Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Τί Μάνα,τί Παναγιά.Το ίδιο είναι.Και οι δύο καταλαβαίνουν,συγχωρουν,νοιάζονται...

Να τη γιορτάζουμε τότε πού γιομίζει χαμομήλι ή γη, είπαν. Είναι μια καλή ιδέα. Τότε πού οι άγέρηδες μαλακώνουν την ορμή τους καί γίνονται αύρες, ψίθυροι, χάδι. Τότε πού γιορτάζουν τα λουλούδια, Να τη γιορτάζουμε τότε πού γεννιέται ή ελπίδα, είπαν. Έτσι την πρώτη Κυριακή του Μάη αποφασίστηκε να γιορτάζει ή Μάνα,τότε πού μοσχομυρίζουν τα τριαντάφυλλα.
Κλείνω τα μάτια καί τις βλέπω μακριά, ατέλειωτη σειρά, τις μανάδες του κόσμου. "Αλλες φυλές, άλλα χρώματα κι όμως τόσο ίδιες. Όμοιες είναι οι μανάδες της γης. Μα οι δικές μας μανάδες, κουρασμένες, κυρτωμένες, βασανισμένες, οι μανάδες του τόπου μας έχουν πάρει από την καυτή πέτρα μας την κάψα της αγάπης τους, Κι από τη βασανισμένη γη μας το σταφιδιασμένο ρυτιδιασμένο πρόσωπο πού άπαλαίνει σαν άντικρύσει ένα παιδί.
Μέσα σ' αυτόν τον παράλογο κόσμο μας, πού όλα μετακινούνται, όλα είναι ρευστά, όλα είναι σημεία αντιλεγόμενα, μέσα σ' αυτόν τον αιώνα πού αυθεντικές αξίες καταρρέουν κι ανέρχονται άλλες πού με απίστευτη ταχύτητα γκρεμίζονται κι αυτές, ένα μένει αμετακίνητο, μιας αξίας ή λάμψη δεν θαμπώνει. Της αξίας της μάνας.
Ό γάμος, ή ηθική, ή αλήθεια, ό Θεός, προπάντων Αυτός, έχουν πολέμιους. Μα σ' όλη αυτή τη λαίλαπα δεν τόλμησε κανείς να αμφισβητήσει τη Μάνα. Καί είναι τούτο το παρήγορο σημάδι, το μοναδικό Ίσως παρήγορο σημάδι των καιρών μας. Ή Μάνα.


Ή ταπεινή αυτή δουλεύτρα, πού δεν έχει όχτάωρο, δεν έχει ασφάλιση, δεν έχει ΙΚΑ για την προσφορά της. Δεν έχει ούτε τα παιδιά της τελικά, γιατί ξέρει πώς τα ετοιμάζει για να της φύγουν, να φτιάξουν δικές τους φωλιές. Είναι το δικό της πάλεμα, το μόνο ανιδιοτελές δόσιμο πού συναντάμε στη ζωή. Ό νόμος, ό πανίσχυρος νόμος πού ρυθμίζει τίς ανθρώπινες σχέσεις «σοϋδωσα τόσα, τόσα θα μου δώσεις», καταργείται. Πρώτα πρώτα γιατί δε μετριέται το τί δίνει. Μα μπορείς κι αν μόνο έχεις ένα χέρι με πέντε δάκτυλα να μετρήσεις τί της δίνει το παιδί της. Γιατί είναι τόσο λίγα, μα τόσο λίγα, αυτά πού της δίνει. Έκτος αν μετράς τίς πίκρες. Ό Καμπούρογλου λέει κάπου: «Δίκαια ονομάζουμε τη γη μητέρα, αφού την ποδοπατάμε κι αυτή δεν παύει να μας δίνει καρπούς καί άνθη.
Σκέφτομαι πώς υπολογίζουμε -αν το υπολογίζουμε- μόνο τίς μεγάλες ευεργεσίες του Θεού. Τίς καθημερινές τίς θεωρούμε αυτονόητες, περίπου υποχρεωτικές. Το ίδιο αυτονόητες θεωρούμε τίς καθημερινές προσφορές της Μάνας μας. Ένα βουερό ποτάμι ή Μάνα μας, εκεί ξεπλενόμαστε κι εμείς καί... τα βρώμικα του σπιτιού μας. Κελαηδιστή βρύση ή Μάνα μας καί απλά εμείς ξεδιψάμε με το νερό της. Είναι αδιανόητο το ποτάμι να ξεραθεί κι ή βρύση να μην έχει καθαρό καί μπόλικο νερό.




Ή Μάνα μου κι ή δικιά σου Μάνα


Σ' αυτή τη βιαστική εποχή, πού λαχανιάζοντας τρέχουμε να προλάβουμε και πού, από την αγωνία να το προλάβουμε, ξεχάσαμε ποιο είναι αυτό καί τρέχουμε μόνο, δεν προλαβαίνουμε καν να δοϋμε τα μάτια της. Αυτά τα σοφά βαθιά μάτια που'χουν πολλές φορές ψιχάλες βροχής ή είναι άνταριασμένα. Δεν σκεφτόμαστε καν πώς έχει κι αυτή μία προσωπικότητα, σαν άνθρωπος έχει καί δικά της προβλήματα, έχει ώρες μοναξιάς, κακοκεφιάς, έχει κι αυτή ένα κορμί με αρθριτικά, ένα πονοκέφαλο, κάτι κιρσούς, έχει όρια σωματικής αντοχής. Σκέφτομαι με τί φυσικότητα τα παιδιά μου θα με πάρουν τηλέφωνο για να μου διηγηθούν οικογενειακές γκρίνιες, οικονομικές δυσκολίες, προβλήματα υγείας. Καί πόσο απλά καί φυσικά θα ξεχάσουν την πίεση μου, το αν έκανα τίς εξετάσεις πού παρήγγειλε ό γιατρός, αν λύθηκε ένα επαγγελματικό μου πρόβλημα
 
Καί το όμορφο είναι πού δεν θυμώνεις για όλα αυτά. Και συνεχίζεις αμετανόητα να δίνεις. Δίνεις καί προσεύχεσαι. Να ποια είναι ή Μάνα. Καί προσεύχεται ή Μάνα τόσο για τους άλλους, πού στο τέλος έχει ξεχάσει να προσευχηθεί για τον εαυτό της. Μου τόπε αυτό θυμάμαι μια κυρούλα πού ήταν άρρωστη.




«Προσευχήσου να γίνεις καλά», της είπα.


Γέλασε, «Προσεύχομαι, μα που να προλάβεις τόσο κόσμο! Βάλε παιδιά, βάλε άντρα, βάλε εγγόνια, βάλε να πεις ευχαριστώ στο Θεό για τίς χαρές πού τους έδωσε, βάλε να παρακαλέσεις για τίς πίκρες τους, που να προλάβεις να παρακαλέσεις για λόγου σου;» Το είπε τόσο απλά, όσο απλά λέγονται τα πιο σημαντικά πράγματα.
Καί θυμάμαι πώς τέλειωσε:




«Να παρακαλέσω να πάω στον Παράδεισο; Μα αν δεν είναι εκεί τα παιδιά μου;» Να αρνείσαι Παράδεισο. Πού παρακαλάει νύχτα μέρα να τον κερδίσουν τα παιδιά της. Γιατί την έχω δει τη Μάνα την ακούραστη, κυρτωμένη από το βάρος της κάθε μέρας, να σέρνεται μπρος στο εικονοστάσι. Θα ανάψει με σιγανές κινήσεις το καντήλι μπρος στην Παναγιά. Κι εκεί οι δύο Μανάδες, η Μάνα του ουρανού καί της γης ή Μάνα, θα στήσουνε κουβέντα. Κι αφού πει ή μια κι υπομονετικά ακούσει ή "Αλλη, θα γίνει κάποια αλλαγή. Θα στηλωθεί ή Μάνα της γης, θα αναστενάξει μ' ανακούφιση καί με καινούριο κουράγιο θα ξαναμπεί στην πάλη. Κι ή άλλη Μάνα, τ' ουρανού ή Μάνα, όπως παίζει με την εικόνα της το φως του καντηλιοϋ, εκεί στο μισοσκόταδο, θα δακρύσει. Γιατί καταλαβαίνει από καημούς καί βάσανα ή Παναγιά, μια κι είναι Μάνα. Σκέφτομαι πόσες ονομασίες έδωσε ό λαός στην Παναγιά. Γρηγορούσα, την είπε, Γλυκοφιλούσα, Έλευθερώτρια. Την είπε έτσι με τα χείλια του. Μέσα όμως στην ψυχή του ό λαός Μάνα την λέει. Μάνα την λογαριάζει. Μάνα την υπολογίζει. Αυτό το«Παναγιά μου» πού ακούγεται σε ώρα ανάγκης, συνώνυμο της Μάνας είναι. Τί Μάνα, τί Παναγιά. Το ϊδιο είναι. Κι οί δυο μεσολαβούν, καταλαβαίνουν, συγχωρούν, νοιάζονται...



Μάνα, άπ' τους ανθισμένους μαγιάτικους αγρούς σοϋπλεξα ένα στεφάνι. Σκύβω καί σου φιλώ τα παιδεμένα χέρια σου. Αυτά τα χέρια πού -κι ας μην το ξέρεις- κρατούν τον κόσμο μας.


Κι ακόμα θα σκύψω να σου φιλήσω τ' άσπρα μαλλιά σου. Ξέ¬


ρω, για χάρη μου άσπρισαν πρίν της ώρας τους. Καί το ρυτι-


διασμένο σου κούτελο άσε με να φιλήσω, Μάνα, Μάνα γλυκύ¬


τατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμητη Μάνα.


ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ

2 σχόλια:

  1. πανεμορφο κειμενο.....Η Παναγια να εχει καλα ολες τις μαναδες του κοσμου για να τις παιδευουμε αλλα και να τις αγαπαμε τοσο πολυ...χωρις αυτες ο κοσμος δεν γυρνα....Μανα ειναι μονο μια...Σε ευχαριστω μαμα που εισαι διπλα μου σε οτι και να θελω(ευχαριστω και την επιγια και την επουρανια)!

    ΑπάντησηΔιαγραφή