Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Στην κόλαση του πολέμου Ανδρέας Σαμουήλ: Η κατάθεση μιας συγκλονιστικής μαρτυρίας για την τουρκική εισβολή


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΝΙΖΕΛΟΥ
Φωτογραφία
Μια μαρτυρία, είναι κατάθεση στην ιστορία. Μια ιστορία πολέμου, αποτελεί μια κραυγή γεμάτη απόγνωση και αγωνία. Ο πόλεμος γεννά τον θάνατο, την καταστροφή, τις τραγωδίες, εθνικές και προσωπικές. Οι ιστορίες του καθενός που έζησε την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, συνθέτουν όλες μαζί το παζλ της στυγνής πραγματικότητας. Η προδοσία της χούντας και της ΕΟΚΑ Β, η τουρκική εισβολή που ακολούθησε, η κατοχή μέχρι και σήμερα, δεν αποτελούν μόνο την ιστορία, αλλά και τη στυγνή πραγματικότητα. Ο Ανδρέας Σαμουήλ, νεαρός τότε δικηγόρος, βλέποντας τα τουρκικά αεροπλάνα να «σκεπάζουν» την Κύπρο, τις βόμβες να πέφτουν μοιράζοντας καταστροφή και θάνατο, τους αλεξιπτωτιστές ανενόχλητα να «προσγειώνονται» στην κυπριακή γη, έκανε αυτό που επέβαλαν οι στιγμές.
 
Αποχαιρέτησε τη σύζυγό του, τον οκτάμηνο γιο του, και έσπευσε στο πεδίο των μαχών. Δεν ήταν ούτε κι αυτό εύκολο. Δηλαδή, το αυτονόητο, της διάθεσης για προσφορά και υπεράσπιση της πατρίδας. 
 
Πρώτα χρειαζόταν κάποιος να καταταχθεί. Πού όμως; Ταλαιπωρία μέχρι να βρεθεί κάποιος «αρμόδιος» για να δώσει οδηγίες και κατευθύνσεις. Και μετά ο πρώτος γολγοθάς μέχρι να βρεθούν στο πεδίο της μάχης. Με τα στρατιωτικά φορτηγά να κινούνται χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό. Και μετά, ο δεύτερος γολγοθάς, πριν από τη σταύρωση, όταν βρέθηκαν απέναντι στους εισβολείς. Χωρίς σχέδιο δράσης και σχέδιο αντίστασης. Ο καθένας αναλάμβανε την ευθύνη έναντι της πατρίδας και της οικογένειάς του, της ζωής του εν γένει.
 
Ο Ανδρέας Σαμουήλ, όπως καταγράφει τη μαρτυρία του στο βιβλίο που πρόσφατα κυκλοφόρησε με τίτλο «Καλημέρα Ήλιε, ο χαμένος πόλεμος», ήταν ένας από τους πολίτες που επιστρατεύθηκαν και ρίχτηκαν στη δίνη του πολέμου.
 
Η μαρτυρία του ξυπνά θύμησες για πολλούς. Ο Ανδρέας Σαμουήλ φέρνει στο νου, εικόνες του 1974. Παντού η καταστροφή, η απόγνωση από την εγκατάλειψη των σπιτιών, οι εγκλωβισμένοι, όπως και ο ίδιος στο ξενοδοχείο Ντόουμ, και τα μηνύματα κάθε μεσημέρι από το ραδιόφωνο του ΡΙΚ, μετά το δελτίο ειδήσεων των 1.30. ( «Ο… από την Κερύνεια πληροφορεί τους δικούς του, ότι είναι καλά και σύντομα ελπίζει να βρεθεί κοντά τους...» κ.λπ. κ.λπ.).
 
Ο Ανδρέας Σαμουήλ, έγραψε τη δική του εμπειρία χρόνια μετά τον πόλεμο. Εκείνες οι εμπειρίες σημαδεύουν άλλωστε μια ολόκληρη ζωή. Είναι το μαρτύριο που κουβαλούμε όλοι. Διαβάζοντας το βιβλίο του είναι ως να ζωντανεύει ο πόλεμος, η εισβολή. Περιγράφει τις δικές του εμπειρίες και τις εμπειρίες ανθρώπων που έζησε μαζί τους την αγωνία του πολέμου. Όπως ο συστρατιώτης του, Χρίστος, που μαζί ανέβηκαν τον γολγοθά, πήγαν και ήλθαν πολλές φορές στον θάνατο. Κέρδισαν, όμως, τη μάχη της ζωής. Στο βιβλίο μεταφέρει και τις εμπειρίες στο Ντόουμ. Αναφορές στον αείμνηστο γιατρό Ξάνθο Χαραλαμπίδη, όπως και στην Έλλη Σταύρου και τον Μιχάλη Λαμπράκη, που ήταν εγκλωβισμένοι- φυλακισμένοι στην Κερύνεια τους. Δυο άνθρωποι που μέχρι σήμερα κουβαλούν τον σταυρό της κατοχής και δίνουν μάχες στα οδοφράγματα. Ακόμη και στα χρόνια της λήθης. 
 
Προς την Κερύνεια
…Τα καμιόνια με τους εφέδρους μεταφέρονται στην Κερύνεια. Βρέθηκαν αντιμέτωποι με την εισβολή. Ο Ανδρέας Σαμουήλ βρέθηκε λίγα μέτρα μακριά από το τούρκικο άρμα, στο Γ.Σ. Πράξανδρος. «Ο καταιγισμός οβίδων και σφαιρών συνεχίζεται χωρίς την παραμικρή διακοπή. Τίποτε άλλο δεν ακούγεται. Γίνεται χαλασμός κόσμου από τις κανονιές και τους πολυβολισμούς. Η στενή περιοχή των τεσσάρων οικοπέδων όπου διεκτραγωδούνται όλα αυτά δύο και δύο οικόπεδα σε ένα σχεδόν τέλειο τετράγωνο σχήμα- πνίγεται στους καπνούς και στην πολύ βαριά μυρωδιά του μπαρουτιού. Οι σφαίρες πέφτουν κατά χιλιάδες απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Τις ακούω να σφυρίζουν ελάχιστα πιο πέρα ή πάνω από το κεφάλι μου χωρίς διακοπή. Οι κανονιοβολισμοί ασταμάτητοι. Μόνο από το άρμα αυτοί. Οι φωνές των δικών μας στρατιωτών δεν ακούγονται τώρα πια. Μιλούν μόνο τα πολυβόλα και τα κανόνια. Και το εκνευριστικό βουητό των μηχανών του άρματος. Που συνεχώς αλλάζουν στροφές, αυξάνοντας και λιγοστεύοντάς τις, πράγμα που μου δείχνει ότι το τανκ κάνει ασταμάτητα μικρές κινήσεις και ελιγμούς. Βρίσκεται συνεχώς δεκαπέντε με είκοσι μέτρα μακριά μου. Περιμένω ότι από στιγμή σε στιγμή θα έλθει κατά τη μεριά μου.
 
Το ύψος του είναι το ίδιο περίπου μ’ εκείνο του πρώτου ορόφου της ατέλειωτης οικοδομής. Έτσι, όσοι δικοί μας στρατιώτες βρίσκονται εκεί δεν έχουν πια καμιά προστασία από το ότι βρίσκονται ψηλά. Κι όσοι ίσως να ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο, απλά εγκλωβίστηκαν εκεί πάνω. Γιατί αν από τον πρώτο όροφο μπορεί κάποιος να πηδήσει κάτω, με αρκετό κίνδυνο να σπάσει κάποια κόκκαλά του, από τον δεύτερο, κανένας δεν θα διανοηθεί να κάνει κάτι τέτοιο». 

«Θα τον τρελάνουμε τον ήλιο…» 
Ο τίτλος του βιβλίου «Καλημέρα Ήλιε, ο χαμένος πόλεμος», προέκυψε από ένα τραγούδι, που σιγοτραγουδούσε ο Ανδρέας Σαμουήλ την ώρα της απόγνωσης του πολέμου. Την ώρα της μάχης με τον εισβολέα. «Θα τον τρελάνουμε τον ήλιο, σίγουρα ναι, θα τον μεθύσουμε το φίλο σίγουρα ναι, με το νταούλι και με τον ζουρνά. Καλημέρα Ήλιε καλημέρα». Περιμένοντας την απόβαση και μετά αντιμετωπίζοντας εκείνο τον καταιγισμό των οβίδων και την προέλαση των Τούρκων.

Εγκλωβισμένοι στο Ντόουμ της Κερύνειας Ο ΑΝΔΡΕΑΣΣαμουηλ με τον Χρίστο Σαββίδη, που ήταν έκτοτε μαζί του στις διηγήσεις τους, βρέθηκαν σε ένα απομονωμένο σπίτι της Κερύνειας, το οποίο ανήκε σε ξένους. Έμειναν μέρες εκεί, παρέα με τις οβίδες που έπεφταν από παντού. Ήταν μεταξύ του θανάτου και της ζωής. Από τη μια η ελπίδα για τη ζωή, τα αγαπημένα πρόσωπα που καρτερούσαν να επιστρέψουν.

…»Εδώ έξω έγιναν τα πάντα αυτές τις τρεις τελευταίες μέρες. Και τι δεν έγινε; Πέρασαν εκατοντάδες και μπορεί και χιλιάδες στρατιωτικά οχήματα. Διάβηκαν από εδώ ίσως και πάνω από είκοσι ή και τριάντα χιλιάδες στρατιώτες. Λιγότεροι δικοί μας και οι πιο πολλοί Τούρκοι. Έγιναν μάχες καταδρομέων, συγκρούσεις αρμάτων, επιχειρήσεις από τους Τούρκους. Ήταν το πέρασμα της ελπίδας προς την ελευθερία για εκατοντάδες δικούς μας, προδομένους σαν και μας, καταδρομείς και πεζικάριους. Κληρωτούς κι εφέδρους. Έπεσαν δεκάδες χιλιάδες σφαίρες και οβίδες. Σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν, να δούμε πόσοι... Δεν ξέρω. Μπορεί και πάρα πολλοί. Ο οδηγός του τζιπ είναι ακόμα εδώ. Οι ανέμελοι πεζοπόροι θα κείτονται κι αυτοί κάπου εδώ τριγύρω. Και να δούμε πόσοι άλλοι. Όμως, τώρα... ησυχία. Εμείς, ο βασιλιάς ήλιος, αυτοί που μιλούν με τον τηλεβόα κι αυτό το αινιγματικό μικρό λεωφορείο.

Προχωρώ χωρίς κανένα δισταγμό τώρα πια. Ανοίγω το βήμα μου. Σάμπως και το χώνεψα ότι είναι ή αυτό κι η σωτηρία ή τίποτε άλλο. Θάνατος και σκοτάδι απ’ εκεί και πέρα. Ο οδηγός φορά γαλάζιο μπερέ. Κατεβαίνει ένας δεύτερος με γαλάζιο μπερέ κι αυτός και χωρίς να γυρίσει καν να με δει και χωρίς να πει λέξη σ’ εμένα κατευθύνεται προς την άλλη πλευρά του δρόμου, προς το τζιπ με τον τραυματία ή σκοτωμένο Τούρκο. Λες και με περίμενε να πάω στο μικρό λεωφορείο. Λες κι είχαμε ένα προκαθορισμένο ραντεβού εκεί.

Μα κι εγώ δεν ασχολούμαι καθόλου μ’ αυτόν που κατέβηκε. Η προσοχή μου είναι στο να καταλάβω τι γίνεται στο αυτοκίνητο και ποιοι είναι μέσα σ’ αυτό. Φτάνω στην πόρτα του. Ανεβαίνω αργά-αργά τα δυο σκαλοπάτια του μικρού λεωφορείου και μπαίνω μέσα σαν να μπαίνω στο λεωφορείο της γραμμής. Δεν ρωτώ τίποτε ούτε και περιμένω να ρωτηθώ. Αριστερά ο οδηγός και δεξιά, προς τις πίσω θέσεις του μικρού λεωφορείου, 5-6 μεσήλικες γυναίκες. Πριν από τις γυναίκες στέκεται ένας άντρας με τον τηλεβόα στο χέρι. Φορά κοντό παντελόνι. Κανένας δεν μιλά. Ούτε με ρωτούν κάτι, ούτε αρθρώνουν οποιαδήποτε λέξη.

- Αυτό τι μπορεί να σημαίνει; διερωτώμαι.

Γυρίζω για να γνέψω στον Χρίστο να έλθει, αλλά δεν χρειάζεται. Είναι κι εκείνος ήδη στα σκαλοπάτια του μικρού λεωφορείου. Καθόμαστε κι οι δυο σιωπηλοί στις δύο κενές θέσεις που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή καθισμάτων, προς τα δεξιά. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί που κάθονται μέσα στο λεωφορείο. Οι γυναίκες μπορεί να είναι Τουρκάλες ή δικές μας. Αυτοί με τα μπερέ μπορεί να είναι των Ηνωμένων Εθνών, μπορεί όμως και να είναι Τούρκοι. Έχω δει και προηγούμενα στην τηλεόραση, από τούρκικους σταθμούς, Τούρκους στρατιώτες με γαλάζιο μπερέ. Κι αυτός με τον τηλεβόα, τώρα πια δεν λέει τίποτε. Λες κι όσα φώναζε, ό,τι κι αν έλεγε, τα φώναζε για μας. Από τη στιγμή που μπήκαμε στο λεωφορειάκι δεν μιλά. Ούτε μια λέξη τώρα πια». Τους οδηγεί στο ξενοδοχείο Ντόουμ. Φυλακισμένοι, εγκλωβισμένοι (κρατήθηκαν και στις φυλακές στην κατεχόμενη Λευκωσία) έμειναν μέχρι τον Οκτώβριο. Η επιστροφή στη ζωή και στην οικογένεια, τη σύζυγό του Λένια και το μικρό του τότε γιο Δημήτρη, σήμερα διπλωμάτη στο ΥΠΕΞ.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 13/06/2011
ΠΗΓΗ

1 σχόλιο: