Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ(30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1898)

Το λογοτεχνικό αυτό ναυτικό διήγημα του Πέτρου Δ.Αργύρη  είναι παρμένο από την πραγματικότητα.Συνέβη στα τέλη τον περα­σμένου αιώνα. Την αλήθεια της όλης υπόθεσης την μαρτυρεί το ΑΣΗΜΕΝΙΟ καράβι πού κρέμεται στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στίς Σπέτσες.(φώτο)

Ήταν ξημέρωμα του Άγιαντρέα 30 Νοεμβρίου του 1898

Τα περισσότερα σπίτια του νησιού τα φώτιζε ένα μικρό λυχνάρι ή κάποια λάμπα πετρελαίου. Οί νοικοκυρές ετοιμάζονταν για την εκκλησία μόλις ή πρώτη καμπάνα του Άγιαντρέα αντήχησε χαρμόσυνα.
Έξω έκανε τσουχτερό κρύο καί μόλις είχε σταματήσει ή θύελλα πού σάρωσε τα πάντα χθες βράδυ.
Ήταν 8 περίπου ή ώρα κι ή εκκλησία ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο, παρά το τσουχτερό κρύο. Την ώρα 'κείνη έβγαζε ό παπάς τα "Αγια, όταν όλων τα μάτια στράφηκαν προς την πόρτα.
Ένα τσούρμο από γενειοφόρους, κακοντυμένους, μουσκεμένους καί καταματωμένους από τίς λαβωματιές μπήκε μέσα στην εκκλησία με επικεφαλής τον καπετάνιο. Πλησίασαν στην εικόνα του Άγιαντρέα καί γονάτισαν όλοι. Σέ μια στιγμή καί ό παπάς σταμάτησε την ψαλμωδία βλέποντας τους.
Μπροστά, πρώτος γονάτισε ό καπετάνιος καί μετά όλοι ναύτες.
Τα πρόσωπα τους φαίνονταν άγρια, παγωμένα καί χλωμά. Ή αλμύρα της θάλασσας καί κάποια μεγάλη ίσως αγωνία είχε χαράξει στα μέτωπα τους βαθειές ρυτίδες. Τα μαλλιά τους ήσαν κολλημένα στο κεφάλι τους ανακατεμένα με αίμα από τίς πληγές τους. Τα ρούχα τους ήσαν σχεδόν κουρελιασμένα καί διέκρινες από τίς τρύπες των παντελονιών καί πουκαμίσων τραύματα πού πάνω τους είχε ξεραθεί το αίμα.
Ό καπετάνιος, άφού σταυροκοπήθηκε κι ακούμπησε το κεφάλι του ως το δάπεδο, κάρφωσε τα μάτια του στο εικόνισμα του Αγίου. Γέμισαν τα μάτια του δάκρυα κι έτρεμε σύγκορμος. Έβαλε με γρήγορη κίνηση το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε ένα πουγγί τόσο γεμάτο πού πήγαινε να σπάσει από τα φλουριά καί τ' απόθεσε στην εικόνα του Άγιαντρέα. Μετά έκαναν κι οι ναύτες το ίδιο γονατίζοντας κι άσπάζοντας την εικόνα με ευλάβεια.
Άφοϋ ό παπάς είπε το «μετά φόβου Θεού, Πίστεως καί Αγάπης προσέλθετε πλησίασε ό καπετάνιος με όλους τους ναύτες και με βροντερή φωνή είπε στόν παππά:

—Να μας κοινωνήσεις ούλους παππά μου, κι ας μη νηστέψαμε ποτές μας.
Ό Παπαγιώργης κοίταξε στα μάτια τον καπετάνιο καί του είπε:
— Ασθενής και οδοιπόρος άμαρτίαν ουκ έχει τέκνον μου, καί του πρότεινε την Άγίαν Κοινωνίαν.
— Μεταλαμβάνει ό δούλος του Θεοϋ...
— Καπταν-Γιάννης, λέει εκείνος.
—Ιωάννης, λέει ό παπάς καί τον μεταλαμβάνει. Εις το όνομα του Πατρός καί του Υίοΰ καί του Αγίου Πνεύματος.
Μετά έκανε το ίδιο καί στους ναύτες, οί όποιοι άσπάσθησαν με ευλάβεια το "Αγιο δισκοπότηρο καί το χέρι του παπά.
Μόλις ήρθε ή ώρα να δώσει ό παπάς το αντίδωρο καί τον πλησίασε ό καπετάνιος, του λέει ό παπάς:
— Καπετάνιο, θα μούδινες μεγάλη χαρά να 'ρχόσουνα με τ' ασκέρι σου στο σπίτι μου να σας πρόσφερα ένα καφέ. Γιορτάζω σήμερα.
—Ευχαριστώ παπά μου. Θάρθω μετά χαράς γιατ' έχουμε να δούμε τα σπίτια μας 15 μήνους τώρα.
Σέ λίγο ξεκίνησαν όλοι για το σπίτι του παπά πού γέμισε κόσμο και τους περιποιόταν ή παπαδιά. Επάνω στη συζήτηση άρχισε ό καπετάνιος να εξιστορεί πώς το καράβι του βρέθηκε στο νησί.

«Ξεκινήσαμε από τη Μάλτα φίλοι μου εδώ καί 35 μέρες. Μας βρήκαν στο δρόμο μεγάλες κακοκαιρίες. Το καράβι μου 40 μέτρα με δυο άλμπουρα έγινε πολλές βολές καρυδότσουφλο στα άγρια κύματα, αλλά τοϋτο πού μας συνέβηκε τρεις μέρες παί τρεις νύχτες δεν το ματασυνάντησα ποτές μου. Τα κύματα σκεπάζανε καί τ' άλμπουρα ακόμη. Σέ μια στιγμή ένα πελώριο κύμα έκοψε σαν αγγούρι το ένα άλμπουρο ακόμη καί το κατάπιε ή θάλασσα. Ένα άλλο ξερίζωσε το ταμπούκιο, λες κι ήταν μαργαρίτα μέσα στη γλάστρα. Τα κύματα μας χτυπούσαν σαν μπάλλες πότε δεξιά καί πότε ζερβιά να κρατήσουν το καράβι, άλλοι κουρελιασμένοι κι άλλοι τραυματισμένοι, να βογγάνε καί πότε να παρακαλάνε την Παναγία καί τον "Αγιο-Νικόλα να μας σώσει.
Οταν πια ψες το βράδυ είχε πέσει το σκοτάδι πού τόσκιζαν αστραπές καί κεραυνοί κι ό μανιασμένος αγέρας σφύριζε στα σκοινιά λες κι ήτανε σειρήνες, δεν βλέπαμε ούτε τη μύτη μας.
«Κουράγιο παληκάρια μου, τους φώναζα, κουράγιο ν' αντέξουμε. Μπόρα είναι καί θα περάσει. Κράταγα τη λαγουδέρα όσο γερά μπόραγα. Ή στη θάλασσα ήμασταν ή στό καράβι ήταν το ίδιο πράμα. Το καράβι άρχισε να κάνει νερά. Μια τρύπα άνοιξε στα δεξιά. Βοήθα "Αγιε Νικόλα! φώναξα με απελπισία.
Σέ μια στιγμή, ένα πελώριο κύμα μ' άρπαξε καί με σφύνωσε σε μια γωνιά. Σπάσανε τα πλευρά μου καί μόλις μπόρεσα να διακρίνω με μια δυνατή αστραπή κάποιον καλόγηρο, έτσι σαν κι εσένα παππαγιώργη με μαύρο ράσο να κρατάει το τιμόνι μου. Δεν θυμάμαι τίποτις άλλο παππά μου. 'Αλλά ό καλόγηρος κείνος ήταν ό ίδιος με τον Άγιαντρέα πού σήμερις έχουμε τη χάρη του.
Μετά άρχισε να διηγείται κάποιος μεσήληκας ναύτης.
«Μετά παπά μου ακούσαμε μέσα στην αντάρα εκείνη τη φωνή του καπετάνιου να μας λέει:
—Φούντο. Φούντο παιδιάαα...
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Μόνο μονολογήσαμε: Τρελλάθηκε ό καπετάνιος! Καί του φωνάξαμε μετά:
—Τρελλάθηκες καπετάνιο; Που να φουντάρουμε στο πέλαγο;
— Φούντο την μπροστινή δεξιά καί τη ζερβιά πίσω, ξαναφώναξε.
Υπακούσαμε καί φουντάραμε.
Μια σιγή απλώθηκε γύρω λες κι είχαν καλμάρει τα πάντα θάμα θάγινε σιλογιστήκαμε.
Καπετάνιο, καπετάνιο, φωνάζαμε καί ψάχναμε να τον βρούμε στα συντρίμια. Πουθενά ό καπετάνιος. Καί τέλος ψάχνοντας τον βρήκαμε σφηνωμένο σε κάτι σανίδια. Σάν συνήλθε δεν θυμόταν τίποτις.
Ό παπάς σταυροκοπιέται καί τους λέει:
— Ό "Αγιος Αντρέας σας έσωσε παιδιά μου.
Κι έσεϊς πούσαστε νύχτα μέρα στη θάλασσα μέσα σε τόσους κινδύνους πρέπει νάχετε μέσα σας το Χριστό.
Αναστέναξε βαθειά ό καπετάνιος, κι αφού ρούφιξε τον σπιτικό καφέ, άναψε το τσιμπούκι του καί συνέχισε:
«Με πήρανε πού λες παππά μου καί με ξάπλωσε στην κουβέρτα. Φως δεν είχαμε, μαύρο σκοτάδι καί περιμέναμε να ξημερώσει ό Θεός τη μέρα, γιατί φανταστήκαμε ότι βρισκόμασταν σε κάποιο λιμάνι.
"Οταν λοιπόν χάραξε καί διακρίναμε τα άσπρα σπίτια του νησιού σας, πέρασε κάποιο καλόπαιδο στην παραλία καί αφού τον ρώτηξα ποιο μέρος είναι τοϋτο μας είπε ότι είναι οι Σπέτσες κι ότι σήμερις είναι του Άγιαντρέα. Γιατί 'τανε κείνος πού μ' άρπαξε το τιμόνι κι έδινε εντολές στους ναύτες μου.
Εμείς φύγαμε από τη Μάλτα καί πήγαμε στην Κρήτη καί, μετά στη πατρίδα τη Χίο.!Αλλά ποιος να το φανταζότανε ότι ό καιρός, ό Άγιος θα μας έβγαζε στο νησί σας.

Με τα φλουριά π' άφησα στην εικόνα του Αγίου, βόηθα τα ορφανά, τίς χήρες καί τους φτωχούς. Ήταν όλοι οί ναύλοι 15 μηνών. Λεφτά ξανακάνω, αλλά τη ζωή μου καί των ναυτών μου ποτέ.
Θα ξανάρθω στο νησί σας καί θα κρεμάσω στη χάρη του ένα ασημένιο καράβι, όμοιο με το δικό μου.
Άφοΰ ό παπάς τους σταύρωσε, σαν όλοι σηκώθηκαν να φύγουν, τους ευχήθηκε καλά ταξείδια, κι έφυγαν πορευόμενοι προς το πλοίο να συνεχίσουν εκεί πού ή μοίρα τους είχε τάξει.

πηγή-περιοδικό''Νεανικοί Προβληματισμοί''
Ιουλιος-Αύγουστος 1997

ΔΕΗΣΗ...

Λυπήσου τη γενιά μας, Κύριε, τούτη τη δυστυχή γενιά την ώργισμένη. Τα πρώτα φώτα πού είδαν τα μάτια μας, ήτανε λάμψεις όπλων φονικών.
Οί πρώτοι ήχοι πού άκουσαν τ' αυτιά μας,ήτανε τρομαγμένα ουρλιαχτά,βροντές καί θρήνοι. Το πρώτο μας λίκνο το στρώσανε μέσα σ' ένα σκοτεινό καταφύγιο. Ή πρώτη δροσιά πού μας ράντισε ήτανε δάκρυ.
Μαζί με το γάλα της μάνας ρουφούσαμε τ' αλαφιασμένο γοργοχτύπι της καρδίας της.
Στοϋ πατέρα την ηλιοκαμένη όψη, διαβάσαμε την αγωνία,στο χαραγμένο του μέτωπο,
στα πονεμένα του μάτια.
Πήγαμε να γελάσουμε καί μας φράξαν με βιάση το στόμα.
Ξεχαστήκαμε κάπου να παίζουμε καί μας τράβηξαν φοβισμένοι άπ' το χέρι.
Ζητήσαμε να ρίξουμε ψίχουλα στα πεινασμένα πετεινά του ουρανού καί τότε μάθαμε
πώς δεν περίσσευε ψωμί.
Οί πρώτες προσευχές πού ψελίσσαμε μιλούσαν για πόλεμο, τα πρώτα τραγούδια μας
σα λυγμοί αντήχησαν.
Μάθαμε πρώτες-πρώτες κάτι λέξεις παράξενες, πού όμως ξέραμε καλά τη σημασία τους.
Παραμύθια έμεϊς δεν ακούσαμε κι είμαστε άπ' τα πρώτα χρόνια μας μεγάλοι.
Κι υστέρα είναι να ρωτάς γιατί γίναμε έτσι στ' αλήθεια παράξενοι,δίχως τίποτα πια να πιστεύουμε
Πηγή στερεμένη από συμπόνια ή καρδιά μας.

Δεν ταΐζουμε πια τα πουλιά τ' ουρανοϋ.
Δεν γελάμε πια κι ούτε κλαίμε.
Κι είναι να μας λυπάται κανείς στη συνοφρυωμένη αυτή κι εναγώνια καί δίχως νόημα πορεία μας.
Για τοϋτο, Κύριε, σπλαχνίσου τη γενιά μας,τούτη την άμοιρη κι απόκληρη γενιά
πού γεννήθηκε σ' ένα κόσμο γεμάτον ερείπια καί πασχίζοντας να τα χτίση
έρειπώθηκε μέσα της.
Πού κάθε άνθρωπος σε τούτη τη γενιά μας είναι ένα όραμα ολόκληρο,
είναι μια τραγική ιστορία.
Κι είναι εικόνα του Προσώπου Σου,
Κύριε.

Κ.ΧΙΩΤΕΛΛΗ-περιοδικό ΄΄Σκαπάνη''

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Ένα παιδί δίνει 17 πολύτιμες συμβουλές στους γονείς του

1. Μη φοβάστε, να είστε σταθεροί μαζί μου. Αυτό με κάνει να νοιώθω περισσόερη σιγουριά.

2. Μη με παραχαϊδεύετε!!!. Ξέρω πολύ καλά πως δεν πρέπει να μου δίνετε οτιδήποτε σας ζητώ, σας δοκιμάζω μονάχα για να δώ!!!
3. Μη με κάνετε να νοιώθω μικρότερος απ' ότι είμαι. Αυτό με σπρώχνει να παριστάνω καμιά φορά τον "σπουδαίο".
4. Μη μου κάνετε παρατηρήσεις μπροστά σε κόσμο, αν μπορείτε. Θα προσέξω περισσότερο αυτό που θα μου πείτε αν μου μιλήσετε ήρεμα μια στιγμή που θα είμαστε μόνοι μας.
5. Μη μου δημιουργείτε το συναίσθημα πως τα λάθη είναι αμαρτήματα. Μπερδεύονται έτσι μέσα μου όλες οι αξίες που έχω μάθει να αναγνωρίζω.
6. Μη με προστατεύετε από τις συνέπειες των πράξεών μου. Χρειάζεται καμιά φορά να πάθω.
7. Μη δίνετε μεγάλη σημασία στις μικροαδιαθεσίες μου. Καμιά φορά δημιουργούνται ίσα ίσα για να κερδίσω την προσοχή που ζητούσα.
8. Μη μου κάνετε συνεχώς παρατηρήσεις. Γιατί τότε θα χρειαστεί να προστατεύσω τον εαυτό μου κάνοντας τον κουφό.
9. Μη μου δίνετε επιπόλαιες υποσχέσεις. Νοιώθω πολύ περιφρονημένος όταν δεν τις κρατάτε.
10. Μην υποτιμάτε την τιμιότητά μου. Συχνά οι απειλές σας με σπρώχνουν στην ψευτιά.
11. Μην πέφτετε σε αντιφάσεις. Με μπερδεύετε έτσι αφάνταστα και με κάνετε να χάνω την πίστη μου σε σας.
12. Μη με αγνοείτε όταν σας κάνω ερωτήσεις, γιατί θα ανακαλύψετε πως θ' αρχίσω να παίρνω τις πληροφορίες μου από άλλες πηγές.
13. Μην προσπαθείτε να με κάνετε να πιστέψω πως είστε τέλειοι ή αλάνθαστοι. Είναι μια δυσάρεστη έκπληξη για μένα όταν ανακαλύπτω πως δεν είστε ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
14. Μη διανοηθείτε ποτέ πως θα πέσει η υπόληψή σας αν μου ζητήσετε συγνώμη. Μια τίμια αναγνώριση ενός λάθους σας μου δημιουργεί πολύ θερμά αισθήματα απέναντί σας.
15. Μην ξεχνάτε πως μ' αρέσει να πειραματίζομαι. Χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω. Σας παρακαλώ παραδεχτείτε το.
16. Μην ξεχνάτε πόσο γρήγορα μεγαλώνω. Θα πρέπει να σας είναι δύσκολο να κρατήσετε το ίδιο βήμα με μένα, αλλά προσπαθήστε σας παρακαλώ.
17. Μην ξεχνάτε πως δεν θα μπορέσω να αναπτυχθώ χωρίς πολλή κατανόηση και αγάπη. Αυτό όμως δε χρειάζεται να το πω, έτσι δεν είναi;


Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Η ΓΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΟΣ

Μιά φορά ήταν μιά γριά καί κάθε πρωΐ έβγαινε στός δάσος καί μάζευε ξύλα γιά τή φωτιά της καί χορταράκια, γιά νά φάει. Καθώς εγύριζε μιά μέρα φορτωμένη στόν ώμο τά ξύλα καί στήν ποδιά της τά χόρτα, στό δρόμο συναντάει τόν χάροντα.

-Γειά καί χαρά σου, χάροντα, τοϋ λέει, γιά ποιόν μέ τό καλό;
-Γιά τοϋ λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας.
Αντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω.
··············
Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ;
- Οπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας.
Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση.
Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά.
Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;
-Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου;
-Μά δέν μ' έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή;
-Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία.
Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί.
-Καί τό κορμάκι σου, που θά τάφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας.
- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ' τά μνήματα;
'Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φουρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί.
Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει.
Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά.
Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά.
Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι;
"Οταν κλαίνε καί θρηνουνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Οταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο.
-Γι' αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο.
Τότε o χάροντας έσκασε απ' τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας.
-'Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ' έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου.
Ετσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά 'ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη. Τήν ευχή της νάχομε, παιδιά μου.

(Από τό βιβλίο του Κώστα Γανωτή «Ο βοσκός Νικάνορας καί τό Ρωμαίικο»,
Παραμύθια,Εκδόσεις ΠΗΛΟΣ

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Συγκινητική αληθινή ιστορία για πνευματική ενίσχυση

Πριν πολλά χρόνια και μετά την λήξη του εμφυλίου σπαραγμού και του αδελφοκτόνου πολέμου, σε κάποιο χωριό, έγινε ένας φόνος, για πολιτικούς μάλλον λόγους και εξαιτίας του μεγάλου φανατισμού, που επικρατούσε εκείνη την εποχή.

Κατηγορήθηκε, λοιπόν, κάποιος χωριανός, ο Πέτρος Γ. και με τις μαρτυρίες πέντε συγχωριανών του δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση.
Ο κατηγορούμενος όμως ισχυρίζετο συνεχώς ότι ήτο αθώος. Κλείσθηκε σε αγροτικές φυλακές, αλλά μέρα-νύχτα διαλαλούσε και μονολογούσε ότι ήτο αθώος.
Σ’ αυτές τις φυλακές πήγαινε μια φορά τον μήνα ένας ευλαβέστατος ιερεύς και λειτουργούσε στο εκκλησάκι που υπήρχε και κατόπιν εδέχετο για εξομολόγηση όσους εκ των φυλακισμένων το επιθυμούσαν. Ύστερα από 5-6 μήνες, πήγε και ο εν λόγω χωριανός στον ευλαβή εκείνον ιερέα και εξομολόγο, και ενώπιον του Αγίου Θεού και μπροστά στο πετραχήλι του Πνευματικού, βεβαίωνε με όρκους ότι ήταν αθώος.
Από τότε που εξομολογήθηκε μέσα στις φυλακές ο Πέτρος Γ., άλλαξε τελείως διαγωγή και έγινε ο άνθρωπος της προσευχής και της μελέτης του Ευαγγελίου, που του δώρησε εκείνος ο καλός ιερεύς. Μέσα σ’ έναν χρόνο αλλοιώθηκε τόσο πολύ, που όλοι οι συγκρατούμενοί του και βαρυποινίτες άρχισαν να τον σέβωνται και να του φέρωνται φιλικά. Και με την Χάρι και τον φωτισμό του Θεού γρήγορα πείσθηκε ο ευλαβής ιερεύς για την αθωώτητά του, ώστε του επέτρεπε να κοινωνή κάθε φορά που λειτουργούσε στις φυλακές.
Ο ιερεύς προσπάθησε κάτι να κάμη μέσω κάποιων δικηγόρων, αλλά οι μάρτυρες ήσαν απολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ήσαν δήθεν παρόντες στον φόνο. Παρά ταύτα ο Εξομολόγος πίστευε ότι όντως ήτο αθώος και θύμα σκευωρίας. Ο Πέτρος Γ. όχι μόνο προσηύχετο με το Όνομα του Ιησού Χριστού, που το έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», αλλά μελετούσε το Ευαγγέλιο και κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σε όλους τους συγκρατουμένους του πολλή καλωσύνη. Συγχωρούσε δε με όλη του την καρδιά και τους κατηγόρους του και αυτόν ακόμα τον άγνωστο φονιά. Δεν φταίνε, οι καημένοι, έλεγε. Φταίει το πολιτικό και ιδεολογικό πάθος, φταίει και ο διάβολος που τους σκοτείνιασε το μυαλό κι έτσι κρύψανε την αλήθεια. Θεέ μου, συγχώρεσέ τους. και από μένα να ‘ναι συγχωρεμένοι. και χάρισέ τους πλούτη και αγαθά πολλά, αλλά χάρισέ τους προπαντός και ιδιαιτέρως φωτισμό και υγεία.
Έτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω της καλής και αρίστης διαγωγής και επειδή έκανε και στις τότε αγροτικές φυλακές, όπου εμειώνετο η ποινή, αποφυλακίσθηκε. Ήτο πλέον 50 ετών. Στο χωριό όμως δεν έγινε δεκτός, επειδή τον πίστευαν όλοι για φονιά και κυρίως οι συγγενείς του φονευμένου. Έτσι, μετακόμισε σε μια γειτονική πόλι και έκαμε τον εργάτη, τον οικοδόμο και κυρίως τον μαραγκό, δουλειά που την έμαθε στην φυλακή. Η ζωή του όμως εξακολουθούσε να είναι ζωή ενός αληθινού χριστιανού, με την ακριβή συμμετοχή στα Μυστήρια, με την σωστή τήρηση των ευαγγελικών εντολών και ιδιαιτέρως με την προσευχή. Η προσευχή ήταν το οξυγόνο της ζωής του. Η Ευχή και το Ευαγγέλιο ήσαν γι’ αυτόν «άρτος ζωής» και «ύδωρ ζων».
Μία κοπέλα 42 ετών, θεολόγος σε κάποιο Γυμνάσιο της περιοχής, πληροφορήθηκε από τον Πνευματικό των φυλακών, που ήτο και δικός της Πνευματικός, τα πάντα για τον Πέτρο Γ. και ιδιαιτέρως για το πόσο ήτο αφοσιωμένος στον Χριστό και στην Εκκλησία Του. Πήγε, τον βρήκε και κατόπιν τον ζήτησε η ίδια σε γάμο!. Από τον ευλογημένο αυτό γάμο προήλθαν δυό παιδιά, υγιέστατα.
Ύστερα από μερικά χρόνια, στο χωριό που έγινε ο φόνος, κάποιος αρρώστησε βαρειά με ανεξήγητους φοβερούς πόνους σε όλο του το σώμα. Η επιστήμη με τους γιατρούς και τις κλινικές εξετάσεις, που ήσαν προηγμένες, στάθηκαν αδύνατον να τον βοηθήσουν!!! Ούτε καν την αιτία δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν!
Έτσι, μια βραδυά στο σπίτι του, αφού επέστρεψε από το νοσοκομείο, σ’ αυτήν την φοβερή κατάστασι, άρχισε να κραυγάζη μέσα στους φοβερούς του πόνους ότι αυτός ήτο ο φονιάς και με τους 4 ψευδομάρτυρες, τους οποίους εξηγόρασε με μεγάλα χρηματικά ποσά, κατηγόρησαν τον Πέτρο Γ., που συμπτωματικά περνούσε από εκείνο το σταυροδρόμι, την ώρα που έγινε ο φόνος.
Φώναξαν τον αστυνόμο του τμήματος του χωριού, υπέγραψε την ομολογία του κατονομάζοντας και τους 4 ψευδομάρτυρες και συνεργούς του. Ποια νομική διαδικασία ακολουθήθηκε μετά, δεν γνωρίζω. Η ομολογία του όμως έκανε κρότο στο χωριό, προκαλώντας σύγχυσι, ταραχές και πολλές κατάρες, οι οποίες βάραιναν τον φονιά. Παρά ταύτα, η ψυχή του φονιά δεν έφευγε. Κι αυτός εξακολουθούσε να τσιρίζη και να κραυγάζη.
Ο Πέτρος Γ., όπως ήτο επόμενον, το έμαθε. Δεν κίνησε όμως καμιά διαδικασία για την αποκατάστασι της τιμής του με αναθεώρησι της δίκης, με μηνύσεις κατά των ενόχων και άλλων ενδίκων νομίμων μέσων. Αλλά τι έκανε; Πήγε στο σπίτι του φονιά!…Οι πάντες πάγωσαν. Οι περισσότεροι χωρικοί, όταν τον είδαν να περνάη μέσα από το χωριό, από την ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε και ο φονιάς όταν τον αντίκρυσε, και με γουρλωμένα τα μάτια από την έκπληξι και την φρίκη, τον άκουσε να του λέη: Γιώργο, σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Και σ’ ευχαριστώ, γιατί ήσουν η αιτία να γνωρίσω τον Χριστό με την Εκκλησία Του και τα άγια Μυστήριά της. Εύχομαι να Τον γνωρίσεις κι εσύ, με μετάνοια και προσευχή!
Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και έφυγε, ενώ κάποια δάκρυα κρυφά έτρεχαν από τα μάτια του.
Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης του Θεού ήλθε, ύστερα από 35 χρόνια! Αλλά υπήρξε και θρίαμβος της εμπιστοσύνης, της πίστεως και της αδιαλείπτου προσευχής του αδικημένου Πέτρου Γ. στην Πρόνοια του Θεού. Και ταυτόχρονα στέφανος δόξης στην υπομονή και μακροθυμία, που έδειξε τόσα χρόνια. Ευλογήθηκε η μετέπειτα ζωή του, όπως προείπαμε, μ’ έναν χριστιανικό γάμο και με οικογένεια που ήτο «κατ’ οίκον εκκλησία» και με δύο τρισευλογημένα παιδιά. Και μάλιστα, μετά την ολοκάρδια συγχώρησι που έδωσε και την αγάπη που έδειξε προς όλους, πολλαπλασιάσθηκε η ευλογία του Θεού στο σπιτικό του. Είχε την Χάρι του Θεού πάνω του, την ευλογία της Παναγίας, την προστασία των Αγίων και την συμπαράστασι των Αγγέλων.
Εκοιμήθη οσιακώς σε ηλικία 80 ετών, το 1999. Παρών στην κοίμησί του ήτο και ο εννενηντάχρονος ιερεύς των φυλακών, που μού διηγήθηκε αυτό το γεγονός, για να με διαβεβαιώση ότι λίγο πριν το τέλος του Πέτρου Γ., Άγγελοι και Αρχάγγελοι πλημμύρισαν το δωμάτιο του, τους οποίους έβλεπε όχι μόνο ο ψυχορραγών με τα μάτια του, αλλά και ο εν λόγω ιερεύς. Αυτοί και παρέλαβαν την ψυχή του, μετά το τελευταίο σημείον του σταυρού που έκανε ο Πέτρος Γ., λέγοντας:
- Άγγελέ μου! Άγγελέ μου. , δεν την αξίζω αυτή την τιμή. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη!.
Ο άνθρωπος αυτός, παρ’ όλο που ήταν έγγαμος και ζούσε μέσα στον σημερινό κόσμο, μετά από την τεράστια και άδικη δοκιμασία και ταλαιπωρία του στην φυλακή, μαζί με βαρυποινίτες, είχε καρπούς της Ευχής, της θείας Κοινωνίας και της ευαγγελικής ζωής. Η έγγαμη ζωή του δεν τον εμπόδισε να λέγη μερα-νύχτα την Ευχή, όπως την έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού».


Από το βιβλίο «Η Ευχή Μέσα στον Κόσμο», Πρωτοπ. Στεφάνου
ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ(Αγ.Λουκά Κριμαίας)

...Αν όλοι εμείς οι μεγάλοι πρέπει όλη τη ζωή μας να είμαστε στενά ενωμένοι με το Αληθινό Κλήμα, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και να τρεφόμαστε με το ζωοποιό χυμό από τη Θεία Ρίζα, το ίδιο αυτό ισχύει καί για τα μικρότερα κλήματα του Αμπελιού, τα πιο μικρά πράσινα φύλλα καί τα μικρά τρυφερά άνθη, πού ανθίζουν στο άγιο Κλήμα. Αυτά τα άνθη, τα φύλλα καί τα μικρά κλήματα είναι τα παιδιά μας, τα όποια φροντίζουμε με τρυφερότητα, τα όποια αγαπάμε σαν την καρδιά μας.

Έχουν μεγάλο χρέος και ευθύνη ενώπιον του Θεού εκείνοι οι χριστιανοί, οι όποιοι δεν εκτελούν το ιερό καθήκον τους να προστατεύουν τα μικρά τους παιδιά, και όχι μόνο τα παιδιά αλλά καί τα βρέφη, από τους εχθρικούς άνεμους, οι όποιοι μπορούν να τα αποκόψουν από το Κλήμα του Χρίστου καί να τα πάνε πολύ μακριά καί να τα ρίξουν στη σκόνη καί στο βόρβορο, οπού θα τα πατήσουν με τα πόδια τους οι εχθροί της ανώτατης αλήθειας καί του αγαθού.
Ό Ιωακείμ καί ή "Αννα, οί γονεΐς τής Ύπεραγίας Παρθένου Μαρίας, το είχαν καταλάβει πολύ καλά. Μόνο τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής της μικρής, ή οποία είχε εκλεχτεί από τον Θεό για να υπηρετήσει το μέγα μυστήριο της ενσάρκωσης του Υίού του Θεού, οί γονείς απολάμβαναν την χαρά της ζωής μαζί της καί της θερμής αγάπης της. Μόλις αύτη βγήκε από τη νηπιακή ηλικία την οδήγησαν στο Ναό της Ιερουσαλήμ καί την άφησαν εκεί, έμπιστεύοντας την αγωγή της στον ίδιο τον Θεό.
"Οχι μόνο ό Ιωακείμ καί ή "Αννα αφιέρωσαν τον καρπό του καθαρού τους γάμου στον Θεό αλλά καί πρίν καί μετά από αυτούς το ίδιο έκαναν οι αγίες καί σοφές μητέρες, τα ονόματα των οποίων εσείς οι σημερινές μητέρες πρέπει να τα θυμάστε. Ή αγία "Αννα, ή οποία ήταν στείρα, προσευχήθηκε θερμώς στον Θεό, δίνοντας του τον όρκο να αφιερώσει σ' Αυτόν το παιδί της, αν έλυνε την άτεκνία της καί θα της έδινε αγόρι. Ό Κύριος ακούσε την προσευχή της "Αννας και αυτή έγινε μητέρα του μεγάλου προφήτη Σαμουήλ. Να θυμάστε οι μητέρες καί το όνομα της αγίας Μάρθας, της μητέρας του μεγάλου όσιου του Συμεών του Στυλίτου, τον όποιο, όπως και ή αγία "Αννα τον Σαμουήλ, τον είχε αφιερώσει ή Μάρθα στον Θεό ακόμη πρίν γεννηθεί. Στήν πολύ νεαρή ηλικία ανέβηκε ό μέγας Συμεών στο στυλό και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατο του σαν μία άσβηστη λαμπάδα ενώπιον του Θεού.

Να θυμάστε, ευσεβείς σημερινές μητέρες, πόσο μεγάλο καί ιερό ενώπιον του Θεού είναι το καθήκον σας να καλλιεργείτε στα παιδιά σας τον φόβο του Θεού καί να τα διαπαιδαγωγείτε στην αδιάσπαστη καί αδιάκοπη ενότητα με το Αληθινό Κλήμα, τον Κύριο μας Ίησοΰ Χριστό. Μόνο από σας, μητέρες καί πατέρες, τα παιδιά σας μπορούν να μάθουν το νόμο του Θεού, τον όποιο δεν τους διδάσκουν στα σχολεία. Καί μόνο τότε θα μπορέσουν να τον μάθουν αν, εσείς οι ίδιοι, θα μελετάτε με προθυμία το νόμο αυτό στίς εκκλησίες του Θεού, μαθαίνοντας τον από τους υπηρέτες του Θεού, τους ιερείς καί τους επισκόπους.
Να πηγαίνετε στους ιερούς ναούς τα παιδιά σας για να αναπνέουν, έστω καί για λίγο, τον αέρα του γεμάτου όχι μόνο με θυμίαμα αλλά καί μυστική χάρη των μεγάλων μυστηρίων, πού τελούνται σ' αυτόν, καί τις προσευχές πολλών ανθρώπων.

Δώδεκα ολόκληρα χρόνια τρεφόταν μέσα στην ιερότητα του Ναού της Ιερουσαλήμ ή Ύπεραγία καί Αχραντος Παρθένος, ή «τιμιωτέρα των Χερουβείμ, καί ενδοξότερα άσυγκρίτως των Σεραφείμ». Οι παντοδύναμες ενώπιον του Θεού πρεσβείες Της να σας βοηθήσουν στο μεγάλο αυτό έργο της αγωγής των παιδιών σας. Αμήν.


Αγιου Λουκά Κριμαίας
''Λόγοι και Ομιλίες''
Εκδ.''Ορθόδοξη Κυψέλη''

Rainer Maria Rilke - Κι ὅταν κάποτε θὰ πρέπει νὰ διδάξεις

Κι όταν κάποτε θα πρέπει να διδάξεις
γιατί προσμένει να του πεις, ένα παιδί,
ή γιατί ο ξένος σου
μπαίνει στης λάμπας σου τον κύκλο
σκοτεινιασμένος απ᾿ την αχνα του βραδιού,
ή που το βήμα σου κάποτε ξαστοχά
κι᾿ωσότου ξαναφέξει
πρέπει κι᾿ εσύ σε φίλους να σταθείς
ή που ένας φίλος περασμένος, που φοβάται
πως κλονίζεται φιλία πού ῾χε αρχίσει στα τυφλά
απαιτώντας από σένα να του γράψεις -
τότε πρέπει στον εαυτό σου να το πεις συνειδητά
τί σημαίνει «να διδάσκεις»:
Με λόγια που βαθιά σου τα γνωρίζεις
εκούσια να πεις: υπάρχω εγώ.
Κι᾿ ακόμη πιο πολύ
διδάσκω δεν θα πει σε κάποιον
για την σύμπτωση να λες των εποχων
πως συμβαίνει και γιατί·
διδάσκω θα πει: Για τον Ἕνα να ρωτήσεις τον καθένα
που του μοιάζει στη σιωπή...

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΛΑΤΩΝ(+18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

Σύντομος ό βίος, μεγάλα τα μαρτύρια και ή πίστη του. Τον τίμα και τον δοξάζει ή Εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 18 Νοεμβρίου. Πρόκειται για τον Μεγαλο­μάρτυρα "Αγιον Πλάτωνα, τον αδελφό του Αγίου και επίσης Μάρτυρα "Αντιόχου, που ήταν γιατρός και προσ­έφερε τις καλές του υπηρεσίες με άληθινήν άγάπην και μαζί μ' αυτές και τον καλό του λόγο και το κήρυγμα της σωτηρίας. Τα δύο αγιασμένα αυτά αδέλφια είχαν μεταξύ τους μεγάλην αγάπη, άλλα και μεγάλην διαφοράν ηλικίας. Υπάρχει όμως ή παράδοσις ότι ό μικρό­τερος αδελφός, πού ήταν ό Πλάτων καΐ ανεδείχθη με­γαλύτερος κατά τους βασανισμούς, είναι εκείνος, πού ώδήγησε τον άδελφόν του εις την όρθήν πίστιν του Χρί­στου. "Η καταγωγή τους ήταν από την Γαλατία της Μικρας Ασίας και ακριβέστερα από την περιοχή της πό­λεως "Αγκύρας, της σημερινής πρωτευούσης της Τουρ­κίας, της οποίας είναι ό πολιούχος "Αγιος, καθώς ανα­φέρει και ή σχετική υμνολογία του. «Βαρβάρων ρΰσαι την πόλιν σου "Αγιε». Ιδού το ώραίον Κοντάκιον του Μεγαλομάρτυρας Αγίου Πλάτωνος, -πού ψάλλεται στον "Ορθρον της εορτής του:
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ του Αγίου Πλάτωνος
Ηχος Γ' (Προσόμοιον: «Ή Παρθένος σήμερον»)
«Ή αγία μνήμη σου, την οίκουμένην ευφραίνει,συγκαλούσα άπαντας, εν τω πανσέπτω ναω σου,
ένθα νυν, μετ'ευφροσύνης συναθροισθέντες,άσμασι, τάς άριστείας Πλάτων ύμνούμεν,και εν πιστει έκβοώμεν.Βαρβάρων ρύσαι την πόλιν σου "Αγιε».
Τα δύο αυτά αδέλφια ζούσαν στα τέλη του 3ου αιώνος, όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ό Διοκλητιανός (284 - 305 μ.Χ.). Το όλιγόλογο Συναξάρι του Μεγαλομάρτυρας Πλάτωνος, πού διασώθηκε αναφέρει στην αρχή τους ακολούθους τρείς στίχους:
«Μικρού λαβών παρήλθεν ημάς Πλάτων, Πλάτων εκείνος όν πλατύ κτείνει ξίφος. Όγδοάτη δεκάτη τε Πλάτων άορ κατέφνε».
Και σε σύγχρονη άπόδοση:
«Σέ σύντομο διάστημα ό Πλάτων μας άφησε ό Πλάτων εκείνος, πού το πλατύ ξίφος τον σκότωσε.
Την δεκάτη ογδόη ό Πλάτων φονεύθηκε με οπλο».
Νέο παιδί ήταν ό Πλάτων, αλλά γεμάτος ζήλο και πίστη και δεν έχανε ευκαιρία, μάλλον την δημιουργούσε, για να μιλήση για τον Χριστό και την Άνάσταση και την Βασιλεία των Ουρανών. Μιλούσε φανερά, μιλούσε παντού, σε όλους. Γι'αυτό και δεν άργησαν να τον καταγγείλουν, ως Χριστιανό, στον ηγεμόνα της περιοχής Άγριππίνον. Εκείνος διέταξε να συλληφθή αμέσως ό Πλάτων και να βασανισθή. Τον έκλεισαν στην φυλακή και άρχισαν να τον δέρνουν δώδεκα στρατιώτες, όλοι μαζί, ενώ ό Μάρτυς προσευχόταν συνεχώς και ζητούσε την βοήθεια του Κυρίου.
— "Ωστε πιστεύεις στον Χριστό και κηρύττεις την Ανάσταση, ε;
Τον χτυπούσαν και τον έδερναν αλύπητα, ενώ άλλοι ετοίμαζαν στην φωτιά ένα σιδερένιο κρεββάτι, για να συνεχίσουν έκεί πάνω τους βασανισμούς.
— Είσαι λοιπόν Χριστιανός και δεν προσκυνάς τα είδωλα; φώναξαν αγρία οι δήμιοι.
— Ναί, είμαι Χριστιανός και μόνον τον Χριστό μου προσκυνώ και λατρεύω και όσα μαρτύρια κι' αν μου κάνετε δεν θα τον αρνηθώ ποτέ!
Θύμωσαν ακόμα πιο πολύ οί δήμιοι και συνέχισαν να τον χτυπούν, να τον βρίζουν και να τον είρωνεύωνται. Κατά την συνήθεια της εποχής εκείνης τα βασανιστήρια τα παρακολουθούσε πολύς λαός, πιστοί και άπιστοι και οί αρχές το επέτρεπαν αυτό και το ενίσχυαν, διότι το θεωρούσαν φρονηματιστικό και διδακτικό για τον λαό, για να φοβάται τους άρχοντες καί να ξέρη ο κόσμος τι τον περιμένη αν δεν προσκυνά τα είδωλα καί τον αυτοκράτορα της Ρώμης. "Ετσι καί τώρα, οί πιστοί παρακολουθούσαν τα μαρτύρια και μέσα τους προσεύχονταν μυστικά να δοηθήση ό Θεός τον νεαρό Μάρτυρα να αντέξη την φοβερή δοκιμασία καί να μείνη «πιστός άχρι τέλους». "Οσοι δεν ήξεραν τον Πλάτωνα είχαν ένα μικρόν φόβο, γιατί ήταν πολύ νέος στην ηλικία.
Σέ λίγο οί δήμιοι τον έβαλαν πάνω στο πυρωμένο κρεββάτι, οπού συνέχιζαν να τον χτυπούν με ρόπαλα καί μαστίγια.
— Κύριε, βοήθα με!
Πονούσε ό Μάρτυς, αλλά δεν λύγιζε, ούτε παραπονιόταν. "Ετρεχαν τα αίματα από το κορμί του, καιγόνταν οι σάρκες του, αλλά ή ψυχή του έμενε αλύγιστη και πιστή στον Χριστό, πού έβασανίστηκε και μαρτύρησε πάνω στον σταυρό για να γίνη ό μέγας Άρχιμάρτυς και υπόδειγμα για όλους τους πιστούς Χριστιανούς. Οι βασανιστές του Αγίου, πού τον έβλεπαν να ύπομένη καρτερικά τους τρομερούς πόνους, σκέφτηκαν νέους παιδεμούς και του εβαλαν πυρωμένες σφαίρες στις μασχάλες και τα πλευρά του για να του προκαλέσουν αφόρητα βάσανα. "Ολο του το κορμί άργοψηνόταν, αλλά ο "Αγιος δεν υποχωρούσε.
Κράτησε ώρες ό βασανισμός του Μάρτυρος. Οί δήμιοι τον παίδευαν και εκείνος προσευχόταν ολόψυχα και ό Χριστός παρέστεκε στην θυσία του πιστού τέκνου Του, πού αψηφούσε τα πάντα για την αγάπη του Κυρίου. Κι όσο περνούσε ή ώρα τόσο οι δήμιοι εξαγριώνονταν και μηχανεύονταν και νέα βασανιστήρια για τον γενναίο Μάρτυρα της Πίστεως. "Ετσι οι βάρβαροι στρατιώτες του Διοκλητιανοΰ άρχισαν να τον γδέρνουν από πίσω και να βγάζουν λουρίδες - λουρίδες το δέρμα του. Οί πιστοί, πού παρακολουθούσαν βουβοί το μαρτύριο, συνέπάσχον με τον "Αγιο και έκλαιγαν για τα όσα υπέφερε σαν να βρίσκονταν οι ίδιοι πάνω στο πυρωμένο κρεββάτι, οπού χτυπούσαν και έγδερναν τον Πλάτωνα. Έκεΐνος όμως έκανε τεράστια υπομονή, σαν τον Ίώβ, και έβλεπε τον Κύριο, πού στεκόταν κοντά του και τον ενίσχυε στον υπεράνθρωπο αυτόν αγώνα. Κι όσο ό Μάρτυς σιωπούσε και ύπέμενε με καρτερία τα πάνδεινα, τόσο οι δήμιοι πεισμάτωναν και τον παίδευαν με κάθε τρόπο για να τον κάνουν να λυγίση και να άρνηθή τον Χριστό.
Περνούσαν όμως οι ώρες χωρίς αποτέλεσμα για τους ειδωλολάτρες. Ό νεαρός Πλάτων αντέχει με την χάρι του Θεού. Εκείνοι, πού δεν αντέχουν πια και έχουν λυσσάξει, είναι οι δήμιοι και οί άρχοντες, που διατάζουν καΐ καθοδηγούν τους βασανιστές. Με τα ειδικά σιδερένια νύχια, πού έχουν μαζί με τα αλλά σύνεργα για τους βασανισμούς, ξεσχίζουν το κορμί του Μάρτυρος, καθώς και στο πρόσωπο, στα πλευρά και σε όλο του το σώμα, πού δεν είχε καη ακόμα πάνω στην πυρωμένη σιδερένια κλίνη. Τώρα πια τα χαρακτηριστικά του Αγίου έχουν παραμορφωθή. Είναι μια άμορφη μάζα από σάρκες και κόκκαλα. Ή ψυχή του όμως μένει απείραχτη και το στόμα του ψελλίζει συνεχώς το όνομα του Χρίστου.
— Χριστέ μου, Χριστέ μου, Χριστέ...
Ζη ακόμα σ' αυτόν τον κόσμο, άλλα ή ψυχή του, το πνεύμα του βλέπουν την "Ανω Ιερουσαλήμ, όπως λέγεται μεταφορικά ή Βασιλεία των Ουρανών. Και τότε έρχεται ή διαταγή του αποκεφαλισμού του με ξίφος. Ηταν ή 18η Νοεμβρίου. Γι' αυτό και κατά τον Κανόνα της Εκκλησίας, που ορίζει οι Μάρτυρες και οί "Αγιοι να έορτάζωνται την ήμερα της τελευτης τους, τιμάται ή μνήμη του κάθε χρόνο την ίδια μέρα και ψάλλεται ακολουθία του. Τότε, στην αρχή του Δοξαστικού του, λέγεται:
«Φοβερά και παράδοξα τα τρόπαια Κύριε, του Μάρτυρος Σου...».
Φοβερά όντως καί παράδοξα τα τρόπαια του Μεγαλομάρτυρος Πλάτωνος, κατά τον άψευδή λόγον της Εκκλησίας. Μεγάλα όμως καί απερίγραπτα εΐναι καί τα αγαθά, πού απολαμβάνει τώρα στην Βασιλεία του Θεού καί κορυφαία ή τιμή καί ή δόξα του ως Αγίου καί μάλιστα Μεγαλομάρτυρας.
"Αγιε Πλάτωνα, που έχεις παρρησία στον Θεό, πρέσβευε υπέρ ημών καί όλου του κόσμου. Αμήν.


πηγή-«Παιδομάρτυρες»
Π.Μ.ΣΩΤΗΡΧΟΥ

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΝΑ

Στίς σύγχρονες οικογένειες, εκεί μάλιστα οπού ή γυναίκα είναι εργαζόμενη, πολύ συχνά ή γιαγιά παίζει το ρόλο της δεύτε­ρης μητέρας. Το ζευγάρι προτιμά, αντί να προσλάβει μια ξέ­νη γυναίκα για να φυλάει τα παιδιά την ώρα της εργασίας, να αναθέ­τει στη μητέρα εϊτε του άντρα ε'ίτε της γυναίκας τη φροντίδα καί, ουσιαστικά, καί την ανατροφή των παιδιών.
Κι αυτό διότι οί πιο δημιουργικές ώρες για ένα παιδί είναι οι πρωινές, καθώς ξεκούραστο, μπορεί να χαρεί, να μάθει, να επικοινωνήσει.Οί γονείς επιστρέφουν στο σπίτι το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Είναι αυτονόητη ή κόπωση τους, το άγχος αλλά καί ή δυσκολία της αυτοσυγκέντρωσης, ώστε να προτάξουν το παιδί σε σχέση με τον εαυτό τους. Ίσως είναι καί πάνω από τις δυνάμεις τους, ιδίως στην εποχή μας, όπου ή εργασία δεν είναι μόνο σωματική, αλλά κυρίως πνευματική, ενώ καί οί ανθρώπινες αντοχές πλέον είναι περιορισμένες.

Ή γιαγιά είναι ή δεύτερη μάνα. Αυτή απασχολεί το παιδί, το ταΐζει, το περιποιείται, του διαβάζει ιστορίες, του χαμογελά, θεραπεύει τις ανάγκες του. "Αν μάλιστα διατηρεί στην καρδιά της την ευλάβεια καί την αγάπη προς το Θεό καί την πίστη, τότε μπορεί να βοηθήσει το παιδί να ενστερνισθεί εκφράσεις ευσέβειας καί ζωντανής σχέσης με το Θεό, όπως ή προσευχή, ή προσφορά θυμιάματος, ή προσκύνηση των εικόνων, οί μετάνοιες, το σημείο του σταυρού, το άναμμα του καντηλιοϋ,ενώ ή ανάγνωση του Συναξαρίου με τους βίους των Άγιων, αποτελεί στάση ευαγγελισμού καί κατήχησης του νέου ανθρώπου.
Κανείς δε μπορεί να παραθεωρήσει αυτή την προσφορά. Δε λείπουν όμως καί τα προβλήματα, κυρίως στη σχέση του ζευγαριού με τη δεύτερη μάνα. Οί γιαγιάδες έχουν αδυναμία στα εγγόνια τους, με αποτέλεσμα να μην τα μαλώνουν, να τα παραχαϊδεύουν καί να τα συνηθίζουν σε ένα καθεστώς απόλυτης ελευθερίας. Συχνά έρχονται σε σύγκρουση με το ζευγάρι, Ιδίως όταν αυτό επιχειρεί να επιβάλει κανόνες καί όρια πειθαρχίας στο παιδί, μη επιτρέποντας στους γονείς να το μαλώνουν.
"Αλλοτε, οί γονείς εκμεταλλεύονται την παρουσία της γιαγιάς μέσα στο σπίτι, προκειμένου να προωθήσουν τη δική τους ζωή, την καριέρα, τη φιλοδοξία τους, τη διασκέδαση καί την εκτόνωση τους, την ανάγκη τους για κοινωνικότητα καί φιλίες, με αποτέλεσμα να παραμελούν καί το σπίτι καί τα παιδιά, όντας σίγουροι για την ασφάλεια τους καί με καθησυχασμένη συνείδηση ότι υπάρχει κάποιος να ασχοληθεί μαζί τους. Αυτή ή στάση οδηγεί τη γιαγιά στο να κουράζεται, να αγανακτεί μέσα της, ιδίως όταν αναγκάζεται να παραμελεί το δικό της σπίτι ή να φορτώνεται τις οικιακές δουλειές δύο σπιτιών, με αποτέλεσμα να εκλείπει ό ελεύθερος χρόνος καί ή ξεκούραση.
Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία της παρουσίας της γιαγιάς στη σύγχρονη οικογένεια. Μόνο πού αυτή δε μπορεί να παρατείνεται πέρα από τα δύο ή -το πολύ- τρία πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού. Ή γιαγιά είναι κι αυτή άνθρωπος καί χρειάζεται το χρόνο να ασχοληθεί με τη σχέση με τον άντρα της, με τίς δικές της έργασίες, με το δικό της πρόγραμμα. Ό παρατεταμένος εγκλωβισμός στο σπίτι του νέου ζευγαριού τελικά προκαλεί περισσότερα προβλήματα, θυμούς καί προστριβές καί παύει σταδιακά να ωφελεί το εγγόνι,το οποίο εξαρτιέται από τη γιαγιά καί δεν ακούει τους γονείς, ενώ
αυτοί περιφρονούν το σημαντικότερο δώρο πού τους έχει δώσει ό Θεός: την ευκαιρία να γίνουν συνδημιουργοί, όχι φέροντας απλώς έναν άνθρωπο στον κόσμο, αλλά παλεύοντας να μορφωθεί σταδιακά αυτός σε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

πρωτοπρεσβύτερου
Θεμιστοκλή Μουρτζανού

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Ενθυμήσεις από τον Άγιο Νεκτάριο-Μια συζήτηση με τη μοναχή Χρυσαφένια

Το 1984 στο μοναστήρι τής Άγίας Τριάδος στην Αίγινα ό μακαριστός Μητροπολίτης "Υδρας, Σπετσων καϊ Αΐγίνης κυρός Ίερόθεος, μαζί με ιόν τότε Πρωτοσύγκελο του (νυν Μητροπολίτη τής αΰτής έπαρχίας κ. Έφραίμ) και τον Αρχιερατικό Επίτροπο της νήσου π. Δαμασκηνό Χόντο συναντούσαν την μακαριστή μοναχή Χρυσαφένια. Σκοπός τής συνάντησης αύτής ήταν να κατάθεσει ή γερόντισα μοναχή τΪς άναμνήσεΐς της από τόν'Άγιο Νεκτάριο, τόν όποιο όχι άπλως γνώρισε από τήν παιδική ήλικία, άλλά είχε την εύλογία να ζήσει κοντά του, κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα, στην Μονή του και να δεχθεί στοργή ιδιαίτερη από αυτόν. Ή μαρτυρία της είναι σημαντική, γιατί άποκαλύπτει τον τρόπο πού ή αγιότητα καθρεφτίζεται σε μια παιδική ματιά, σε μια παιδική ψυχή.
Μακ.Μητρ.Ύδρας κ.Ιερόθεος:Με τη γερόντισσα Μαγδαλήνη,Χρυσαφένια,πόσα χρόνια γνωρίζεστε;
Μον. Χρυσαφένια: Από μικρό παιδάκι. Στό Μοναστήρι πήγα πεντέμισι χρονών! Στήν πρώτη τάξη. [...] Πήγαινα-κατέβαινα γιατί πήγαινα σχολείο. Κάποτε αρρώστησα. Με πόνεσε το μάτι μου. Με πήγαν σ' όλους τούς γιατρούς και θεραπεία δεν είχα. Αντί καλύτερα, έγινα χειρότερα.

Μακαρ. Μητρ ."Υδρας κ. Ίερόθεος: Τι είχε το μάτι σας; Ποιο ήταν;
Μον. Χρυσαφένια:"Άσπρο ήταν, το δεξιό. Δεν έβλεπα άπ' αυτό. Με παίρνει μία θεία μου και λέει: «Την πήγαμε στούς γιατρούς."Εχουμε όμως και ανώτερου «γιατρούς» στήνΑϊγινα! θα την πάμε στο Σεβασμιώτατο να τη σταυρώσει με την Αγία Λόγχη».
Όταν λοιπόν ήρθαμε στην Αϊγινα, τής λέω «καλέ θεία, πάμε στο Δεσπότη πού εΐπε να με σταυρώσει με την Αγία Λόγχη». Νόμιζα - μικρό παιδάκι καθώς ήμουν - πώς ήταν φάρμακο ή Άγια Λόγχη! Δεν ήξερα. Αυτοκίνητα τότε δεν υπήρχαν. Παίρνει ή θεία μου ένα γαϊδουράκι και καθίζει.Έμενα μ' έβαλε στα καπούλια.Όταν φτάσαμε στους'Αγίους Πάντες, μου δείχνει το Μοναστήρι.
- Έκεί θα πάμε, μου λέει. θα δοϋμε και τον Παππούλη,να σε σταυρώσει.
- Θεία, τής λέω, θα κατέβω.
Κατεβαίνω από το ζώο και κάνω τρείς μετάνοιες.
- Παναγίτσα μου, έλεγα κοιτάζοντας στον Ουρανό, Χριστούλη μου κι εγώ εδώ να κατοικήσω! Να γίνω καλόγρια!
Στό Μοναστήρι εδώ...
Κατεβαίνει κι ή θεία μου κι έφαγα φάπες!
- Δεν θα ξανακατέβεις από το ζώο μέχρι να φτάσουμε στο Μοναστήρι, μου λέει.
-"Οχι, θεία μου. Δεν θα ξανακατέβω.
Φτάσαμε στο Μοναστήρι. Στην Αγία Τριάδα. Ό Σεβασμιώτατο καθόταν πίσω,στη μουριά. Εΐχε μία πολυθρονίτσα κι ένα σκαμνάκι ψαθωτό στα ποδαράκια του.
- Να ό Παππούλης πού θα σου κάνει το ματάκι σου καλά
Πάω και τον χαϊδεύω στα ποδαράκια του και του λέω:- Παππουλάκι μου σ' αγαπάω, μα πόσο σ' αγαπάω! Από τη γη ϊσαμε τον ουρανό! Κι αν θα μου κάνεΐς το ματάκι μου καλά, θα σ' αγαπάω ακόμα
περισσότερο!
Κάθησα ατό σκαμνάκι πού ήταν στα πόδια του και τον παρακαλούσα:
-Έλα, Παππούλη, να μου κάνείς το ματάκι μου καλά.
Σηκώθηκε ό Σεβασμιώτατος, ό"Αγιος Νεκτάριος, και πήγαμε οτήν Εκκλησία. Παίρνει την Άγια Λόγχη και με σταυρώνει. Εγώ περίμενα και φάρμακο να μου δώσει! Λέει τότε ό Σεβαομιώτατος στη Γερόντισσα Χριστοδούλη:
- Δώσε στη θεία της μερικά τριαντάφυλλα του επιταφίου να τα βράσει, να της πλύνει το ματάκι της.
Τα πήρε ή θεία μου. Βγαίνοντας όμως από την πόρτα τής'Εκκλησίας, το μάτι μου ήταν έντελώς καλά! Είδα το φώς μου! Καθάρισε τό μάτι μου. Που να φύγω από τον παππού...
- Παππουλάκι μου, δεν φεύγω ό,τι και να μου πείτε!
-"Αμε παιδί μου στο σχολείο, να μάθεις και γράμματα,να 'σαι και χρήσιμη στο Μοναστήρι.
-"Οχι, Παππούλη μου, δεν φεύγω! Θα κάτσω στο Μοναστήρι. Εδώ κοντά σου.
Πάω και κρύβομαι σε κάτι καναπέδες πού 'χουνε στο «Γεροντικό». Φαινόντουσαν μόνο τα ποδαράκια μου. Οι καλόγριες λέγαν μεταξύ τους: «ή μικρή φοβήθηκε και θα πήρε το δρόμο κι εφυγε».Ό"Αγιος Νεκτάριος τούς είπε:«Δεν έχει φύγει, θα την εϋρω εγώ».
"Ερχειαι και με βρίσκει στο «Γεροντικό». -Έλα, παιδί μου, μου λέει, βγές έξω. Βγήκα. Ή θεία μου έκλαιγε: Θα τό μάθει ό πατέρας σου στην Αμερική καί θα χάσετε και το ψωμί. Δεν θα 'χετε ψωμάκι να φάτε...
-Έμέϊς θα 'χουμε πιο πολλά, αν έρθω εγώ στο Μοναστήρι, τής έλεγα. Δεν έρχομαι κάτω.
-"Αμε, παιδί μου, λέει ό "Αγιος. "Αμε και θα στέλνω εγώ τη Γερόντισσα Αθανασία, τη Γερόντισσα Δαμιανή - που κατεβαίνουνε και ψωνίζουν - και θα σέ φέρνουν με το ζώο.
Θυμάμαι και τό ζώο πώς το λέγανε. Είχαν ένα μικρό ζώο και το λέγανε «Λίζα». Το θυμάμαι γιατί ανέβαινα στα καπούλια και ακολουθούσα στα ψώνια τη Γερόντισσα Δαμιανή, τη Γερόντισσα Αθανασία, τη Γερόντισσα Χριστοφόρα.Στό σπίτι μας μένανε.
Μακαρ. Μητρ.'Ύδρας κ.Ίερόθεος: Τότε για πρώτη φορά γνώρισες το Σεβασμιώτατο;
Μον. Χρυσαφένια: Ναι. Πεντέμισι χρονών. Τότε πού μου έκανε το μάτι μου καλά. Συνέχισα να πηγαίνω σχολείο.Ερχόντουσαν και με παίρναν ή Γερόντισσα Δαμιανή, ή Γερόντισσα Αθανασία...
Είχε να με δεί κάποτε ό Σεβασμιώτατος καμιά βδομάδα. Με βλέπει στο όνειρο του.Όταν είχαν συμβούλιο με τις καλόγριες, τη Γερόντισσα Ξένη, τη Γερόντισσα Χριστοφόρα, τη Γερόντισσα Χαριτίνη - παλαιές καλόγριες - τις ρώτησε για μένα.
- Εΐναι άρρωστη, Σεβασμιώτατε,και δεν σας το εϊπαμε.
- Απόψε την είδα στ' όνειρο μου.
Φόραγε μια χρυσή φορεσιά και της πέρασα κι ένα χρυσό σταυρό! "Επρεπε να μου το 'χατε πει...
Μόλις βγήκαν οί καλογριές έξω, έρχεται ή Γερόντισσα Ακακία στο κελλί. Στό δικό της κελλι έμενα. Μου είχαν ένα ντιβανάκι κι έμενα. Δίπλα στο «σχολείο». Πήγα στο Σεβασμιώτατο.
- Καλώς την όσία Χρυσαφένια! Καλώς το κάλο μου παιδί!
Του φίλησα το χεράκι, τα ποδαράκια του.
- Παππουλακι μου, Παππουλάκι μου, εϊχ'αρρωστήσει άλλά το μυαλό μου κι ό λογισμός μου ήταν εδώ!
- Κάθησε, παιδί μου.
Παίρνει το ώμοφόριο και το πετραχήλι και με «διαβάζει».
- Από σήμερα να μην ακούσω να σε φωνάζουνε Δημητρούλα.Όταν άκούς το'νομα «Χρυσαφένια» θ' άπαντάς Για να το μάθουν οί καλόγριές[...]
Μακαρ. Μητρ.'Ύδρας κ.Ίερόθεος: Πήγαινες εν τω μεταξύ στο σχολείο;
Μον. Χρυσαφένια: Μάλιστα."Εβγαλα μέχρι και την Τετάριη. Μου 'λεγαν να πάω και παραπέρα, αλλά εγώ δεν ήθελα, γιατι φοβόμουν να μη χάσω το Μοναστήρι! Δώδεκα χρονών ήμουνα όταν κοιμήθηκε ό Άγιος Νεκτάριος- το 1920. Καμιά φορά με ρώταγε ό'Άγιος:
- Πόσων χρονών είσαι, παιδί μου;
- Ξέρω 'γώ. Παππούλη; Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου έχω γεννηθεί!..
- Χρυσό στόμα, παιδί μου, να 'χεις! μου λεγε και χαμογελούσε.
Μ' έπαιρνε και πηγαίναμε πάνω στην 'Επισκοπή. Στό δρόμο με ρωτούσε:
- Σήμερα, παιδί μου, είναι του Άγίου'Ιωάννου του Προδρόμου. Γιατί τόν λένε Πρόδρομο;
- Το επώνυμο του ήταν. Παππούλη! του λέω εγώ.
-"Οχι, παιδί μου. Προπορεύτηκε του Χρίστου. Γι' αύτό.'Έξι μήνες είναι μεγαλύτερος από το Χριστό μας, ό Άγιος'Ιωάννης.
"Αλλη μια μέρα, των Αγίων Αναργύρων, βγήκαμε περίπατο. Κρατούσε ένα καλαμάκι για να στηρίζεται. Το είχα αυτό το καλαμάκι και μου το πήρε μια καλογριά στην Πάτμο.
- Σήμερα, παιδί μου, είναι των Αγίων Αναργύρων, μου λέει. Γιατί τούς λέγαν Αναργύρους, τον Κοσμά και τον Δαμιανό;
- Το επώνυμο τους ήταν, Παππούλη! του απαντώ.
-"Οχι, παιδί μου.Ηταν γιατροι και δεν παίρνανε αργύρια. Γι' αυτό τούς λένε Αγίους Αναργύρους.
- Κα'ι τί εϊναι, Παππούλη, τ' αργύρια;
- Χρήματα, Χρυσαφένια παιδί μου. Δεν τα 'παιρναν.Γιάτρευαν δωρεάν.
Κάποια μέρα ήρθε ή Ζηνοβία ή Λαλαούνη, πού σήμερα λέγεται Νεκταρία κι είναι καλόγρια στο Μοναστήρι τής Φανερωμένης στο Χιλιομόδι, να με πάρει να πάμε μαζί στο Μεσαγρό. Πήγαμε στη Γερόντισσα Ξένη να πάρουμε την αδεία.
- Να πας στον Παππού σου να το πείς, μου λέει ή Ηγουμένη.
Πήγαμε στο Σεβασμιώτατο. Του λέω:- Παππουλάκι μου, να πάω κι εγώ στο Μεσσγρό, πού φοβάται ή Ζηνοβία να πάει μόνη της;
-"Οχι, παιδί μου. Ή μανούλα σου ξέρει πως είσαι στο Μοναστήρι. "Αν σου συμβεί τίποτα; Να πας από πίσω από το Μοναστήρι, που 'ναι γύρω-γύρω οί πεζουλίτσες να τη βλέπεις ώσπου να χαθεί στο μονοπάτι ή Ζηνοβία.
Εγώ τότε στενοχωρημένη, λέω από μέσα μου ούτε καν το ψιθύρισα:
- Με ύποχρέωσες, Παππούλη!
Γυρίζει ό Άγιος και μου λέει:
- Με υποχρέωσες, παππούλη
- Παππούλη μου, δεν το φώναξα! Από μέσα μου το είπα![...]


Από το βιβλίο:«Μίλησα με τον Άγιο Νεκτάριο»
Α τόμος,Μανώλη Μελινού

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Στον τάφο του Αγ.Αρσενίου του Καππαδόκη στην Κέρκυρα

…Μετά από πολλές ταλαίπωριες έφτασε το καράβι σε Ελληνική σκάλα στον Άγιο Γεώργιο Πειραιώς,και εκεί που πλησίασαν το χώμα το ελληνικό χαρουμενοι γιόρτασαν και εκeίνη τη μεγάλη μέρα που ήταν η Υψωση του Τιμίου Σταυρού,14 Σεπτεμβριου 1924 (με το εορτολόγιο της πατριδας τους}.Παρεμειναν τρεις εβδομάδες στα σύρματα,στον Αι-Γιώργη,και εν συνεχεία πήγαν στην Κέρκυρα.όπου και ταχτοποιήθηκαν προσωρινά στο Κάστρο της Κέρκυρας.
Εκεί όμως ο καλός Χατζηεφέντης αδιαθέτησε,και οι Φαρασιώτες πολύ ανησύχησαν γι’αυτό.Χωρίς να θέλει τον πήγαν στο Αστικό Νοσοκομείο,για να μη ταλαιπωρείται μέσα στο κάστρο και αυτός.
Ο Πατέρας δεν ήθελε να τους αποχωριστεί με κανένα τρόπο και τους παρακαλούσε με κλάματα «αφήστε με να πεθάνω κοντά σας».Εκεινοι παλι από αγάπη δεν τον άκουσαν,γιατί νόμιζαν ότι θα συνέλθει στο Νοσοκομείο με την περιποίηση και θα τον έχουν και στη συνέχεια κοντά τους,παρ’όλο που τους είχε πει πολλές φορές από πριν "στην Ελλάδα θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες".Εζησε εν όλω δυο εβδομάδες στο κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δυο φορές εκεί,στον Ιερό Ναο Αγ.Γεωργίου.Άλλη μια εβδομάδα έζησε στο νοσοκομείο,όπου και τον επισκεπτόνταν οι Φαρασιώτες με αγωνία………
……….Οταν έφυγαν μετά οι άλλοι και έμεινε μόνον ο Πρόδρομος ,ο Πατήρ του είπε:”Έλα να αποχαιρετηθούμε ,Πρόδρομε,γιατί μεθαυριο φεύγω για την άλλη ζωή.Ήρθε η Παναγία χθες το μεσημέρι και μου το είπε και με γύρισε και στο Αγιο Όρος και είδα τα Μοναστήρια που πολύ επιθυμούσα να ιδώ,αλλά δεν είχα αξιωθή.Τι να σου διηγηθώ,Πρόδρομε!Τι πολλά Μοναστήρια που έχει το Αγιον Ορος1Τι μεγάλους Ναους!Τι μεγαλοπρέπεια¨!Και μετά από αυτά του λέγει¨’’να μη στενοχωρεθής που θα πεθάνει η Κυριακή,η γυναίκα σου μετά από οκτώ ημέρες και του Στέφανου Καραμουρατίδη η γυναίκα,η Αλμαλου,θα πεθάνει και αυτή μετά από δέκατρεις μέρες¨’.
Πράγματι,έτσι έγινε.
Όταν λοιπόν είχαν περάσει και οι δικές του δυο μέρες και ήρθε και το «το μεθαυριο»που θα έφευγε,ο αληθινός δουλος του Θεού Πατήρ Αρσένιος,αφού προηγουμένως κοινώνησε.έφυγε για την αληθινή ζωή κοντά στο Χριστό.Εκείνη την στιγμή δεν ήταν κανένας Φαρασιώτης δίπλα του.Δεν ήθελε να μένει κανείς κοντά του,για να μην τον περισπουν στην αέναο προσευχή του.
Αυτός ήταν ο Πατήρ Αρσένιος!Μόνος,μικρός,με μόνη του Θεου την προστασία!
Μόνος,μεγάλος,δοσμένος μόνο στον Θεό και στην εικόνα Του!
Μόνος στο τέλος της ζωής του με το Θεό μόνο!
Όταν ο ευλαβής ψάλτης του τον επισκεφτηκε πάλι,πήρε αυτή την φορά την ευλογία του Πατρος Αρσενίου από το Λείψανό του.Τον βρήκε να κρατάει σφιχτά με το δεξί του χέρι στον κόρφο του το πολύτιμο πνευματικό του κομπόδεμα,το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Ο ακτήμων Πατηρ Αρσένιος δεν είχε υλική περιούσια να αφήσει.Μόνο μερικά τριμμένα βιβλία.Οταν έμαθαν μετά οι Φαρασιώτες ότι κοιμήθηκε,ήταν απαρηγόρητοι,αν και τους είχε προετοιμάσει.Συγκεντρώθηκαν πολλοί και του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία,στην οποία ακολούθησαν και πολλοί εντόπιοί..
Ετάφη στο Κοιμητήριο της Κέρκυρας μαζί με τους ιερωμένους νεκρούς.Τα παιδιά του έβαλαν επάνω στον τάφο του μαρμάρινη πλάκα με το όνομά του γραμμένο.
Ο Πατήρ Αρσένιος κοιμήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1924 (νέο εορτολόγιο) σε ηλικία ογδοντα τριών ετών

Από το βιβλίο του γέροντος Παισίου Αγιορειτου΄¨Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ ¨¨ 
 πηγή- www.proskynitis.blogspot.com