Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Οι δοκιμασίες είναι όπως η λάσπη και το κερί


- Γέροντα, βλέποντας κανείς τις εφημερίδες, τις ειδήσεις, το τι συμβαίνει στη γειτονιά μας, στον κόσμο ολόκληρο, διαπιστώνει ότι είναι διάχυτος ο πόνος. Ο πόλεμος, η αρρώστια, ο καρκίνος, οι δοκιμασίες. Γιατί τα επιτρέπει ο Θεός της Αγάπης αυτά;

- Να ξέρετε ότι ο καλός Θεός δεν θέλει να εκδικηθεί κανέναν. Ο Θεός δεν θέλει να γίνει δήμιος με κανέναν. Ο Θεός πολλές φορές συλλαμβάνει και παίρνει την ασθένεια του ανθρώπου και τον βοηθά να έρθει πιο κοντά του. Να μαλακώσει η καρδιά του.

 Θυμάμαι τον Γερο-Παΐσιο που έλεγε: ”Πολλές φορές οι δοκιμασίες είναι όπως τη λάσπη και το κερί. Όταν ο ήλιος δώσει πάνω στη λάσπη, η λάσπη γίνεται πιο σκληρή. Όταν ο ήλιος δώσει εις το κερί, το κερί λιώνει. Δεν γίνεται σκληρό.” Εξαρτάται ο άνθρωπος σε ποιαν ομάδα είναι και πως φτιάχνει τη ζωή του για να μπορέσει η δοκιμασία να μην τον σκληρύνει, αλλά να το μαλακώσει, να τον ταπεινώσει. Να τον φέρει πιο κοντά στον Θεό και να καταλάβει τις δοκιμασίες, ότι ο άνθρωπος έχει ορισμένες δυνατότητες και μόνο. Βλέπετε ένας άνθρωπος, μια στάλα αίματος να μπει στο μυαλό του,  αχρηστεύτηκε ο άνθρωπος.

Γέρων Εφραίμ Βατοπαιδινός – Καθηγούμενος Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου Αγίου Όρους

πηγή

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΦΩΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΑΙΝΕΙ ΠΑΣΙ.Θεολογική και ιστορική προσέγγιση


Από τα ωραιότερα στοιχεία της Προηγιασμένηςχαρακτηριστικά της Λειτουργίας αυτής ως εσπερινής σύναξης, είναι ό σταυρο­ειδής φωτισμός-εύλογία του λάου με τη σχε­τική εκφώνηση «φως Χρίστου φαίνει πάσι», και ή ψαλμωδία του «Κατευθυνθήτω ή προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου...» μετά άπό τα αναγνώσματα.
Το πρώτο λέγεται άπό τον ίερέα μαζί με το «Σοφία· ορθοί» μετά το Παλαιοδιαθηκικό ανά­γνωσμα από τη Γένεση, το δεύτερο προκείμε­νο ττού ακολουθεί,και το «Κέλευσον» πού λέ­γει ό αναγνώστης. Τότε ό ιερέας κρατώντας θυμιατό στο δεξί χέρι και λαμπάδα,«μανουάλιον μετά κηρου», στο αριστερό, στέκεται μπροστά στην Αγία Τράπεζα και φωτίζει σταυροειδώς το λαό, λέγοντας το «Σοφία·ορθοί». Κατόπιν σφραγίζει σταυροειδώς πάλι το λαό, λέγοντας το «φωςΧρίστου φαίνει πάσι».
Για τη λειτουργική και θεολογική σημασία αυτής της ευλογίας έχουν εκφρασθεί διάφορες άπόψεις. Κατά μίαν ερμηνεία το «φωςΧρί­στου...» αναφέρεται στα αναγνώσματα της Πα­λαιάς Διαθήκης,των όποίων οι συγγραφείς φω­τίσθηκαν και έμπνεύσθηκαν από το φως του Χρίστου. Επομένως, πρέπει να σχετισθούν με το αληθινό φως της θεογνωσίας πού πηγάζει άπό το Χριστό και να ερμηνευθούν στην προοπτική του ευαγγελικού φωτός.
Ό Σμέμαν μιλά για την εκπλήρωση των προφητειών στο πρόσωπο του Χρίστου,και ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δικαιολογεί την ένταξη της εν λόγω φράσης μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων ως εξής· «Ή μεν Γένεσις τα απαρχής διηγείται, την δημιουργίαν των όντων και την εκπτωσιν τον Αδάμ. Ή Παροιμία δε αίνιγματωδώς τα περί τον Υίον του Θεού έκδιδάσκει και τοις δι' αυτόν υίοθετηθείσι παραι­νεί, ώσπερ υίοϊς, και Σοφίαν αυτόν τον Υίόν ονομάζει καί οίκον οίκοδομήσαι έαυτη λέγει, το πανάγιον αυτόύ σώμα,... καί φως εστί τα άνω καί τα κάτω φωτίζων»*
Το αισθητό, λοιπόν,φως πού ευλογείται καί άνάπτεται την ώρα αύτη γίνεται τύπος του Χρι­στού, της Σοφίας του Θεού, για την οποίαν«αίνιγματωδώς» κάνουν λόγο οι Παροιμίες· «ότι δε τύπον του άληθινού φωτός Ιησού Χριστού σημαίνει τούτο το φως».
Όρισμένοι έπίσης συνδέουν το «φως Χρί­στου...» με τους κατηχουμένους καί κυρίως τους φωτιζόμενους, οι όποιοι από τα μέσα της Με­γάλης Τεσσαρακοστής προετοιμάζονταν για το βάπτισμα πού γινόταν το βράδυ του Μεγά­λου Σαββάτου. Το φως του Χριστού «φαίνει πάσι», καί -περισσότερο στους φωτιζόμενους,των οποίων μάλιστα σε μία ευχή ζητείται ό καταυγασμός της διάνοιας των. «Τοφως τον βαπτίσματος, ενσωματώνοντας τους κατηχουμένους στο Χριστό, θα ανοίξει το νου τους στην κατανόηση των ρημάτων Του»*
Ό συσχετισμός αυτός όμως, σημειώνει ό κα­θηγητής Ιωάννης Φουντούλης, είναι εντελώς εξωτερικός· «.Στήν εσπερινή σύναξι δεν παρίσταντο μόνον οι κατηχούμενοι καί οι φωτιζό­μενοι, αλλά καί οι πιστοί. Το "φως Χρίστου" εξ αλλού λέγεται σ' όλες τις Προηγιασμένες καί προ της Τετάρτης της Μεσονηστισίμου εβδο­μάδος ήμερες, κατά τις όποιες δεν παρίστατο ή τάξις των φωτιζόμενων, γιατί δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί. Άλλα καί κατά τον Ι αιώνα, οπό­τε για πρώτη φορά απαντά το "φως Χρίστου..."στην Προηγιασμένη,οί διακρίσεις των τάξε­ων των κατηχουμένων είχαν πια ατονήσει».
Οί ρίζες επομένως της λειτουργικής αυτής πράξης θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού,και οπωσδήποτε στο αρχαϊκότατο έθος, κατά τοοποίο ή υποδοχή του φωτός, το άναμμα των λύχνων στην εσπερινή σύναξη της Εκκλη­σίας συνοδευόταν με ύμνους, ευλογίες καιεπευφημίες.
Για τη συνήθεια αυτή μιλούν σαφέστατα ό Τερτυλλιανός, ό Ιππόλυτος Ρώμης κ.ά. Χα­ρακτηριστική βεβαίως είναι ή μαρτυρία του Μεγάλου Βασιλείου, συμφωνά με την όποία οι Πατέρες μας υποδέχονταν «την χάριν τον εσπερινού φωτός» όχι σιωπηλά, άλλα με Ευχα­ριστία και με σχετικό ύμνο, την «αρχαίαν φωνήν», τό γνωστό δηλαδή τροπάριο του Εσπε­ρινού, «φως ίλαρόν», που τό έλεγε ό λαός.
Ανάλογη επευφημία κατά την υποδοχή και ευλογία του εσπερινού φωτός είναι και τό «φως Χρίστου φαίνει πάσι». πού διασώθηκε στηνΠροηγιασμένη ως κατάλοιπο της αρχαίας εσπερινής λατρευτικής πράξης. Είναι ένα είδος αναδίπλωσης του έπιλυχνίου ύμνου «φως ίλαρόν..,».
Κατά παλαιά συνήθεια τό «φως Χριστου...», φράση πού τον  τέταρτο-πέμπτο αιώνα τη βρίσκουμε χαρα­γμένη ολόκληρη ή συντε­τμημένη (ΦΧΦΠ) σε λυ­χνίες, τό έλεγε ό διάκονος,ό όποιος μετέφερε και την αναμμένη λυχνία στηνεσπερινή σύναξη του Ναοΰ.'Ηταν κατά κάποιον τρόπο σύνθημα για τό άναμμα των φώτων, τα όποια μέχρι την ανάγνωση των Παροιμιών στην Προη­γιασμένη ήσαν κλειστά.
Από τό «φως Χρίστου...» άρχιζε ουσιαστικά και τό έργο του νεωκόρου.Αυτό φαίνεται και από ορισμένες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις όποιες τό «Κέλευσον» δεν τό έλεγε ό αναγνώστης, άλλα ό«κανδηλάπτης», ζητώντας τρόπον τινά την άδεια να επιτελέ­σει τό ύποΰργημά του.
Τον αρχαίο τρόπο ανάμματος, μεταφοράς άπό τό διάκονο και ευλογίας του εσπερινού φωτός στη λειτουργία των Προηγιασμένων μας τον διασώζουν τόσο τα λειτουργικά χει­ρόγραφα, όσο και ό άγιος Συμεών Θεσσαλο­νίκης. Κατ' αυτόν ή σταυροειδής σφράγιση κα'ι ευλογία του λαού δε γινόταν από τό ιερό βήμα, αλλά από το μέσον του Ναού.
Εκεί κατέληγε ό διάκονος εν πομπή, μετά την ευλογία του φωτός πού ζητούσε από τον Ιερέα, «κρατών την λαμπάδα και τό θυμιατήριον και προπορευόμενων των αναγνωστών...Και πληρωθείσης της Γενέσεως, φαίνεται ευθύς μετά των φώτων, τάς βασιλικάς πύλας είσιών, άνισταμένων απάντων. "Ως και εις τό μέσον στάς του Ναού,ποιείται σταυρού τύπον τω θυμιατηρίω έκφώνως λέγων "Σοφία· ορθοί. Φως Χρίστου φαίνει πάσι". Και εις τό άγιον βήμα εισέρχεται» 
Ή είσόδευση του διακόνου στο μέσον του Ναού, κατά τη μαρτυρία τουΤυπικού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως του Θ'-Ι αιώνα, δε γινόταν μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων, αλλά αμέσως μετά από αυτά.
«Και εις τό τέλος των δύο αναγνωσμάτων λαμβά­νει ό διάκονος τό μανουάλιον και εΐσοδευει λέγων τό "φως Χρίστου φαίνει πάσι". Και ευθέως λέγει ό διάκονος "Σοφία" και ό πρεσβύτερος "Ειρήνη πάσι" και ό ψάλ­της τό "Κατενθυνθήτω"».Αυτή ήταν και ή αρχική θέση του «φως Χρίστου...», πού σημαίνει ότι δεν έχει σχέση με τα αναγνώσματα, άλλα με τό «Κατευθυνθήτω». «Ή μετάθεσίς του με­ταξύ των αναγνωσμάτων έγινε αργότερα, προφανώς για να δοθή χρόνος για τό άναμμα των φώτων του Ναού, ώστε κατά τό "Κατευθυνθήτω" να είναι ό Ναός φω­ταγωγημένος».
Από τό σημείο μάλιστα αυτό αλλάζει και τό κλίμα της όλης ακολουθίας και εισερχό­μαστε στο κύριο μέρος της λειτουργίας των Προηγιασμένων, πού είναι ή θεία κοινωνία.Τό άξιοπαρατήρητο δε,πού εδώ μας ενδια­φέρει, είναι ή επανάληψη του «Κατευθυνθήτω», δευτέρου στίχου του 140ού ψαλμού, και ή κατανυκτική ψαλμωδία του έξι φορές από τονιερέα και τους χορούς29ενώ ό ιερέας θυμιά την 'Αγία Τράπεζα.

Του Παναγιώτη Ι.Σκάλτσή-ΠΗΓΗ

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Λόγος του πνευματικού για τα παιδιά


Τα παιδιά μας θέλουν την αγάπη μας. Εγώ δεν κάνω πολλά για τα παιδιά, να σας πω, γιατί δεν έχω παιδιά αφενός, και αφετέρου δεν ξέρω τί να κάνω. Προσπαθώ όμως ένα πραγματάκι να κάνω. Να τα αγαπώ, να τα ακούω, να μην τα μαλώνω, να τα καταλαβαίνω και να τα κάνω να γελάνε. Και να μού 'χουνε και λίγη εμπιστοσύνη. Γιατί τότε ανοίγουνε οι ψυχές τους. Και άμα ανοίγουν οι ψυχές, τα υπόλοιπα είναι διαδικαστικά. Έτσι. Το παιδάκι -ποιό παιδάκι, όλοι παιδάκια είμαστε- καταλαβαίνει ποιός το αγαπάει. Μπορείς να το μαλώσεις, μπορείς οτιδήποτε, καταλαβαίνει. Άλλωστε οι επιστήμονες τώρα, οιπαιδοψυχολόγοι -πώς τους λένε- λένε ότι το παιδάκι όταν γεννηθεί, την ίδια μέρα της γεννήσεως του, ξέρει τα χέρια που το κρατάνε αν το αγαπούν η όχι. Πώς το ξέρει, δεν ξέρω. Κύριος οίδε. Και αντιδρά ανάλογα. Μπορεί να το κρατά ένας αγριάνθρωπος και να χαίρεται, να το κρατάει κι ένας -υποτίθεται- καλός άνθρωπος, μη άγριος, και να τσιρίζει. Πού είναι η διαφορά; Βρέστε το εσείς. Μυστήριο είναι. Έτσι, λοιπόν, η αγάπη είναι το μαγικό κλειδί.

      Και δεν είναι εύκολο ν' αγαπάμε τα παιδιά και τους ανθρώπους. Αλλά σ’ αυτό μας διευκολύνει ό Χριστός. Αυτός μας διευκολύνει. Αυτός μας έβαλε μέσα την αγάπη, και από αγάπη μας έφτιαξε και αυτός πυροδοτεί και την αγάπη μας. Αρκεί να πάμε κάτω απ' την βρυσούλα Του, που είναι ή θεϊκή Του Χάρη. Έτσι, να τα φτιάξουμε μαζί Του. Γιατί τα παιδιά μας, είδατε, τα φτιάχνουνε μεταξύ τους, και τί ωραία είναι τα άδολα αυτά φτιαξίματα! "Άμα τα χαλάνε, τα ξαναφτιάχνουν, κι αυτό είναι πάλι καλό, πολύ καλό. Έτσι, λοιπόν, άμα τα φτιάχνουμε με τον Ιησού Χριστό και τα 'χουμε καλά κι έχουμε σχέσεις καλές, μπορεί και να Τον βρίσουμε, μπορεί και να Τον μαλώσουμε, μπορεί και να Του πούμε οτιδήποτε. Αυτό είναι σχέση. Σχέση δεν είναι ή αδιαφορία. Γι’ αυτό λέει στην Αποκάλυψη, πολύ ορατά, δεν είσαι ούτε ψυχρός, ούτε θερμός, αλλ' είσαι χλιαρός. Βέβαια. Μπορεί κάποιος να μαλώνει και να τσακώνεται με τον Χριστό, όπως έκανε ό Καζαντζάκης, κι όμως, Τον αγαπάει. Αυτό είναι σχέση. Άμα κανείς όμως αδιαφορεί κι είναι χλιαρός, έ, τότε, είναι κι αποβλητέος, δηλαδή δεν προσφέρει τίποτε.

Έτσι, λοιπόν, τα παιδιά θέλουν αγάπη και μετά θέλουν να τα ακούμε τα παιδιά. Να τα ακούμε να λένε, διότι... αν είμαστε σε μια παρέα και μιλάμε οι μεγάλοι, τα παιδιά και ιδίως τα πολύ μικρά, ατακτούν μετά... Σου λέει, κι εμείς άνθρωποι είμαστε, θέλουμε κι εμείς να μάς προσέξετε. Να μιλήσετε και με μάς, να δώσετε και σ’ εμάς σημασία... κλπ. κλπ. Οπότε, λοιπόν, άμα τα ακούμε είναι καλό.

Θυμάμαι έναν... μου λέγε κάποιος από την Αγγλία, ο πατήρ Άντονι Μπλουμ* -καλά το λέω;- ναι, αυτός έκανε το έξης: το βράδυ πού πήγαινε στο κελάκι του έπαιρνε στο τηλέφωνο παιδάκια. Αγόρια, κορίτσια, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα χρονών και παραπάνω... και παρακάτω... Και τί τούς έλεγε; Τί φάγατε σήμερα, καλό μου, τί ψωνίσατε, πού πήγατε, αν βάψατε τα νυχάκια σας [sic], αν... αν... Και ξέρετε τί γίνεται; Μια σχέση άριστη! Μια σχέση άριστη. Και μετά του λέγαν και τ' άλλα πού 'χαν τα παιδάκια. Δεν μπορεί να τα κρατήσει ό άνθρωπος μέσα του, αφού ό άνθρωπος είναι όλο εν αναφορά και όλο εν διαλόγω. Ωπ, να κι ή εξομολόγηση! Κι αν έχεις κάποιον να αναφέρεσαι και να διαλέγεσαι και να ακουμπάς, πολύ σπουδαίο! Γλιτώνει μετά το παιδί... Αλλιώς, θα πάει κάπου άλλου να μάθει κάποια πράγματα. Να, το 'να και τ' άλλο. Αυτό μπορεί να το κάνει κι ο γονέας δεν είν' ανάγκη να το κάνει μόνο ό δεσπότης... Κι ο κάθε παράγοντας της αγωγής. Είναι πολύ σπουδαίο.

     Και μετά, είναι... τα παιδιά άμα τα μαλώνουμε λιγάκι, δυσκολεύονται. Θα πεις, χρειάζεται και το μάλωμα. Χρειάζεται. Αυτό όμως πού ξέρει ότι τον αγαπάς, δεν τόνε πειράζει. "Έτσι λέει και ό άγιος Αυγουστίνος: «Αγάπα με και κάνε ό,τι θέλεις». 'Αλλά να το αγαπάς. Κι όλος ό αγώνας είναι αυτό, να κρατήσουμε την αγάπη.
Ο ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ

*Ο λόγος για τον μετέπειτα μητροπολίτη του Σουρόζ Αντώνιο, μια από τις σημαντικότερες μορφές τής Ορθοδοξίας.

Πηγή: Περιοδικό Βημόθυρο τεύχος 1, Χειμώνας 2009-2010/ΠΗΓΗ

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Η άγαμη μητέρα στα μάτια ενός Πατερικά Ορθοδόξου

 
Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον «Σύλλογο Προστασίας Αγέννητου Παιδιού» για την σύγκληση αυτής της Ημερίδας στα δεκάχρονά του, αλλά και για την επιτυχή επιλογή της διπλής θεματικής της, που η μία πλευρά συμπληρώνει αποτελεσματικά την άλλη. Ευχαριστώ και για την τιμητική σας πρόσκληση να συμπεριληφθώ στην ομάδα των εκλεκτών ομιλητών σας. Θα επιχειρήσω μια σύντομη ποιμαντική προσέγγιση της «άγαμης μητέρας», που είναι στο επίκεντρο της προβληματικής μας, επιδιώκοντας κάποιες πνευ­ματικές, αλλά και κοινωνικές, ως εκκλησιαστικές, ψηλαφήσεις του θέματος και χαράσσοντας ένα πλαί­σιο δυναμοποίησης των προσπαθειών του Συλλόγου στα όρια της ελληνορθόδοξου παραδόσεως. Θα μου ε­πιτραπεί όμως πρώτα μία σημασιολογική οριοθέτηση.
Ο τίτλος της εισηγήσεώς μου με τον όρο «πατερικά Ορθοδόξου» διαφοροποιεί τον τυπικά Ορθόδοξο Χριστιανό, απλώς λόγω της βαπτίσεώς του (πα­λαιότερα λέγαμε: χριστιανός της ταυτότητας), από τον αυθεντικά χριστιανό-Ορθόδοξο, αυτόν που μετέ­χει στην εν Χριστώ ζωή ορθόδοξα, μέσα στο πνεύμα δηλαδή και την πράξη των Αγίων μας, που γνήσια εν­σαρκώνουν και εκφράζουν την Ορθοδοξία. Αν σε κοινωνικά θέματα, όπως η «άγαμη μητέρα», παρατη­ρούνται συμπεριφορές ανάρμοστες και στην δική μας χριστιανική κοινωνία, αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι μιλούμε για Ορθοδόξους, που όμως μόνον επιφανειακή, τυπική και συμβατική σχέση έχουν με την Ορθοδοξία.
 Ο λόγος μας αφορά την αθέλητα άγαμη μητέρα, που κατά κανόνα είναι θύμα, πρώτα της αστοργίας και απάνθρωπης στάσης απέναντί της του πατέρα του παιδιού της, αλλά στην συνέχεια και της κοινωνίας, που, μολονότι χαρακτηρίζεται χριστιανική, την περι­βάλλει συχνά με σκληρότητα και περιφρόνηση. Το νόθο χριστιανικό κοινωνικό, ακόμη δε και το οικογε­νειακό περιβάλλον, την απαξιώνει, κατά κανόνα, και την ωθεί στο έγκλημα της έκτρωσης. Προϋπόθεση της αρνητικής και απορριπτικής αυτής συμπεριφοράς απέναντι στην «άγαμη μητέρα», ήδη από το στάδιο της εγκυμοσύνης, είναι προφανώς μια αντιχριστιανι­κή νοοτροπία, ηθικιστικού και φαρισαϊκού χαρακτή­ρα, που κρίνει υποκριτικά και εγωκεντρικά.

Η οικογένεια ιδίως σ' αυτή την περίπτωση προσπαθεί να δια­σώσει το δικό της κοινωνικό κύρος, εξαρτώμενη πολύ σοβαρά από την γνώμη μιας κοινωνίας όχι μόνο απο-χριστιανοποιημένης, αλλά και απάνθρωπης: Ενώ η α­νοικτή σκέψη και κυρίως η ευρύχωρη καρδιά του Χριστού και των Αγίων μας «συγχωρεί» -αυτό σημαίνει: κάνει τόπο για να χωρέσουν και όλοι οι άλ­λοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί- η στενή ηθικιστική και φαρισαϊκή συνείδησή μας κάνει διακρίσεις και κρί­σεις, πάντοτε αποβλέποντας στο δικό μας κοινωνικό κύρος και την διάσωση της αξιοπρέπειας μας, αδιαφο­ρώντας για τον Άλλο, που μπορεί να είναι το ίδιο το παιδί μας.
Η «άνευ ετέρου» όμως απόρριψη της «άγαμης μη­τέρας» παραγνωρίζει το γεγονός, ότι αυτή, παρά τον κλονισμό, που προκαλεί η εγκατάλειψη της από τον «άπιστο» (χωρίς εμπιστοσύνη, δηλαδή) σύντροφο, έ­χοντας συναίσθηση τι σημαίνει η άμβλωση πνευματι­κά και ανθρωπολογικά, πέρα από τους σωματικούς κινδύνους, που περικλείει, πιστή στο μητρικό ένστι­κτο, αποφασίζει να σώσει το παιδί της, την ζωή δηλα­δή, που φυτεύθηκε στα σπλάγχνα της, σεβόμενη την αξία του ανθρώπου και θυσιαζόμενη γι' αυτήν. Σ' αυ­τή την κρίσιμη στιγμή της μεγάλης απόφασης όμως χρειάζεται την βοήθεια και ενίσχυση του περιβάλλον­τός της, το οποίο σχεδόν κατά κανόνα -δυστυχώς-δεν την θέλει μόνο εγκαταλελειμμένη, αλλά και στιγ­ματισμένη. Πολλές εκτρώσεις γίνονται, επειδή η άγα­μη μητέρα δεν αντέχει την κοινωνική κατακραυγή, ό­ταν μάλιστα θα φέρει στον κόσμο το παιδί της και πα­ράλληλα δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να αντιμετωπίσει την εγκυμοσύνη και όλα τα συνδεόμενα με αυτήν προβλήματα.

Η «άγαμη μητέρα» θέτει, έτσι, την κοινωνία μας προ των ευθυνών της απέναντι της. Ιδιαίτερα δε στην δική μας παραδοσιακή ελληνορθόδοξη κοινωνία ε­λέγχει την συμπεριφορά μας και τις προϋποθέσεις της. Διότι για μια καθαρά χριστιανική (και συνάμα ανθρωπιστική) στάση απέναντι στην εμπερίστατη «άγαμη μητέρα» χρειάζονται κατάλληλες προϋποθέ­σεις, που μπορούν να διαμορφώσουν ανάλογη νοοτρο­πία. Στην θεολογική μας γλώσσα αυτό λέγεται φρόνη­μα, που είναι το περιεχόμενο της συνειδήσεως μας. «Τούτο φρονείσθω εν υμίν, ο και εν Χριστώ Ιησού», λέγει ο Απ. Παύλος (Φιλ. 2,5), Η «ολοτελής» (Α' Θεσσ. 5, 23) και καθολική ένταξη του Ορθοδόξου πιστού στην εν Χριστώ κοινωνία, το εκκλησιαστικό σώμα, αποσκοπεί στην συγκρότηση εν Χριστώ συνει­δήσεως, και δεκτικής της Χάριτος του Θεού καρδιάς, ώστε ο πιστός να ζει, να κινείται και να βλέπει τα πάντα, μέσα από το πρίσμα της θεϊκής αγάπης. Αυτό όμως σημαίνει υπέρβαση της άτεγκτης νομιμότητας και του τυφλού ηθικισμού. Είναι, άλλωστε, βασική δι­δασκαλία του Απ. Παύλου, ότι δεν σώζει η τυφλή προσήλωση στον νόμο, έστω και αν δόθηκε από τον Θεό, αλλά η μέσω της τηρήσεως του νόμου, μετοχή στην χάρη του Θεού, για να μεταβληθεί η αγάπη μας σε ανιδιοτελή και φιλάνθρωπη. Αυτή η αγάπη «πάντα στέγει» και «ουδέποτε εκπίπτει», διότι «ου ζητεί τα ε­αυτής» (Α' Κορ. 13, 5-8). Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, περιφρόνηση του θεϊκού νόμου. Αλλά οι εντολές του Θεού, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο Ερημίτης, «ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δο­θείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (PG 65, 992).
Πέρα από τα «Πρέπει» του ηθικού νόμου, υπάρχει το «Είναι» της ανθρώπινης ύπαρξης, που κατακρεουρ­γείται από την μια πλευρά με την έκτρωση και από την άλλη με την απαξίωση της εγκύου, που έστω και άγαμη, θέλει να «κρατήσει», όπως λέμε, το παιδί της. Η στάση μας, λοιπόν, απέναντι σ' αυτήν την μητέρα και στη ζωή, που φέρει μέσα της, βαρύνει πολύ περισ­σότερο από την δική της «ανομία» και παρέκκλιση. Είναι δε απόλυτα αναγκαίος ο αναβαπτισμός μας στην φιλανθρωπία των Αγίων μας, ιδιαίτερα σήμερα, που τα ριζοσπαστικά νέα ήθη της εσχατολογικής Νέ­ας Εποχής, ένα από τα όποια είναι η ασυδοσία των προγαμιαίων σχέσεων, θα μας οδηγεί όλο και περισ­σότερο σε τέτοιες καταστάσεις, που θα γίνουν γρήγο­ρα ο κανόνας στην κοινωνική και οικογενειακή ζωή μας (πρβλ. την νομοθέτηση των συμβιώσεων, τ. ο.)
Είναι αναγκαίος, συνεπώς, ο σεβασμός όλων μας στην αξία της ζωής και η προστασία της γυναίκας, που κυοφορεί, με οποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Αυτό μάλιστα ισχύει και για την άγαμη μητέρα, ακόμη και στην περίπτωση του βιασμού της, και μάλιστα κτηνώ­δους, όπως συνέβη κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Άλλο όμως η κτηνωδία και άλλο η ζωή και ο κυοφορούμενος άνθρωπος, που δεν φέρει μόνον τις καταβολές του απαίσιου βιαστού, αλλά και της ίδιας της βιασθείσης μητέρας. Ποιος ξέρει δε τι άνθρωπος θα γεννηθεί, έστω και από αυτή την αδόκη­τη σύλληψη! Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος δεν παύ­ει να είναι «θεός κεκελευσμένος», κατά τον Μ. Βασί­λειο: άνθρωπος δηλαδή, που έχει μέσα του την εντο­λή και την δυνατότητα να γίνει «θεός κατά χάριν».

Η καλλιέργεια σ' όλους μας της αγιοπατερικής νοοτροπίας οδηγεί στην αποδοχή της άγαμης μητέρας ως συνανθρώπου εμπερίστατου, που έχει ανάγκη την βοήθεια και προστασία μας. Και υπάρχει πλήθος προ­τύπων συμπεριφορών αυτού του είδους, όπως π.χ. η παραβολή του Καλού Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 30-37), που κωδικοποιεί την στάση του ίδιου του Θεανθρώ­που απέναντι σε κάθε άνθρωπο. Ο Χριστός με την δι­ήγηση αυτή διδάσκει πώς μπορεί ο άνθρωπος να γίνει «πλησίον» για τον Άλλον, τον συνάνθρωπό του. Τό­σο στην αρχαιοελληνική, όσο και στην ιουδαϊκή κοι­νωνία «πλησίον» ήταν ο συγγενής, ο ομόφυλος, ο οι­κείος. Ο Χριστός μας όμως προβάλλει ως «πλησίον», πρώτα εκείνον που «ποιεί το έλεος» -δείχνει δηλαδή αγάπη- και όχι τον δεχόμενο την φιλανθρωπία, και δεύτερο αυτός που δέχεται την αγάπη δεν είναι συγγε­νής και ομόφυλος, αλλά ξένος και πρακτικά εχθρός και αντίπαλος, όπως οι Σαμαρείτες απέναντι στους Ιουδαίους. 
 Ο Σαμαρείτης, κατά τον άγιο Κύριλλο Α­λεξανδρείας, μολονότι «αλλογενής... πεπλήρωκε της αγάπης τον νόμον». Συμπληρώνει δε ο ιερός Χρυσό­στομος: «Ούτω τοίνυν και συ, αν ίδης τινά κακώς πά­σχοντα, μηδέν περιεργάζου λοιπόν. Έχει το δικαίωμα της βοηθείας το κακώς παθείν αυτόν». Και μόνον η κατάσταση του πάσχοντος συνανθρώπου απαιτεί την συμπαράστασή μας. Το ορθό ερώτημα, λοιπόν, δεν εί­ναι «τις εστί μου πλησίον», που έθεσε ο νομικός της παραβολής, αλλά «σε ποιον είμαι εγώ πλησίον». «Πλησίον» γινόμεθα στην άγαμη μητέρα, όταν την αποδεχόμεθα, όπως είναι, «καθώς και ο Χριστός ημάς προσελάβετο» (Ρωμ. 15, 7).
Σημαντική όμως για το θέμα μας είναι και η περι­κοπή του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου με την διήγηση για τον Ιωσήφ, τον «μνήστορα» και προστάτη της Παναγίας και τους δικαιολογημένους λογισμούς του στην περίπτωση της «εκ Πνεύματος Αγίου» εγκυμο­σύνης της, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών και των διαφορών. Ο Ιωσήφ χαρακτηρίζεται «δίκαιος», ευσυνείδητος δηλαδή τη ρητής κατ' αρχάς του Νόμου, που επέβαλλε όμως ποινή θανάτου στους μοιχούς και τις μοιχαλίδες (Λευϊτ. 20, 10) διά λιθοβολισμού (Δευτ. 22, 23). Ο Ιωσήφ όμως, κατά τον Χρυσόστομο, «εφιλανθρωπεύετο από πολλής χρηστότητος... υπέρ τα νο­μικά εντάλματα ζων». Είχε περάσει στην περιοχή της Χάρης, υπερβαίνοντας τον Νόμο. Περιβάλλει, λοι­πόν, με την αγάπη και φιλανθρωπία του την κατά τις ενδείξεις «κλεψίγαμον» Μαρία. Όμως «ου μόνον κολάσαι, αλλ' ουδέ παραδειγματίσαι εβούλετο». Ούτε να την διαπομπεύσει δηλαδή δεν ήθελε. Γιατί; Απαντά ο Χρυσόστομος: «Αλλ' όμως ούτως ην πάθους καθαρός, ως μη θελήσαι μηδέ εν μικροτάτοις λυπήσαι την Παρθένον» (Ήταν τόσο καθαρός από κάθε κακία, που δεν ήθελε στο ελάχιστο να λυπήσει την Παρθένο Μαρία), που ο θεός του εμπιστεύθηκε. Αυτό είναι αγιότητα, Ορθοδοξία! Αν δεν φθάσουμε σ' αυτή την καθαρότη­τα της καρδιάς, δεν είναι δυνατόν αυτή να πληρωθεί από την θεϊκή αγάπη και φιλανθρωπία του Ιωσήφ προς κάθε συνάνθρωπο.
Οι Άγιοί μας, μιμηταί και συνεχιστές του Θεαν­θρώπου στην ιστορία, έχουν επίγνωση της αξίας του ανθρώπου σε οποιαδήποτε στιγμή και κατάσταση της ζωής του. Αρκεί να θυμηθούμε το Μάρκ. 2, 27. Είναι ο λόγος του Χριστού μας, ότι «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον». Οι θεσμοί, η κοινωνία, τα πάντα υπάρχουν, για να υπηρετούν τον άνθρωπο, πόσο μάλλον, όταν είναι εμπερίστατος, όπως η άγαμη μητέρα. Ο Ορθόδοξος α­διαφορεί για το τι θα πει η χωρίς Χριστό κοινωνία, έ­στω και αν λέγεται χριστιανική, και το μόνο που θέ­λει είναι να συμπαρασταθεί στο θύμα, που λέγεται ά­γαμη μητέρα, και να σώσει την ζωή, που αυτή κυοφο­ρεί. Χίλια εξώγαμα είναι αγιότερα από μία έκτρωση, που είναι ψυχρός φόνος! Μπορούμε, συνεπώς να καταλάβουμε αυτό, που είπε ένας πατέρας στην κόρη του, μόλις μπήκε στην εφηβεία: «Παιδί μου, της είπε. Μπορεί να έχεις περιπέτειες στη ζωή σου και να βρε­θείς κάποια στιγμή έγκυος, πριν ακόμη φθάσεις στον γάμο. Σε παρακαλώ, αν συμβεί κάτι τέτοιο, εγώ θα το αναλάβω. Έκτρωση όμως μην κάνεις ποτέ στην ζωή σου!». Το αληθινό κύρος μας είναι να σώσουμε μια ζωή και όχι να την θυσιάσουμε στον Μολώχ του εγω­κεντρισμού μας...
Αν δεν μιλήσουμε έτσι στα παιδιά μας, δεν θα α­ποβάλουν τον φόβο για την οικογενειακή εγκατάλει­ψη σε περίπτωση εξώγαμης εγκυμοσύνης και την κοι­νωνική κατακραυγή. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ενθάρρυνση των λεγομένων ελευθέρων σχέσεων, του πανσεξουαλισμού και της ηθικής ασυδο­σίας της εποχής μας. Αλλά την θωράκιση της γυναίκας-θυγατέρας μας, με την υπόσχεση της συμπαράστα­σής μας σε περίπτωση θυματοποιήσεώς της από κά­ποιον ανάξιο άνδρα. Δεν πρέπει δε, να λησμονούμε, ότι οφείλουμε αυτή την στάση απέναντι στις θυγατέρες μας, διότι σχεδόν πάντοτε είναι θύματα και της απου­σίας αγωγής στην ίδια την οικογένεια. Οι πτώσεις των παιδιών μας είναι κατά κανόνα, η συνέπεια της α­διαφορίας μας για την εν Χριστώ διαπαιδαγώγησή τους, ώστε να μάθουν να αγωνίζονται και να ανθί­στανται στους πειρασμούς. Σε πρόσφατη ανακοίνωση μου σε συνέδριο για το δημογραφικό, ετόνισα ιδιαίτε­ρα, ότι η πολυτεκνία μόνη της δεν σώζει, αν δεν συνδέεται και με την ορθή αγωγή, που οδηγεί στην «καλλιτεκνία». Δεν σώζει ο αριθμός των παιδιών, αλλά η εν Χριστώ ανατροφή τους. Η κατάλληλη ανα­τροφή είναι η πρόληψη του κακού (κατά το: «κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν») και η εμφύσηση πνεύματος αυτοσεβασμού και αυτοσυγκράτησης στα παιδιά μας, ιδιαίτερα στις θυγατέρες μας. Παράλληλα όμως έμπνευση σεβασμού του ανθρώπου και ως εμ­βρύου, ώστε σε περίπτωση έκτος γάμου εγκυμοσύνης να αποφευχθεί η έκτρωση με κάθε τρόπο.
Εύχομαι στον Σύλλογο να τα εκατοστήσει!

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»Θεσσαλονίκη
 

Πηγή

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Την πάσα ελπίδα μας εις σε ανατίθημην...

 
Παραδοση:Τροφός του μέλλοντος

«Οι άνθρωποί θα μείνουν πτωχοί, γιατί δεν θα’ χουν αγάπη στα δένδρα» ΆγιοςΚοσμάς ο Αίτωλός.
 Παραπέμπω, εν πρώτοις, σ’ ένα έξοχο κείμενο του τροπαιούχου Νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Έλεγε το 1936: «Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα,ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα, πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα, που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό». 
Κι αν αυτά λέγονται λίγο πριν από το ένδοξο ’40, όπου οι Έλληνες μπορούσαν ακόμη να «μεθύσουν» από «το αθάνατο κρασί του Είκοσιένα», τι να πούμε για το σήμερα; 
 Σήμερα η νοσταλγία έγινε θλίψη ανείπωτη, θρηνωδία ασίγαστη για τον ξεσπεσμό της Πατρίδας μας. Όμως «το πιο πυκνό σοκτάδι, είναι λίγο πριν ξημερώσει ο Θεός», έλεγε ο Κολοκοτρώνης. «Το Γένος μας και άλλες φορές σταυρώθηκε, αλλά ιδού ζώμεν». Όταν έπεσε η βασιλεύουσα Πόλη, «η χαρά και ελπίδα των Ελλήνων», ο λαός μας δεν ζητεί παρηγοριά από την Θεομάνα μας, την Παναγία, αλλά σπεύδει και την παρηγορεί, ρίχνοντας συγχρόνως και τον σπόρον της ανάστασης του Γένους. «Σώπασε κυρά-Δέσποινα κα μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά σου θα’ναι». Και σήμερα αυτό πρέπει να κάνουμε, για να ξεπεράσουμε την στενωπό της κρίσης, να στραφούμε πίσω «Όλα τα έθνη για να προοδώσουν πρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλην του ελληνικού που πρέπει να στραφεί πίσω», έλεγε ο αθηναιογράφος Δημήτρης Καμπουρόγλου (1852-1942). 
Πόλεμοι, αστυφιλία, φτώχεια, μανιώδες κυνήγι του εύκολου και άκοπου πλουτισμού απομάκρυναν τον λαό μας από τα ευλογημένα χωριά μας. Συνωστιζόμαστε στις τσιμεντουπόλεις, τις απρόσωπες και απάνθρωπες, γεγονός με τραγικές συνέπειες στο ήθος κα τον χαρακτήρα μας. Μακριά από την φύση, την γη, το «λίαν καλό» έργο του Δημιουργού, θαμπωθήκαμε από τα πρόσκαιρα και μηδαμινά έργα των χειρών μας, τις πολύχρωμες βιτρίνες και ξεχάσαμε τον Κτίστη, πέσαμε σε απιστία. Μα «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού». 
 Κλείσαμε, κλειδώσαμε και τα παιδιά μας στα πανέμορφα παιδικά δωμάτια τους, στερώντας τα από το σημαντικότερο πράγμα για την υγιή ανατροφή τους το παιχνίδι. («Το σπουδαιότερο πράγμα που κάνει ένα παιδί είναι το παιχνίδι» έλεγε ο Ελύτης) Αντί να ανατρέφουμε αυτούς, που θα πετούν ψηλά και θα αγναντεύουν το πέλαγος, φυλακίσαμε τα παιδιά σε «χρυσά κλουβιά». Τα παιδιά, όμως για να «ανθίσουν», θέλουν γη, χώμα, να απολαύσουν και να χαρούν το ατίμητο δώρο του Θεού, την ελευθερία. Αυτό ισχύει για όλους μας. Ας μην μας διαφεύγει το γεγονός πως η κατοχή γής- ιδιοκτησίας τονώνει ακόμη ακόμη το εθνικό αίσθημα λόγω προσωπικού γοήτρου και αλληλεγγύης προς την Πατρίδα. Τροφοδοτεί δεσμούς, που κινούν τα ζωτικά νεύρα της ανθρώπινης υποστάσεως, σε αντίθεση με την «πολυκατοικημένη» συνοίκηση, όπου ανθεί η δυσαρέσκεια, η νευρικότητα, μειώνεται, εν τέλει, και η αγάπη προς την Πατρίδα. Και ακόμη «αυτός που δεν έχει έδαφος κάτω από τα πόδια του, δεν έχει μήτε Θεό, κι όποιοι αρνείται την Πατρίδα του, αρνείται το θεό» γράφει ο Ντοστογιέφσκι. 
 Και αυτό ισχύει περισσότερο για εμάς τους Έλληνες, για τούτο το «ένδοξο καλυβάκι», που μας δώρισε ο Θεός. Η συχνότατη επωδός του Μακρυγιάννη «πίστη και Πατρίδα μου», ήταν για όλους εκείνους, που μας παρέδωσαν αυτό τον τόπο, ως «τζιβαϊρικόν πολυτίμητο» ένα δίδυμο, αλλά αδιαίρετο χρέος ιστορικής υπάρξεως. Η κρίση, που ταλανίζει τους λαούς μας, είναι απότοκος και της απομάκρυνσής μας από την πατρώα γή. Διασώζει η ελληνική μυθολογία μιας βαθιάς έννοιας και λεπτότητας αλληγορία: Τον γιο του Ποσειδώνα και της Γης, τον τρομερό και δυσπολέμητο γίγαντα Ανταίο, που αντλούσε την δύναμη του από την γη. Όσο την πατούσε ήταν ανίκητος. Τον φόνευσε ο Ηρακλής ανασηκώνοντας τον από το χώμα «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον θα έχει πολλή ξηρασία», μια προτρέπει ο ποιητής Μ.Κατσαρός. Και αυτό το νερό είναι η παράδοση. Οι νέοι πρέπει να μάθουν, ότι δεν είμαστε χθεσινοί, ότι ερχόμαστε από πολύ μακριά και έχουμε χρέος να πάμε πιο μακριά. Και αυτή η εθνική αυτογνωσία γίνεται με την επιστροφή στο σπίτι, όπου γεννηθήκαμε. «Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι στοιχείο είναι και με προσκαλεί ψυχή και με προσμένει», γράφει ωραιότατα ο Παλαμάς. Οι μπαζωμένες πόλεις κουράστηκαν. Τα «ρόδινα ακρογιάλια της Πατρίδας μας», τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» περιμένουν τους ανθρώπους τους. Ο άνθρωπος, όταν τα ποτίζει με τον τίμιο ιδρώτα του, τα ημερώνει. 
Έγραφε με πίκρα ο Φώτης Κόντογλου για «τη ζάλη και την αηδία», που τον έπιανε στις γυάλινες πολιτείες με τους γυάλινους ανθρώπους: «Θαρρώ πως βρίσκομαι σε καμμιά βρώμικη φυλακή, χάνω το κέφι μου και θέλω γρήγορα να φύγω μακρυά, ν’ απομείνω με τον εαυτό μου. Συζητήσεις ατελείωτες και μπερδεμένες, δουλειές, επιχειρήσεις, θέατρα, βιβλία, πολιτική αγωνία, αδιαντροπιά, λεφτά, λεφτά…Ο ιδρώτας τρέχει από πάνω μου. Μηχανές λογής-λογής μουγκρίζουνε γύρω μου. Οι άνθρωποι τρέχουνε σαν να’ναι στο φρενοκομείο. Φεύγω μακριά. Τρέχω, σαν να ξέφυγα από ληστές. Δεν πιστεύω τα μάτια μου πως βρίσκουμαι μακρυά από την κόλαση! Ησυχία! Κάθομαι σε μια πέτρα. Κοιτάζω τα βουνά, τα δέντρα, το χώμα, τα σύννεφα, κι αναστενάζω. Βλογημένη πλάση του Θεού. Αγαπημένο καταφύγιο…» (Μυστικά Άνθη, σελ. 223). 
Αυτό το ευλογημένο καταφύγιο, την γη μας, την ιθαγένεια μας, να ξαναβρούμε. Την ταπεινή ομορφιά του τόπου μας, τα πρόσωπα των εν Χριστώ αδελφών μας, τα αρώματα, τις γνώσεις της Πατρίδας μας, να ζεσταθεί πάλι ή καρδιά μας, που είναι ξυλιασμένη από την παγωνιά της «μεθυσμένης» πολιτείας. Και ας ανοίξουμε το στόμα μας για να πούμε αυτό που έλεγαν οι παλιοί, οι Ρωμιοί, όταν τους όρισκαν «περιστάσεις και θλίψεις και συμφορά του βίου». 
«Την πάσαν ελπίδα μας είς σε ανατίθεμεν Μήτερ του Θεού φύλαξον μας υπό την σκέπη σου»

Γράφει ο Δ. Νατσιός
Δάσκαλος – Κιλκίς /Πηγή

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Η νηστεία κάνει...θαύματα(και στα παιδιά)


Η εικόνα ίσως περιέχει: φαγητό

Μάχη Τράτσα |Ἀπό τήν Ἐφημερίδα «Τό Βῆμα τῆς Κυριακῆς» Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Ἔ­ρευ­να τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κρή­της δεί­χνει ὅ­τι οἱ δι­α­τρο­φι­κές ἐ­πι­τα­γές τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἄ­κρως εὐ­ερ­γε­τι­κές γιά τήν ὑ­γεί­α τῶν παι­δι­ῶν.
Σύμ­φω­να μέ με­λέ­τη, ἡ ὁ­ποί­α μό­λις ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε καί δι­ε­ξή­χθη σέ 609 παι­διά ἡ­λι­κί­ας 5 ὡς 15,5 ἐ­τῶν ἀ­πό τή Θεσ­σα­λο­νί­κη, τό 12,1% τῶν παι­δι­ῶν καί ἐ­φή­βων ἀ­κο­λου­θοῦν πλή­ρη νη­στεί­α. Μέ ἄλ­λα λό­για, ἀ­πέ­χουν ἀ­πό τήν κα­τα­νά­λω­ση κρέ­α­τος, γα­λα­κτο­κο­μι­κῶν προ­ϊ­όν­των καί ἀ­βγῶν, καί γε­νι­κά ἀ­πό τήν κα­τα­νά­λω­ση τρο­φῶν πού ἐ­πι­βα­ρύ­νουν τόν ὀρ­γα­νι­σμό, κά­θε Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή, κα­θώς καί στίς νη­στεί­ες τῶν Χρι­στου­γέν­νων (40 ἡ­μέ­ρες- ἐπιτρέ­πε­ται τό ψά­ρι) καί τοῦ Πά­σχα (48 ἡ­μέ­ρες- ἐ­πι­τρέ­πε­ται τό ψά­ρι τήν 25η Μαρ­τί­ου καί τήν Κυ­ρια­κή τῶν Βα­ΐ­ων), τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων (7 ὡς 20 ἡ­μέ­ρες- ἐ­πι­τρέ­πε­ται τό ψά­ρι) καί τοῦ Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στου (15 ἡ­μέ­ρες ἐ­πι­τρέ­πε­ται τό ψά­ρι στή γι­ορ­τή τῆς Με­τα­μορ­φώ­σεως τοῦ Σωτῆρος). 

    Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει μι­λών­τας στό «Βῆ­μα» ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός ὑ­πεύ­θυ­νος τῆς με­λέ­της, Κα­θη­γη­τής Προ­λη­πτι­κῆς Ἰ­α­τρι­κῆς καί Δι­α­τρο­φῆς τῆς Ἰ­α­τρι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Κρή­της κ. Ἀντ. Κα­φά­τος, τά παι­διά πού συμ­με­τεῖ­χαν στήν ἔ­ρευ­να καί ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν πλή­ρη νη­στεί­α τά τε­λευ­ταῖα 3,5 χρό­νια δέν βρέ­θη­καν νά ἔ­χουν ση­μαν­τι­κές δι­α­φο­ρές στό ὕ­ψος σέ σχέ­ση μέ ἐ­κεῖ­να πού νή­στευ­αν με­ρι­κῶς (δη­λα­δή, ὄ­χι ὅ­λες τίς ἡ­μέ­ρες τῆς νη­στεί­ας) ἤ μέ ἐ­κεῖνα πού δέν νή­στευ­αν πο­τέ. «Ἡ νη­στεί­α δέν ἐ­πη­ρε­ά­ζει τή φυ­σι­ο­λο­γι­κή τους ἀ­νά­πτυ­ξη, ὅ­πως πί­στευ­αν παλαιότερα»,ἐπισημαίνει ὁ κ. Καφάτος.

 Ἕ­να ἀ­πό τά ση­μαν­τι­κά εὑ­ρή­μα­τα τῆς με­λέ­της – γιά τήν πραγ­μα­το­ποί­η­σή της συ­νερ­γά­στη­καν οἱ Ἐ­λιά­ννα Χρυ­σο­χό­ου, Μα­νώ­λης Λι­ναρ­δά­κης, Ἐλ­πί­δα Χα­τζη­α­γό­ρου καί Ἰ­ω­άν­νης Τσα­νά­κας – ἦ­ταν ὅ­τι τά παι­διά πού νη­στεύ­ουν, εἴ­τε ὅ­λες τίς ἡ­μέ­ρες τῆς νη­στεί­ας εἴ­τε λι­γό­τε­ρες, κα­τα­να­λώ­νουν ση­μαν­τι­κά πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο ἀ­ριθ­μό θερ­μί­δων σέ σύγ­κρι­ση μέ ἐ­κεῖ­να πού δέν νη­στεύ­ουν πο­τέ. 

Ἀ­κό­μη, στά παι­διά πού νη­στεύ­ουν κα­τα­γρά­φη­κε πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη πρόσ­λη­ψη ἐ­πι­κίν­δυ­νων γιά τήν ὑ­γεί­α κο­ρε­σμέ­νων λι­πα­ρῶν ὀ­ξέ­ων καί μι­κρό­τε­ρη κα­τα­νά­λω­ση κρέ­α­τος. Νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι κο­ρε­σμέ­να λι­πα­ρά εἶ­ναι ὅ­λα τά ζω­ϊ­κά λί­πη, κα­θώς καί τρί­α φυ­τι­κά λί­πη: Τό φοι­νι­κέ­λαι­ο πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό ὁ­ρι­σμέ­νες ἁ­λυ­σί­δες φά­στφουντ, τό λί­πος τοῦ κα­κά­ο, τό ὁ­ποῖ­ο βρί­σκε­ται σέ σο­κο­λά­τες, καί τό λί­πος τῆς ἰν­δι­κῆς κα­ρύ­δας. «Τά παι­διά πού νη­στεύ­ουν φαί­νε­ται νά ἔ­χουν κα­λύ­τε­ρες ἐ­πι­λο­γές στήν κα­τα­νά­λω­ση τρο­φί­μων καί πλη­σιά­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς ἡ­με­ρή­σι­ες συ­νι­στώμε­νες πο­σό­τη­τες τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρων θρε­πτι­κῶν συ­στα­τι­κῶν, σέ σχέ­ση μέ ἐ­κεῖ­να πού δέν νη­στεύ­ουν κα­θό­λου, ἐ­νῶ δέν ἐ­πη­ρε­ά­ζε­ται ἡ σω­μα­τι­κή τους ἀ­νά­πτυ­ξη», λέει ὁ Καθηγητής.
Οἱ εἰ­δι­κοί λέ­νε ὅ­τι ἡ ἀ­πο­χή ἀ­πό τίς ζω­ϊ­κές τρο­φές σέ τα­κτά χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα ἀ­πο­τε­λεῖ λύ­ση στό συ­νε­χῶς δι­ογ­κού­με­νο πρό­βλη­μα τῆς πα­χυ­σαρ­κί­ας.

O­ἱ δι­α­τρο­φι­κές ἐ­πι­τα­γές τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας φαί­νε­ται ὅ­τι λει­τουρ­γοῦν… θαυ­μα­τουρ­γά γιά τήν ὑ­γεί­α τῶν παι­δι­ῶν. Νέ­α με­λέ­τη τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κρή­της κα­τα­δει­κνύ­ει ὅ­τι οἱ 180 μέ 200 ἡ­μέ­ρες νη­στεί­ας τόν χρό­νο ὄ­χι μό­νο δέν «φρε­νά­ρουν» τήν ὁ­μα­λή ἀ­νά­πτυ­ξη ὅ­σων παι­δι­ῶν ἀ­πέ­χουν ἀ­πό τήν κα­τα­νά­λω­ση ζω­ϊ­κῶν τρο­φί­μων, ἀλ­λά βο­η­θοῦν καί στή δι­α­τή­ρη­ση ἑ­νός φυ­σι­ο­λο­γι­κοῦ βά­ρους, κόν­τρα στή δια­ρκῶς αὐ­ξα­νό­με­νη παι­δι­κή πα­χυ­σαρ­κί­α.
Ἀ­φό­του οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ες ἔ­πα­ψαν νά μα­γει­ρεύ­ουν κα­θη­με­ρι­νά, τά παι­διά ἄρ­χι­σαν νά κα­τα­να­λώ­νουν συ­χνό­τε­ρα φα­γη­τά – «σκου­πί­δια», μέ συ­νέ­πεια τό βά­ρος τους νά αὐ­ξη­θεῖ. Τήν τε­λευ­ταῖ­α 25ετία στήν Ἑλ­λά­δα τά ὑ­πέρ­βα­ρα καί πα­χύ­σαρ­κα παι­διά δι­πλα­σι­ά­στη­καν καί ὑ­πο­λο­γί­ζε­ται ὅ­τι ζυ­γί­ζουν πε­ρί­που τρί­α κι­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ,τι μί­α δε­κα­ε­τί­α πρίν. Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖο ὅ­τι σή­με­ρα στή χώ­ρα μας τό 22,5% τοῦ πλη­θυ­σμοῦ εἶ­ναι πα­χύ­σαρ­κο. Ἡ νη­στεί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λεῖ βα­σι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς με­σο­γεια­κῆς δι­α­τρο­φῆς, μπο­ρεῖ ὅ­πως λέ­νε οἱ εἰ­δι­κοί νά δώ­σει λύ­ση στό πρό­βλη­μα τῆς πα­χυ­σαρ­κί­ας μέ τόν πιό ὑ­γι­ει­νό τρό­πο.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΑΧΝΙΚΑ 


Πολ­λα­πλή …ὑ­γεί­α

   Τά μέ­λη τῆς πο­λύ­τε­κνης οἰ­κο­γέ­νειας Σά­χνι­κα ἀ­κο­λου­θοῦν πι­στά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη νη­στεί­α, μέ ἐ­ξαί­ρε­ση τά τρί­α μι­κρό­τε­ρα παι­διά, ἡ­λι­κί­ας 5, 4 καί 1 ἔ­τους. Τά ὑ­πό­λοι­πα ἕ­ξι παι­διά (15 ἐ­τῶν τό με­γα­λύ­τε­ρο) καί οἱ γο­νεῖς Κων­σταν­τῖνος καί Κυ­ρια­κή ἔ­χουν ἐ­ξο­ρί­σει τό κρέ­ας καί τά ζω­ϊ­κά προ­ϊ­όν­τα ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι τους γιά τοὐ­λά­χι­στον 180 ἡ­μέ­ρες τόν χρό­νο. 
«Ὅ­λα ὀ­φεί­λον­ται στή σύ­ζυ­γό μου.  Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της νή­στευ­ε συ­στη­μα­τι­κά. Ἐ­γώ δέν εἶ­χα τέ­τοι­ες ἐμ­πει­ρί­ες, ἀλ­λά τίς υἱ­ο­θέ­τη­σα με­τά τόν γά­μο», λέ­ει ὁ κ. Κων­σταν­τῖνος Σά­χνι­κας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐρ­γά­ζε­ται στά ΚΤΕΛ τοῦ Κη­φι­σοῦ.
Ἡ σύ­ζυ­γός του δέν δου­λεύ­ει, ὁ­πό­τε φρον­τί­ζει νά ὑ­πάρ­χει πάν­το­τε ἕ­να ὑ­γι­ει­νό μα­γει­ρε­μέ­νο φα­γη­τό στήν κα­τσα­ρό­λα.
 «Τά παι­διά δέν δι­α­μαρ­τύ­ρον­ται δι­ό­τι ξε­κί­νη­σαν νά νη­στεύ­ουν ἀ­πό τά πρῶτα χρό­νια τῆς σχο­λι­κῆς τους ἡ­λι­κί­ας καί πλέ­ον ἔ­χουν συ­νη­θί­σει. Ἕ­νας φυ­σι­κός χυ­μός ἀν­τι­κα­θι­στᾶ πε­ρί­φη­μα ἕ­να πο­τή­ρι γά­λα γιά τό δι­ά­στη­μα τῆς νη­στεί­ας. Τό ἀ­σβέ­στιο τό ἀ­να­πλη­ρώ­νουν μέ το­ύς ξη­ρούς καρ­πούς», ἀ­να­φέ­ρει ὁ κ. Σά­χνι­κας. Καί κα­τα­λή­γει: «Τά παι­διά ἀ­να­πτύσ­σον­ται φυ­σι­ο­λο­γι­κά καί ἔ­χουν τό σω­στό βά­ρος. Βε­βαί­ως, πρέ­πει νά πῶ ὅ­τι ἡ νη­στεί­α προ­ϋ­πο­θέ­τει μί­α ἄ­σκη­ση καί γιά μέ­να συν­δυ­ά­ζε­ται μέ τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί τή Θεί­α Κοι­νω­νία».
Τί πρέ­πει νά προσ­λαμ­βά­νουν κα­θη­με­ρι­νά τά παι­διά.
Θερ­μί­δες
Ὡς 1.500 (γιά παι­διά ὡς 10 ἐ­τῶν) καί κα­τά μέ­σον ὅ­ρο 2.000 (γιά ἐ­φή­βους ὡς 14 ἐ­τῶν, ἀ­νά­λο­γα μέ τό φύ­λο, τό ὕ­ψος καί τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα).    
Λί­πη
Ὡς 50 γραμ­μά­ρια.
2-3 ἐ­τῶν πρέ­πει νά δι­α­τη­ροῦν τή συ­νο­λι­κή ἡ­με­ρή­σια πρόσ­λη­ψη λί­πους στό 30%-35% τῶν θερ­μί­δων πού κα­τα­να­λώ­νουν.  
4-18 ἐ­τῶν τό πο­σο­στό πρέ­πει νά πε­ρι­ο­ρι­στεῖ στό 25%-35%. 
Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα λί­πη πρέ­πει νά προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τίς πη­γές πο­λυ­α­κό­ρε­στων καί μο­νο­α­κό­ρε­στων λι­πα­ρῶν ὀ­ξέ­ων, ὅ­πως εἶ­ναι τά ψά­ρια, οἱ ξη­ροί καρ­ποί, τό ἐ­λαι­ό­λα­δο, καί νά ἀ­πο­φεύ­γουν τά κο­ρε­σμέ­να καί τράνς λι­πα­ρά.
Ἁ­λά­τι
(Μί­α κου­τα­λιά ἅ­λα­τος ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μέ 2.300 mg):  
Τόν πρῶ­το χρό­νο: Ὡς 1 γραμ­μά­ριο, δη­λα­δή 400 mg νά­τριο. 
2-3 ἐ­τῶν: 2 γραμ­μά­ρια, 4-6 ἐ­τῶν: 3 γραμ­μά­ρια, 7-10 ἐ­τῶν: 5 γραμ­μά­ρια. Τέρ­μα τό ὀ­ξει­δω­τι­κό στρές.
 Ὁ… ἐ­ξο­ρι­σμός τῶν τρο­φί­μων ζω­ϊ­κῆς προ­έ­λευ­σης ἀ­πό τό δι­αι­το­λό­γιο ὅ­σων ἀ­κο­λου­θοῦν τήν Ὀρ­θό­δο­ξη νη­στεί­α δέν ἐ­ξαν­τλεῖ τόν ὀρ­γα­νι­σμό. Καί αὐ­τό δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι νη­στεύ­ουν κα­τα­να­λώ­νουν ἄλ­λα τρό­φι­μα ὑ­ψη­λῆς δι­α­τρο­φι­κῆς ἀ­ξί­ας, ὅ­πως εἶ­ναι τά θα­λασ­σι­νά, τό λά­δι καί τό τα­χί­νι. 
Σύμ­φω­να μέ ἔ­ρευ­νες τοῦ Τμή­μα­τος Προ­λη­πτι­κῆς Ἰ­α­τρι­κῆς καί Δι­α­τρο­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Κρή­της, ὅ­σοι νη­στεύ­ουν δέν ἔ­χουν σι­δη­ρο­πε­νι­κή ἀ­ναι­μί­α, ἐ­νῶ ἡ ὁ­λι­κή τους χο­λη­στε­ρό­λη εἶ­ναι χα­μη­λό­τε­ρη σέ σύγ­κρι­ση μέ ἐ­κεί­νους πού δέν νη­στεύ­ουν. Ἐ­πί­σης, τά ἄ­το­μα πού δέν νη­στεύ­ουν ἔ­χουν ὑ­ψη­λά ἐ­πί­πε­δα ὀ­ξει­δω­τι­κοῦ στρές, δη­λα­δή, ὅ­πως ἐ­ξη­γεῖ ὁ κ. Κα­φά­τος, «αὐ­ξά­νον­ται οἱ ἐ­λεύ­θε­ρες ρί­ζες ὀ­ξυ­γό­νου στόν ὀρ­γα­νι­σμό τους, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά το­ξι­κές καί ἐ­πι­φέ­ρουν βλά­βες στίς κυτ­τα­ρι­κές μεμ­βρά­νες καί στό DΝΑ τῶν κυτ­τά­ρων, δη­λα­δή προ­κα­λοῦν ἀλ­λοι­ώ­σεις στό γο­νι­δί­ω­μα».      
     Οἱ εἰ­δι­κοί εἶ­ναι κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κοί: Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη νη­στεί­α ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ση­μαν­τι­κό ὅ­πλο γιά τήν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῆς πα­χυ­σαρ­κί­ας καί τῶν νο­ση­μά­των πού τή συ­νο­δεύ­ουν (ὑ­πέρ­τα­ση, ὑ­περ­λι­πι­δαι­μί­ες, σακ­χα­ρώ­δης δι­α­βή­της, ἐγ­κε­φα­λι­κά καί καρ­δια­κά ἐ­πει­σό­δια, καρ­κί­νος κ.ἄ.).  
Οἱ βα­σι­κοί κα­νό­νες
   Νά ἀ­πο­φεύ­γε­τε τό τη­γά­νι­σμα τῶν θα­λασ­σι­νῶν ἤ τῶν λα­χα­νι­κῶν καί τήν ὑ­περ­κα­τα­νά­λω­ση ὑ­δα­ταν­θρά­κων (ψω­μιά, μα­κα­ρό­νια κ.ἄ.). 
Νά προ­τι­μᾶ­τε τό ἐ­λαι­ό­λα­δο ἀ­πό ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἄλ­λο φυ­τι­κό ἔ­λαι­ο.
Βάλ­τε στό δι­αι­το­λό­γιό σας τό τα­χί­νι καί το­ύς ξη­ρούς καρ­πούς, ἀλ­λά μέ μέ­τρο δι­ό­τι πα­χαί­νουν. 
 Κα­λύψ­τε τήν ἔλ­λει­ψη ζω­ϊ­κῶν πρω­τε­ϊ­νῶν μέ ὄ­σπρια καί θα­λασ­σι­νά.
Μήν πα­ρα­λεί­πε­τε τήν πρόσ­λη­ψη πρω­τε­ϊ­νῶν, βι­τα­μι­νῶν τοῦ συμ­πλέγ­μα­τος Β, ἀ­σβε­στί­ου καί σι­δή­ρου.
Ἔ­τσι δέν θά αἰ­σθά­νε­στε κου­ρα­σμέ­νοι.  
Ἡ θρε­πτι­κή ἀ­ξί­α
Ἐ­λαι­ό­λα­δο: Ἐ­νι­σχύ­ει τήν ἄ­μυ­να ἔ­ναν­τι τοῦ καρ­κί­νου. Εὐ­ερ­γε­τι­κές ἐ­πι­δρά­σεις στίς με­τα­βο­λι­κές λει­τουρ­γί­ες τῆς γα­στρεν­τε­ρι­κῆς ὁ­δοῦ.  
Λα­χα­νι­κά, χόρ­τα καί φροῦ­τα: Εὐ­ερ­γε­τι­κά γιά τήν ὑ­γεί­α τοῦ πε­πτι­κοῦ καί γα­στρεν­τε­ρι­κοῦ συ­στή­μα­τος. 
Με­λέ­τες ἔ­χουν δεί­ξει ὅ­τι μει­ώ­νουν τίς πι­θα­νό­τη­τες ἐκ­δή­λω­σης καρ­κί­νου τοῦ πα­χέ­ος ἐν­τέ­ρου καί καρ­δι­αγ­γεια­κῶν νο­ση­μά­των. Ἔ­χουν καί ἀν­τι­ο­ξει­δω­τι­κές ἰ­δι­ό­τη­τες.
Τα­χί­νι: Ἔ­χει ἀν­τι­γη­ραν­τι­κές καί ἀν­τι­υ­περ­τα­σι­κές ἰ­δι­ό­τη­τες. Βο­η­θᾶ στήν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῆς χο­λη­στε­ρό­λης, στό ἀ­νο­σο­ποι­η­τι­κό, στήν πρό­λη­ψη τοῦ κα­ταρ­ρά­κτη, στήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ δι­α­βή­τη καί τῆς ἀρ­τη­ρι­ο­σκλή­ρυν­σης καί στή σω­στή λει­τουρ­γί­α τοῦ ἥ­πα­τος!
Ξη­ροί καρ­ποί: Πε­ρι­έ­χουν ὑ­ψη­λές πο­σό­τη­τες ἀ­σβε­στί­ου. Πλού­σιοι σέ πο­λυ­α­κό­ρε­στα λι­πα­ρά ὀ­ξέ­α, πρω­τε­ΐ­νες, ἰ­χνο­στοι­χεῖ­α, φυ­τι­κές ἴ­νες καί βι­τα­μί­νες.
Θα­λασ­σι­νά: Πλού­σια σέ βι­τα­μί­νες, ω-3 λι­πα­ρά ὀ­ξέ­α (εὐ­ερ­γε­τι­κά γιά τό καρ­δι­αγ­γεια­κό σύ­στη­μα).
Καί ἰ­ώ­διο. Πρέ­πει νά ἀ­πο­φεύ­γον­ται ἀ­πό ἄ­το­μα μέ αὐ­ξη­μέ­νο οὐ­ρι­κό ὀ­ξύ.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Η αγάπη που δεν έχει όρια-Γέροντας Παίσιος


 
..Αυτός ο άνθρωπος με τόση προσευχή, με τόσα δάκρυα που έχυνε...Μια φορά πήγα, τον είδα. Ήταν πολύ κουρασμένος. Του λέω:
-Τι έχεις γέροντα;
- Τι να κάνω, ευλογημένη ψυχή; Πονάω πάρα πολύ με τους ανθρώπους που έρχονται. Και ιδίως για τα παιδιά με τα ναρκωτικά (σσ: Τότε είχε αρχίσει το κύμα των ναρκωτικών το πολύ και έρχονταν πολλά παιδιά στον γέροντα και ζητούσαν βοήθεια). Να, χθες είχα τρεις μέρες άυπνος κι ήρθε ένα παιδάκι, το καημένο εδώ πέρα, ταλαιπωρημένο, ορφανό, εγκαταλειμμένο, δεν είχε που την κεφαλή κλίνη και μου είπε: "Γέροντα, κανέναν δεν έχω στον κόσμο. Κανένας δεν με αγάπησε και είμαι και ορφανός και έμπλεξα και με τα ναρκωτικά. Θέλω να μου πεις κάτι". Και, ενώ τα μάτια μου έκλειναν απ'την αγρυπνία, τα τραβούσα -λέει- 9 ώρες, τα κόλλησα πάνω σ'αυτό το παιδάκι να μπορέσω να το βοηθήσω να καταλάβει κι αυτό ένα ίχνος αγάπης. Ε... Έφυγε αναπαυμένο. Τώρα δεν ξέρω πόσο το βοήθησα...
Αλλά αυτό το πράγμα, αν ερχόταν σε μένα κάποιος που θα'μουν κουρασμένος, θα έλεγα "άφησέ με να ξεκουραστώ και μετά". 
Ο π. Παΐσιος δεν έβαζε τον εαυτό του ποτέ μπροστά. Έβαζε πάντοτε τον άλλον. Που είναι δείγμα μεγάλης αγιότητος αυτό...

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου-Η μεταβλητότητα της εσωτερικής μας καταστάσεως


 
Παραπονιέστε για τη μεταβλητότητα της εσωτερικής σας καταστάσεως -άλλοτε είναι καλή και άλλοτε κακή. Δεν γίνεται αλλιώς.
«Έχω δοκιμάσει και δοκιμάζω δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις με διάφορες μορφές». Δεν έχουμε παρά να τις υπομένουμε με ταπείνωση και γενναιοψυχία, χωρίς να χαλαρώνουμε τον πνευματικό μας αγώνα, χωρίς να παραμελούμε την εκπλήρωση των θείων εντολών -αυτό ακριβώς που κάνετε.
Έρχεται μια καλή πνευματική κατάσταση. Φεύγει. Έρχεται μια κακή. Φεύγει κι αυτή. Η εναλλαγή τους είναι συνεχής και αναπότρεπτη. Το μόνο που μπορείτε και πρέπει να κάνετε, είναι να επιθυμείτε και να επιδιώκετε πάντα το καλό.Αν δεν αντιμετωπίζαμε ποτέ καμιά δυσκολία, τότε θα είχαμε πέσει σε πνευματική νάρκη.
Ψυχικές μεταπτώσεις.
Οι ψυχικές μεταπτώσεις συμβαίνουν σε όλους. Δεν έχετε, λοιπόν, παρά να τις υπομένετε ήρεμα, αφήνοντας τον εαυτό σας στα χέρια του Θεού. Μη νοιάζεστε για τίποτ’ άλλο, παρά μόνο για τούτο: Να είστε πάντα μαζί με τον Κύριο. Ό,τι κι αν σας συμβαίνει, σ’ Αυτόν να καταφεύγετε, σ’ Αυτόν ν’ αποκαλύπτετε την ψυχή σας, σ’ Αυτόν ν’ ακουμπάτε τα βάρη σας, σ’ Αυτόν να λέτε τον πόνο σας… Και να προσεύχεστε, παρακαλώντας Τον να σας απαλλάξει από πειρασμούς και θλίψεις, αν είναι θέλημα Του..
Η ψυχική ευφορία και ευδιαθεσία, η αναψυχή και η παρηγοριά δεν είναι πάντα γνωρίσματα καλής πνευματικής καταστάσεως, η οποία έχει τρία άλλα βασικά χαρακτηριστικά: α) ζήλο για την ευαρέστηση του Θεού, β) φρόνημα ταπεινό και καρδιά συντριμμένη, γ) παράδοση στο θείο θέλημα. Υπάρχουν αυτά μέσα σας; Αν ναι, είστε σε καλό δρόμο.
Οι πνευματικές παρηγοριές στην κατά Θεόν ζωή.
Λυπηθήκατε, επειδή χάσατε πολύ γρήγορα τήν παρήγορη εκείνη εσωτερική κατάσταση, στην οποία βρισκόσασταν μετά τη θεία Μετάληψη. Αλλά πρέπει να ξέρετε, πως μια πνευματική παρηγοριά, μια «παράκληση», μ’ όποια μορφή κι αν μας επισκέπτεται -ως απέραντη ψυχική ειρήνη, ως απερίγραπτη χαρά, ως ιερός ενθουσιασμός, ως γλυκεία κατάνυξη ή ως οτιδήποτε άλλο-, δεν είναι το κύριο ζητούμενο στην κατά Θεόν ζωή. Η πρωταρχική επιδίωξη και το βασικό μέλημά μας είναι όχι οι παρηγοριές, αλλά η αποφασιστική και δυναμική διατήρηση του εαυτού μας, εσωτερικά και εξωτερικά, σε κατάσταση καλή, ευάρεστη στον Κύριο. Η όποια παρηγοριά δίνεται από το Θεό σαν «δόλωμα», πρόκληση και προτροπή.
«Να τί θ’ απολαύσεις! Αγωνίσου, λοιπόν!». Επομένως, όταν τη στερούμαστε, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε, αλλά με μεγαλύτερο ζήλο, με σταθερότητα και επιμονή ν’ αγωνιζόμαστε «τον καλόν αγώνα της πίστεως» (Α’ Τιμ. 6:12).
Οι πνευματικές ηδονές δεν είναι πάντα ωφέλιμες.
Σας αρέσει να βυθίζεστε μέσα στις πνευματικές ηδονές, να νιώθετε πάντα ικανοποίηση και ευφροσύνη από την προσευχή και την κοινωνία σας με τον Κύριο. Αυτό, όμως, είναι και αδύνατο και ανώφελο. Αδύνατο, γιατί κάθε μορφή πνευματικής αναψυχής δεν είναι καρπός δίκης μας προσπάθειας, αλλά δώρο του ελέους του Θεού, δώρο που προσφέρεται σ’ οποίον, όποτε και για όσο Εκείνος θέλει. Αδύνατο είναι, επίσης, γιατί, όσο ζουν και ενεργούν μέσα μας τα πάθη, καμιά πνευματική ηδονή δεν μπορεί να παραμείνει σταθερή στην ψυχή.
Άλλωστε, η άκαιρη και άλογη επιδίωξη τέτοιων ηδονών είναι, όπως είπα, και ανώφελη, γιατί οδηγεί σε ψυχική παραλυσία και μαλθακότητα. Εμείς οφείλουμε μόνο ν’ αγωνιζόμαστε με τρόπο ευάρεστο στον Κύριο, με ζήλο και ανδρεία, με νήψη και αυτοέλεγχο, με ταπείνωση και συντριβή. Για το Θεό πρέπει να κυριαρχούν στη καρδιά μας δύο αισθήματα: αγάπη και φόβος… Οι άγγελοι στέκονται μπροστά Του με φόβο και τρόμο… Ζήστε, επαναλαμβάνω, με νήψη, με πνευματική επαγρύπνηση, με φρόνημα ταπεινό…
πηγή: Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής» -επιλογές-, Ι.Μ.Παρακλήτου

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Κυριακή Σταυροπροσκυνήσεως-Η χαρμολύπη του Σταυρού

 
Αν ερωτήσουμε τον κόσμο μας, αλλά και τον εαυτό μας, πώς εννοούμε την σχέση με το Χριστό, θα διαπιστώσουμε ότι την περιορίζουμε στο επίπεδο του «δούναι και λαβείν». 
Πιστεύουμε σε έναν Θεό για να μας δίνει αυτός και να λαμβάνουμε εμείς. Κι έτσι θεωρούμε ότι ο Σταυρός ήταν ο δρόμος του Θεού. Δεν είναι ο δικός μας. Έχουμε δημιουργήσει έτσι μία πίστη η οποία φορτώνει τις ευθύνες για την αιωνιότητα, αλλά και γι’ αυτόν τον κόσμο στον Εσταυρωμένο Θεό. Εκείνος μας αγαπά. Εκείνος θυσιάστηκε για μας. Εκείνος μας τα δίνει όλα. Εμείς δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε άλλο, παρά να πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Να ζητάμε την κατανόησή Του στη ζωή μας. Να προνοεί για μας. Να μας εξασφαλίζει και τα αγαθά της αυτάρκειας και την άφεση για τις αμαρτίες μας και την αιωνιότητα. 
Γι’ αυτό και η απομάκρυνσή μας από το εκκλησιοκεντρικό ήθος. Εκκλησία για τον κόσμο μας, ίσως και για τους περισσότερους από εμάς, είναι οι επίσκοποι, οι ιερείς, οι μοναχοί. Αυτοί πρέπει να δίνουν κι εμείς να λαμβάνουμε. Αυτοί πρέπει να σηκώνουν τον σταυρό και τον δικό τους και τον δικό μας, για να μπορούμε εμείς να συνεχίζουμε ανέφελα τη ζωή μας. Αυτοί φέρουν την ευθύνη. Αυτοί μας τα δίνουν όλα. Αυτοί είναι οι εκπρόσωποι του Θεού στον κόσμο. Επομένως, αυτοί φέρουν τα βάρη της επιτυχίας, της αποτυχίας, της ευθύνης. 
Όμως ο Σταυρός του Κυρίου μας δείχνει τις αληθινές διαστάσεις τόσο της σχέσης μας με το Χριστό, όσο και του τι είμαστε εμείς στην Εκκλησία. Η σχέση προϋποθέτει επιθυμία. Για να σχετιστώ με το Χριστό, δεν αρκεί εκείνος να θέλει να έχει σχέση μαζί μου. Δεν αρκεί εκείνος να σταυρώνεται για μένα. Δεν αρκεί εκείνος να με αγαπά. Δεν αρκεί εκείνος να έχει την ευθύνη για μένα και τη σωτηρία μου. Χρειάζεται να τον αναζητώ και εγώ. Να επιθυμώ να σχετιστώ μαζί Του. Και η σχέση είναι προσωπική με τον καθέναν μας. Γιατί ο Χριστός απευθύνθηκε και απευθύνεται συνεχώς στην ελευθερία μας. Και η ελευθερία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την ευθύνη για την σχέση μαζί Του, αλλά και για κάθε σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο. 
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». (Μάρκ. 8,34) Λόγος χαράς, αλλά και λόγος λύπης. Πού ανήκω; Θέλω; Αν ναι, πώς το δείχνω στη ζωή μου; Αν όχι, ο σταυρός παραμένει εντός του ναού, αλλά όχι εντός της ψυχής μου. Τον βλέπω, τον προσκυνώ, τον τιμώ, αλλά δεν με μεταμορφώνει. Και ίσως είναι το δυσκολότερο βήμα αυτό. Να μην μπορώ να μεταμορφωθώ εν αγάπη, να μην μπορώ να ακολουθήσω Αυτόν που με καλεί από τον Γολγοθά Του. Αλλά δεν περιορίζεται εκεί η λύπη. Ακόμη κι αν λέω το ναι, δεν είμαι πάντοτε έτοιμος να ακολουθήσω τα επόμενα βήματα που ο Χριστός μου ζητά.
«Απαρνησάσθω εαυτόν». Δεύτερος λόγος χαράς, δεύτερος λόγος λύπης. Το να απαρνηθείς τον εαυτό σου σημαίνει να μην βάζεις το «εγώ» σου στη θέση του κέντρου όλου του κόσμου, αλλά να βάζεις το θέλημα του Θεού, τον δρόμο της αγάπης, της παραίτησης από τα δικαιώματά μας, χάριν των άλλων, τον δρόμο της άσκησης, της αρετής, της προσφοράς, ώστε τόσο σε συλλογικό-κοινωνικό επίπεδο, όσο και στη σχέση σου με τον Θεό, να μπορείς να λες «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). 

Και όταν μέσα σου ζεις και πορεύεσαι κατά τον λόγο και το θέλημα του Χριστού, τότε μπορείς να συνυπάρξεις με τους άλλους όντας άνθρωπος που γνωρίζεις να μοιράζεσαι, να ανέχεσαι και να συγχωρείς, να πορεύεσαι εν αγάπη. Η σχέση με το Χριστό που οδηγεί στην απάρνηση του εαυτού μας μάς δίνει την χαρά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Ο άνθρωπος ο οποίος αθλείται κατά Θεόν, αγωνίζεται να αποκρούει τους λογισμούς του, να εκριζώνει τα πάθη του, να μην αφήνει το «σαρκικό φρόνημα» να τον κυριεύει, βιώνει την χαρά και την ευλογία να κάνει πράξη το θέλημα του Θεού, υπακούει σ’ Αυτόν. Σώζεται και, ταυτόχρονα, σώζει. 
Όμως ένας τέτοιος δρόμος κρύβει λύπη. Γιατί δεν είναι μόνο ότι ζούμε σε έναν κόσμο και σε έναν πολιτισμό που αποθεώνει το «εγώ» μας, τον εαυτό μας, τα δικαιώματά μας. Ζούμε και σε έναν κόσμο που τείνει να θανατώνει καθημερινά το Θεό. Είτε μετατρέποντάς τον σε θρησκεία, δηλαδή σε απλή παράδοση, σε έθιμα, στη νοοτροπία του «για το καλό του χρόνου», είτε βλέποντάς τον ως μια Ανώτερη δύναμη, που δεν ασχολείται με τη ζωή μας, το πολύ-πολύ να μας δώσει ό,τι της ζητούμε, γιατί μπορεί να το κάνει, ή να μας περιμένει στην άλλη ζωή για να μας υποδεχθεί μαγικά, εφόσον δεν κάναμε τίποτε κακό, δεν πειράξαμε κανέναν, ενώ σε ό,τι αφορά στις όποιες αμαρτίες μας, «έτσι κάνουν όλοι». Είτε θεωρώντας την σχέση μας μαζί Του ως κατάλοιπο μιας παιδικής αθωότητας, που μας επιστρέφει συναισθηματικά στο παρελθόν μας, ίσως και μας συγκινεί, αλλά δεν αλλάζει την ύπαρξη και τον τρόπο ζωής μας.
Αυτή η νοοτροπία, σε συνδυασμό με την εκ φύσεώς μας κατάσταση η κύρια έγνοια να είναι ο εαυτός μας, ο οποίος έχει να παλέψει πρωτίστως με τον θάνατο, όχι μόνο τον βιολογικό, αλλά και εκείνον που μας προκαλούν οι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι είναι υπαίτιοι για τις αποτυχίες μας ή δεν μας επιτρέπουν να πραγματώσουμε τα όνειρά μας ή να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας -και αυτά όλα είναι μικρότεροι ή μεγαλύτεροι θάνατοι στη ζωή μας-, αυξάνουν την λύπη της επιλογής να τον απαρνηθούμε ή δεν μας επιτρέπει να προχωρήσουμε σε μια τέτοια κίνηση. Μόνο η αγάπη μπορεί να μας υποδείξει τον τρόπο και να μας κάνει να νικήσουμε την λύπη. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξητε . αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,32), μας λέει ο Χριστός
«Αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Τρίτος λόγος χαράς, τρίτος λόγος λύπης. Υπάρχει χαρά στο να σηκώνει κανείς τον σταυρό του και να ακολουθεί τον Χριστό στον Γολγοθά; Ναι, είναι η χαρά ότι δεν είμαστε μόνοι μας, αλλά ακολουθούμε τον ίδιο τον Θεό. Είναι η χαρά ότι όσο κι αν είναι βαρύς ο κόπος, έχουμε τον Χριστό, ο Οποίος μας συνδράμει και ο Οποίος μας οδηγεί στην Ανάσταση. Γιατί δεν είναι ο Σταυρός το τέρμα, αλλά το πέρασμα από τον θάνατο στη Ζωή. Και ο Χριστός είναι «η Ανάστασις και η Ζωή» (Ιωάν. 11, 25). Όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, «καν αποθάνη, ζήσεται» (Ιωάν. 11, 26). Συμφέρει μάλιστα να πεθάνει κανείς για τον Κύριο. Όπως ο κόκκος του σίτου, αν δεν πεθάνει, αν δεν ταφεί κάτω από την γη, μόνος μένει. Αν όμως πεθάνει, «πολύν καρπόν φέρει» (Ιωάν. 12, 24). Και θάνατος δεν είναι το μαρτύριο ή το βιολογικό τέλος, όπως πολλοί νομίζουν. Θάνατος είναι η νέκρωση των παθών. Θάνατος είναι εκείνα τα μικρότερα ή μεγαλύτερα ΟΧΙ τα οποία καλούμαστε να αντιτάξουμε στις επιθυμίες της απάτης. Σταυρός είναι το να μπορούμε να συγχωρούμε όλους αυτούς που δεν μας καταλαβαίνουν. Όλους αυτούς που δεν είναι όπως εμείς θα θέλαμε. Όλους αυτούς που δεν μας αγαπούνε και μας κάνουν να πονούμε. Όλους αυτούς που μας περιθωριοποιούν, γιατί πιστεύουμε. 
Χαρμολύπη φέρει ο Σταυρός στη ζωή μας. Γιατί μας υποδεικνύει τι είναι αληθινά η χριστιανική ζωή. Ιδίως σ’ αυτόν τον δύσκολο κόσμο, στον οποίο ζούμε, καλούμαστε να μην καταβαλλόμεθα ούτε από την ψευδαίσθηση ότι η πίστη μας εξασφαλίζει την γαλήνη, την ηρεμία, την ανάπαυση και ότι δεν πρόκειται να περάσουμε καμία δοκιμασία στη ζωή μας, αλλά ούτε και από την αίσθηση ότι επειδή πιστεύουμε, όλα μας τα προβλήματα έχουν λυθεί ή δεν υποφέρουμε από την αμαρτία και τον θάνατο. Ζούμε όμως μέσα από τον Σταυρό την οδό της ανάστασης και της αγάπης του Θεού. Κι εδώ είναι η ευθύνη μας ως χριστιανοί, όλοι μας ανεξαιρέτως, κλήρος και λαός. Να δώσουμε αυτήν την μαρτυρία της ανάστασης με την πίστη, τα έργα, τη ζωή μας εντός της Εκκλησίας. Για να γίνει και για μας ο Σταυρός από πηγή πόνου, δοκιμασίας, θανάτου, «ζωή και Ανάστασις».