυφλή προσήλωση στον νόμο, έστω και αν δόθηκε από τον Θεό, αλλά η μέσω της τηρήσεως του νόμου, μετοχή στην χάρη του Θεού, για να μεταβληθεί η αγάπη μας σε ανιδιοτελή και φιλάνθρωπη. Αυτή η αγάπη «πάντα στέγει» και «ουδέποτε εκπίπτει», διότι «ου ζητεί τα εαυτής» (Α' Κορ. 13, 5-8). Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, περιφρόνηση του θεϊκού νόμου. Αλλά οι εντολές του Θεού, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο Ερημίτης, «ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δοθείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (PG 65, 992).
Πέρα από τα «Πρέπει» του ηθικού νόμου, υπάρχει το «Είναι» της ανθρώπινης ύπαρξης, που κατακρεουργείται από την μια πλευρά με την έκτρωση και από την άλλη με την απαξίωση της εγκύου, που έστω και άγαμη, θέλει να «κρατήσει», όπως λέμε, το παιδί της. Η στάση μας, λοιπόν, απέναντι σ' αυτήν την μητέρα και στη ζωή, που φέρει μέσα της, βαρύνει πολύ περισσότερο από την δική της «ανομία» και παρέκκλιση. Είναι δε απόλυτα αναγκαίος ο αναβαπτισμός μας στην φιλανθρωπία των Αγίων μας, ιδιαίτερα σήμερα, που τα ριζοσπαστικά νέα ήθη της εσχατολογικής Νέας Εποχής, ένα από τα όποια είναι η ασυδοσία των προγαμιαίων σχέσεων, θα μας οδηγεί όλο και περισσότερο σε τέτοιες καταστάσεις, που θα γίνουν γρήγορα ο κανόνας στην κοινωνική και οικογενειακή ζωή μας (πρβλ. την νομοθέτηση των συμβιώσεων, τ. ο.)
Είναι αναγκαίος, συνεπώς, ο σεβασμός όλων μας στην αξία της ζωής και η προστασία της γυναίκας, που κυοφορεί, με οποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Αυτό μάλιστα ισχύει και για την άγαμη μητέρα, ακόμη και στην περίπτωση του βιασμού της, και μάλιστα κτηνώδους, όπως συνέβη κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Άλλο όμως η κτηνωδία και άλλο η ζωή και ο κυοφορούμενος άνθρωπος, που δεν φέρει μόνον τις καταβολές του απαίσιου βιαστού, αλλά και της ίδιας της βιασθείσης μητέρας. Ποιος ξέρει δε τι άνθρωπος θα γεννηθεί, έστω και από αυτή την αδόκητη σύλληψη! Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος δεν παύει να είναι «θεός κεκελευσμένος», κατά τον Μ. Βασίλειο: άνθρωπος δηλαδή, που έχει μέσα του την εντολή και την δυνατότητα να γίνει «θεός κατά χάριν».
Η καλλιέργεια σ' όλους μας της αγιοπατερικής νοοτροπίας οδηγεί στην αποδοχή της άγαμης μητέρας ως συνανθρώπου εμπερίστατου, που έχει ανάγκη την βοήθεια και προστασία μας. Και υπάρχει πλήθος προτύπων συμπεριφορών αυτού του είδους, όπως π.χ. η παραβολή του Καλού Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 30-37), που κωδικοποιεί την στάση του ίδιου του Θεανθρώπου απέναντι σε κάθε άνθρωπο. Ο Χριστός με την διήγηση αυτή διδάσκει πώς μπορεί ο άνθρωπος να γίνει «πλησίον» για τον Άλλον, τον συνάνθρωπό του. Τόσο στην αρχαιοελληνική, όσο και στην ιουδαϊκή κοινωνία «πλησίον» ήταν ο συγγενής, ο ομόφυλος, ο οικείος. Ο Χριστός μας όμως προβάλλει ως «πλησίον», πρώτα εκείνον που «ποιεί το έλεος» -δείχνει δηλαδή αγάπη- και όχι τον δεχόμενο την φιλανθρωπία, και δεύτερο αυτός που δέχεται την αγάπη δεν είναι συγγενής και ομόφυλος, αλλά ξένος και πρακτικά εχθρός και αντίπαλος, όπως οι Σαμαρείτες απέναντι στους Ιουδαίους.
Ο Σαμαρείτης, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, μολονότι «αλλογενής... πεπλήρωκε της αγάπης τον νόμον». Συμπληρώνει δε ο ιερός Χρυσόστομος: «Ούτω τοίνυν και συ, αν ίδης τινά κακώς πάσχοντα, μηδέν περιεργάζου λοιπόν. Έχει το δικαίωμα της βοηθείας το κακώς παθείν αυτόν». Και μόνον η κατάσταση του πάσχοντος συνανθρώπου απαιτεί την συμπαράστασή μας. Το ορθό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι «τις εστί μου πλησίον», που έθεσε ο νομικός της παραβολής, αλλά «σε ποιον είμαι εγώ πλησίον». «Πλησίον» γινόμεθα στην άγαμη μητέρα, όταν την αποδεχόμεθα, όπως είναι, «καθώς και ο Χριστός ημάς προσελάβετο» (Ρωμ. 15, 7).
Σημαντική όμως για το θέμα μας είναι και η περικοπή του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου με την διήγηση για τον Ιωσήφ, τον «μνήστορα» και προστάτη της Παναγίας και τους δικαιολογημένους λογισμούς του στην περίπτωση της «εκ Πνεύματος Αγίου» εγκυμοσύνης της, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών και των διαφορών. Ο Ιωσήφ χαρακτηρίζεται «δίκαιος», ευσυνείδητος δηλαδή τη ρητής κατ' αρχάς του Νόμου, που επέβαλλε όμως ποινή θανάτου στους μοιχούς και τις μοιχαλίδες (Λευϊτ. 20, 10) διά λιθοβολισμού (Δευτ. 22, 23). Ο Ιωσήφ όμως, κατά τον Χρυσόστομο, «εφιλανθρωπεύετο από πολλής χρηστότητος... υπέρ τα νομικά εντάλματα ζων». Είχε περάσει στην περιοχή της Χάρης, υπερβαίνοντας τον Νόμο. Περιβάλλει, λοιπόν, με την αγάπη και φιλανθρωπία του την κατά τις ενδείξεις «κλεψίγαμον» Μαρία. Όμως «ου μόνον κολάσαι, αλλ' ουδέ παραδειγματίσαι εβούλετο». Ούτε να την διαπομπεύσει δηλαδή δεν ήθελε. Γιατί; Απαντά ο Χρυσόστομος: «Αλλ' όμως ούτως ην πάθους καθαρός, ως μη θελήσαι μηδέ εν μικροτάτοις λυπήσαι την Παρθένον» (Ήταν τόσο καθαρός από κάθε κακία, που δεν ήθελε στο ελάχιστο να λυπήσει την Παρθένο Μαρία), που ο θεός του εμπιστεύθηκε. Αυτό είναι αγιότητα, Ορθοδοξία! Αν δεν φθάσουμε σ' αυτή την καθαρότητα της καρδιάς, δεν είναι δυνατόν αυτή να πληρωθεί από την θεϊκή αγάπη και φιλανθρωπία του Ιωσήφ προς κάθε συνάνθρωπο.
Οι Άγιοί μας, μιμηταί και συνεχιστές του Θεανθρώπου στην ιστορία, έχουν επίγνωση της αξίας του ανθρώπου σε οποιαδήποτε στιγμή και κατάσταση της ζωής του. Αρκεί να θυμηθούμε το Μάρκ. 2, 27. Είναι ο λόγος του Χριστού μας, ότι «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον». Οι θεσμοί, η κοινωνία, τα πάντα υπάρχουν, για να υπηρετούν τον άνθρωπο, πόσο μάλλον, όταν είναι εμπερίστατος, όπως η άγαμη μητέρα. Ο Ορθόδοξος αδιαφορεί για το τι θα πει η χωρίς Χριστό κοινωνία, έστω και αν λέγεται χριστιανική, και το μόνο που θέλει είναι να συμπαρασταθεί στο θύμα, που λέγεται άγαμη μητέρα, και να σώσει την ζωή, που αυτή κυοφορεί. Χίλια εξώγαμα είναι αγιότερα από μία έκτρωση, που είναι ψυχρός φόνος! Μπορούμε, συνεπώς να καταλάβουμε αυτό, που είπε ένας πατέρας στην κόρη του, μόλις μπήκε στην εφηβεία: «Παιδί μου, της είπε. Μπορεί να έχεις περιπέτειες στη ζωή σου και να βρεθείς κάποια στιγμή έγκυος, πριν ακόμη φθάσεις στον γάμο. Σε παρακαλώ, αν συμβεί κάτι τέτοιο, εγώ θα το αναλάβω. Έκτρωση όμως μην κάνεις ποτέ στην ζωή σου!». Το αληθινό κύρος μας είναι να σώσουμε μια ζωή και όχι να την θυσιάσουμε στον Μολώχ του εγωκεντρισμού μας...
Αν δεν μιλήσουμε έτσι στα παιδιά μας, δεν θα αποβάλουν τον φόβο για την οικογενειακή εγκατάλειψη σε περίπτωση εξώγαμης εγκυμοσύνης και την κοινωνική κατακραυγή. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ενθάρρυνση των λεγομένων ελευθέρων σχέσεων, του πανσεξουαλισμού και της ηθικής ασυδοσίας της εποχής μας. Αλλά την θωράκιση της γυναίκας-θυγατέρας μας, με την υπόσχεση της συμπαράστασής μας σε περίπτωση θυματοποιήσεώς της από κάποιον ανάξιο άνδρα. Δεν πρέπει δε, να λησμονούμε, ότι οφείλουμε αυτή την στάση απέναντι στις θυγατέρες μας, διότι σχεδόν πάντοτε είναι θύματα και της απουσίας αγωγής στην ίδια την οικογένεια. Οι πτώσεις των παιδιών μας είναι κατά κανόνα, η συνέπεια της αδιαφορίας μας για την εν Χριστώ διαπαιδαγώγησή τους, ώστε να μάθουν να αγωνίζονται και να ανθίστανται στους πειρασμούς. Σε πρόσφατη ανακοίνωση μου σε συνέδριο για το δημογραφικό, ετόνισα ιδιαίτερα, ότι η πολυτεκνία μόνη της δεν σώζει, αν δεν συνδέεται και με την ορθή αγωγή, που οδηγεί στην «καλλιτεκνία». Δεν σώζει ο αριθμός των παιδιών, αλλά η εν Χριστώ ανατροφή τους. Η κατάλληλη ανατροφή είναι η πρόληψη του κακού (κατά το: «κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν») και η εμφύσηση πνεύματος αυτοσεβασμού και αυτοσυγκράτησης στα παιδιά μας, ιδιαίτερα στις θυγατέρες μας. Παράλληλα όμως έμπνευση σεβασμού του ανθρώπου και ως εμβρύου, ώστε σε περίπτωση έκτος γάμου εγκυμοσύνης να αποφευχθεί η έκτρωση με κάθε τρόπο.
Εύχομαι στον Σύλλογο να τα εκατοστήσει!
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»Θεσσαλονίκη
Πηγή