Πορτοκαλιά χρυσόσκονη / πασπάλιζε τα σύννεφα/ πέρα στη Δύση/ Χελιδονάκι στο ιερό/ανήσυχα καί φλύαρα /' πετάγματα είχε αρχίσει.
Με τη γιαγιά μου την Καλή /με την κυρά Βασίλω/και με τη Λεμονιά / συντροφιαστά πηγαίναμε / τ' Αυγούστου τ' απογεύματα / στην εκκλησιά...»
Πόσα στ' άήθεια χρόνια έχουν περάσει από τότε πού πρωτοδιάβασα αυτό το αθώο, παιδικό ποίημα. Κι όμως δεν υπάρχει Αύγουστος, δειλινό Αυγουστιάτικο του πρώτου δεκαπενθήμερου πού να μην το θυμηθώ καί να μην το ψελλίσω. Καί να δω νοσταλγικά κείνο τον κόσμο πού είχε τάξη. Την τάξη πού το Σύμπαν δίδαξε στον άνθρωπο, τάξη πού σαν σαλευτεί, αφέντης γίνεται το Χάος.
Έναν κόσμο, γνώριζαν τα παιδιά, πού είχε αρχές, πού τους εξασφάλιζε μια εσωτερική ισορροπία, πού τους έδινε το ανεκτίμητο δώρο της ασφάλειας. Ό παππούς στη θέση του, γνωστά τα δικαιώματα, αλλά καί οί υποχρεώσεις του, ή γιαγιά, παρουσία με πολλά αν θέλετε αρνητικά, αλλά καί μοναδικά θετικά στοιχεία, ό μεγάλος ήταν μεγάλος, ό συνομήλικος συνομήλικος, ό μικρότερος παρών καί δική μας ευθύνη να τον προσέξουμε, να τον προστατεύσουμε, ό άντρας άντρας κι οί γυναίκες, ευτυχισμένες γι' αυτό.
Στόν ουρανό ό Θεός, κι οί "Αγιοι στα ποδάρια μας να μπλέκονται στις θλιμμένες ή χαρούμενες στιγμές της ζωής. Ή Τετάρτη καί Παρασκευή, άκουβέντιαστα, ήμερες του λαδερού φαγητού, ό τοπικός "Αγιος με το πανηγύρι του, ή αναμενόμενη προσδοκία.
Καί βεβαίως το Δεκαπενταύγουστο, το μεγάλο πανηγύρι, ποιο χωριό δεν έχει εκκλησιά, με τ' όνομα της Παναγιάς, να το γιορτάσει. Δεν ερχότανε ή γιορτή έτσι ξαφνικά. Δεκαπέντε μέρες οί γυναίκες καθάριζαν κάθε πρω'ί την εκκλησιά από χυμένα κεριά, το δάπεδο καθάριζαν, γιατί, με τόσο ποδαρικό πού πήγαινε στις παρακλήσεις, ήταν λερωμένο. Λιβάνι μοσκομύριζε ό τόπος καί τα χελιδονάκια με μεγαλωμένα πια φτερά, δοκίμαζαν το πέταγμα τους, για κείνο το μακρινό πέταγμα πού σε λίγο θ' άρχιζε: για το μεγάλο ταξίδι προς τις ζεστές χώρες.
Εμείς τα παιδιά, δεν καταλαβαίναμε τα λόγια της παράκλησης. Τώρα, μεγάλη πια, σκέφτομαι τί καταλάβαιναν κι οί μεγάλοι. Κι όμως φαίνεται πώς ένιωθαν απόλυτα κι όχι στο περίπου.
Τά κουρασμένα, βασανισμένα πρόσωπα, πρόωρα γηρασμένα άπ' τη δουλειά, τις πίκρες και τους καημούς, πού κανένα μέικ-απ δεν υπήρχε, ώστε να τα καλύψει όλα αυτά, τα τόσο όμως ανθρώπινα πρόσωπα, την οδύνη την έπρόσφεραν σα μόνο αγαθό πού είχαν πλούσιο, στην Παναγιά. Γονατίζαμε τα παιδιά πλάι στους μεγάλους καί μαζί με τη νύχτα πού έφτανε, έφτανε αντίδωρο από τον Ουρανό ή γαλήνη, ή μαλακωσιά.
Θυμάμαι πώς οι βραδινοί παιδικοί καβγάδες, τα πείσματα καί τα γινάτια, αραίωναν όσο αυτό το θαυμαστό δεκαπενθήμερο προχωρούσε. Τη μεγάλη μέρα, ατή Χάρη της, φρεσκοπλυμένοι με κείνο το πράσινο σαπούνι γερά πηγαίναμε να κοινωνήσουμε, αφού είχαμε ζητήσει συγχώρεση άπ' όλους, κι άφοϋ είχαμε φιλήσει ροζιασμένα, σταφιδιασμένα αδρά χέρια.
Κείνη τη μέρα δεν κάναμε καί μπάνιο στη θάλασσα, από σέβας στη Θεία Κοινωνία... Μη βιαστείτε να κατηγορήσετε για πλήξη κείνη την εποχή. Δεν ήταν πλήξη, αλλά τάξη αυτό πού ζούσαμε. Γιατί αν ήταν αλλιώς, πώς θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε το σημερινό φευγιό από την πλήξη με χάπια, ναρκωτικά, αλκοόλ ή χαρτιά για να «σκοτώσουμε την ώρα μας»; Πώς να δικαιολογήσουμε, την στιγμή πού έχουμε πολλές ποικιλίες σήμερα ζωής απογευματινής, βραδινής; Μεγάλη πληγή ή ανία.
Μη μου μιλήσετε για κείνη την πληκτική ζωή πριν δείτε σε κάποιο παραθεριστικό κέντρο τη νεολαία, καί πώς, μα καί πόσο πλήττει!
Σέρνονται τα παιδιά μας! Μικρά καί μεγάλα σέρνονται. Κι όσο μεγαλώνουν καί φτάνουν ή ζουν την εφηβεία, τόσο τα βήματα τους γίνονται ίδια ανατολίτικα τραγούδια, μακρόσυρτα. «Μέχρι να ση-κώσουν το να πόδι, τους τρώει ό σκύλος το άλλο», θάλεγε ή γιαγιά μου αν τα έβλεπε. Ξυπνούν αργά το πρωί - τι αργά, όταν κοντεύει να μεσημεριάσει ξυπνούν - πιο κουρασμένα από τότε πού πήγαιναν σχολειό.
Μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια τους. Βάζουν κάτι βιαστικά στο στόμα τους, όχι σπουδαία πράγματα, για να μην βαρύνει το στομάχι τους πού θα πάνε για μπάνιο. Καί αν είναι έφηβοι, πηγαίνουν μόνοι τους, να 'βρουν στη θάλασσα την παρέα τους. Γυρίζουν αργά, κουβαλώντας βαριεστημένα κι ένα εικονογραφημένο περιοδικό ή κάτι για διάβασμα (;) πού δεν θα τα κουράσει, τα καημένα...
Τρώνε καί ξαπλώνουν στα κρεβάτια. "Αν υπάρχει τηλεόραση θα... ξεκουραστούν βλέποντας ό,τιδήποτε, χωρίς καμία επιλογή.
Αποχαυνωμένα, κάποια στιγμή ξυπνούν. Έχει πια περίπου δύσει ό ήλιος. Αναρωτιούνται φωναχτά ή από μέσα τους: «Καί τώρα τί κάνουμε;»
"Αν υπάρχει τηλέφωνο, αρχίζουν για να «περάσει ή ώρα» την κουβέντα. Μια κουβέντα πού αν κάνετε τον κόπο να την παρακολουθήσετε, θα γεμίσετε πλήξη, τέτοια πλήξη έχει. Κανένα απρόοπτο δεν πρόκειται να συμβεί. Ή σινεμά, ή ντισκοτέκ. "Η καί τα δύο, πιο καλά. Για λεφτά δεν υπάρχει πρόβλημα. Εμείς μπορούμε να λαχταρίσουμε - πού λέει ό λόγος - το παγωτό, τα παιδιά μας όμως
είναι δυνατόν να αγοράσουν... παγωτατζίδίκο. Παίρνουν, λοιπόν, το απαραίτητο χρήμα καί χάνονται.
Θέλετε να τα πάρετε από πίσω; Όλο βαρεμάρα, σέρνονται στην παραλία, μέχρι να 'ρθει ή ευλογημένη ώρα να ανοίξει το ταμείο του κινηματογράφου. Μπουκάρουν μόλις ανοίξει, καί κατ' ευθείαν, για να σπάσουν την πλήξη τους, πάνε στο μπαρ. Γαριδάκια, δροσιστικά, πατατάκια, ό,τιδήποτε, αρκεί κάτι να 'χουν να κάνουν μέχρι να αρχίσει το έργο (αλήθεια τί παίζει; Ούτε αυτό πρόσεξαν). Τρώνε, μπουκώνοντας, καί Ίσως αυτό γίνεται για να μην πιάσουν μεγάλη κουβέντα, με πολλά λόγια. Βλέπετε, δεν ξέρουν οϋτε να συζητήσουνε.
Το έργο τελειώνει. Πρέπει να πείσουν τους γύρω, αλλά κυρίως τον εαυτό τους, πώς υπάρχουν. Γι' αυτό αρχίζουν παλαμάκια, γιουχαίσματα, χαβαλέ, όπως λένε.
Επιμένετε ακόμα να τα ακολουθήσετε; Τότε μπείτε μαζί τους στη ντισκοτέκ, γιατί προς τα εκεί οδηγήθηκαν.
Τώρα δε χρειάζεται οϋτε ή μονολεκτική κουβέντα. Στή διαπασών ή μουσική, μια βολική αιτία να μην ανταλλάξουν λέξη. Χορεύουν. Δεν αγγίζονται. Μόνος ό καθένας, χωρίς την ανάγκη συντρόφου, παρτενέρ, χορεύει. Ή ώρα ευτυχώς προχωρεί. Καί απόψε τη δολοφονήσαμε. Μπράβο μας!
Θα ήταν ίσως ένα ξάφνιασμα, θα ήταν ένα απρόοπτο, τέλος πάντων, θα ήταν κατιτίς, αν, όπως γυρίζαμε αργοπορημένοι, μας περίμενε κανένα ηχηρό ή μη χαστούκι από κάποιον αγριεμένο γονιό. Μπα, μην ελπίζεις οϋτε σ' αυτό. "Αν ένα χαστούκι ηχούσε, θα αποκτούσε νόημα ή ζωή μας, ζωή πού λένε αντιστασιακού. Με το φαί μέσα στο πιάτο σκεπασμένο καλά μην πάει κάτι καί το μολύνει, οί γονείς του σήμερα, πρέπει να το ομολογήσουμε, πολύ νοιάζονται για την υγεία μας!
Έλα, κουράγιο, αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα πού θα χρειαστεί να χουμε δυνάμεις να την δολοφονήσουμε κι αυτή.
Μη βιαστείτε, λοιπόν, να μιλήσετε για πλήξη του χτες, πρίν παρακολουθήσετε την ανία του σήμερα. Ανία πού οδηγεί σε «ταξίδια» πού σκοτώνουν. Ανία πού οδηγεί στην «παραμυθά», την παρηγοριά δηλαδή της ηρωίνης.
Με τη γιαγιά μου την Καλή /με την κυρά Βασίλω /καίμε τη Λεμονιά / ουντροφιαστά πηγαίναμε / τ' Αύγούοτου τ' απογεύματα / στην εκκλησιά...».
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότες πού το πρωτάκουσα το αθώο παιδικό τούτο ποίημα. Κι όμως το θυμάμαι, το ψελλίζω καθώς χτυπάει ή καμπάνα για την Παράκληση καί ό ήχος της δε φτάνει στ' αυτιά καί στίς καρδιές των παιδιών, ίσως γιατί δε φτάνει οϋτε στα δικά μας αυτιά καί στίς καρδιές μας.
Τα χελιδονάκια ετοιμάζονται για το μακρινό καί επικίνδυνο ταξίδι τους, μαθαίνοντας να δοκιμάζουν τα φτερά τους άπ' τα γονικά τους. Ακούω φτερά των δικών μας παιδιών ν' ανοιγοκλείνουν. Ετοιμάζονται κι αυτά για το πόσο σαγηνευτικό καί επικίνδυνο της ζωής.
Τους παραστεκόμαστε; Μήπως τώρα το δεκαπενταύγουστο μπορούμε με αίτια αυτά τα Παρακλητικά απογεύματα, να τους κάνουμε φροντιστήριο;
Μήπως;
ΓΑΛΑΤΕΙΑ -ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ
Περιοδικό ''Πειραική Εκκλησία(Αυγουστος 2000)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου