Ακουγε ό πασάς χίλια λόγια καλά για το τρανό μοναστήρι του τόπου, «Μεγάλη Παναγιά, πού Βυζαντινά τα χρόνια ή Άγια Θεοδώρα, ή Βασίλισσα της "Αρτας έχτισε καί στόλισε με όμορφα εικονίσματα καί μαλαματένια καντήλια. Μα πιότερο μιλούσαν για τους καλογήρους του πού αγαπούσαν το Θεό καί τον άνθρωπο.
Είχανε φτάσει στο πασαλίκι κουβέντες για τον ελεήμονα Ηγούμενο πού μοίραζε τη φιλοξενία απλόχερα. "Ακουγε ό πασάς κι αναρωτιόταν. Μήπως όλα αυτά είναι χωρατά; Πώς τάχα μπορεί ό άνθρωπος να δίνει από το έχει του όταν βρίσκεται στην πείνα καί την ανέχεια; Ήξερε ό πασάς πώς το λάδι καί το ψωμί δε του περισσεύουν. Τι σόι άνθρωποι είναι τοϋτοι οί καλόγεροι;
Έβαλε τότε στο μυαλό του ό πασάς μια παλιά ιστορία πού ή μάνα του σιγομουρμούριζε σαν ήταν μικρό παιδί στον οντά. Για κάποιο βασιλιά πού ήθελε να δει αν οί υπηρέτες του τον αγαπούν καί τον σέβονται πραγματικά. Τούτος λοιπόν έβγαλε τα μετάξια καί τα πορφυρένια καί φόρεσε μια παλιά φορεσιά καμωμένη από λινάτσα. "Εβαλε καί μουντζούρα άπ' το μαγκάλι κι έτσι αλλοιωμένος καί αγνώριστος γύριζε τις γειτονιές να μάθει για το τί πραγματικά έκρυβαν στην καρδιά τους οί υπήκοοι του. Έτσι σκέφθηκε ό πασάς. "Αμα πάω σαν αφέντης θα με φοβηθούν καί θα μου κάνουν τεμενάδες.
"Αμα όμως φανερωθώ απλός καί άσημος τότε θα μου δείξουν τί έχουνε στην καρδιά τους.
Έτσι ό πασάς πήρε τα ρούχα ενός υπηρέτη κι ένα γαίδουράκι καί πήρε το δρόμο για το Μοναστήρι. Από μακριά ακούγονταν τάλαντα καί καμπάνες. Στή στροφή φάνηκε το μοναστήρι. Ό πασάς καμπούριασε όσο μπορούσε όταν έφτασε στο πορταρίκι. Σέ λίγο ένας νέος μοναχός φαινόταν μπροστά του καί τον καλωσόριζε με χαρά καί του έδειχνε το μικρό άρχονταρίκι. Ό πασάς μήτε γνωρίζοντας τους τόπους καί τα πρέπει ενός μοναστηριού πέρασε ήσυχα καί δέχθηκε το όμορφο καί απλό κέρασμα. Νερό κρυστάλλινο, ένα λουκούμι καί μια ρακή να στηλωθεΐ άπ' τον κόπο του δρόμου.
-"Ας χαιρετήσουμε την Κυρά του Μοναστηριού, είπε ό Μοναχός καί ό πασάς προσκύνησε όπως - όπως μια όμορφη εικόνα πού οί πατέρες είχαν στο κέντρο της εκκλησιάς.
Σέ λίγο ό ηγούμενος πλησίασε τον ξένο καί του 'πιασε συζήτηση. Μα τί παράξενο. Δεν τον ρώτησε τίποτα. Μήτε από πού είναι, μήτε ποιος είναι. Μα άρχισε σιγά - σιγά να τον συμβουλεύει, να του μίλα γλυκά κι ή φωνή του ακουγόταν σαν το κελαριστό νερό στην αυλή της Μονής.
Πήρε να κλαίει ό πασάς. Τέτοιους δεν έχουμε στο πασαλίκι, σκέφθηκε. "Αμα τελείωσε ό Ηγούμενος τον άφησε για λίγο να σκεφθεί καί να ησυχάσει. Σέ λίγο κάποιος μοναχός, υπεύθυνος για τους ξενώνες, κάλεσε τον πασά καί του 'δωσε ένα μικρό κελλί πού θα περνούσε το βράδυ. Ταπεινό, μ' ένα όμορφο παραθύρι πού κοίταζε στον κάμπο. Ό μοναχός του είπε για την ώρα της τράπεζας καί του Αποδείπνου. Κι ό ξένος ακολούθησε πιστά το πρόγραμμα του μοναστηριού καί χάρηκε με την καρδιά του.
Είχε ξημερώσει για καλά όταν οί πατέρες είχαν τελειώσει τη Θεία Λειτουργία στο καθολικό κι ό άρχοντάρης μοναχός δεν είχε δει τον ξένο. Σέ λίγο τρεχάτος πήγαινε στον Ηγούμενο.
- Γέροντα, ό ξένος ξέχασε στο κελλί ένα πουγγί ολόχρυσα γρόσια!Το βίος του, Γέροντα!
- Τρέξε, ευλογημένε. Τρέξε να προλάβεις.
"Εβαλε φτερά στα ποδιά του το καλογέρι καί τον πρόφτασε εκεί πού το καλντερίμι του Μοναστηριού συναντούσε τη μεγάλη δημοσιά.
- Στάσου, ευλογημένε! Στάσου.
Κοντοστάθηκε ό πασάς.
- Ξέχασες τα γρόσια σου. "Ολος σου ό κόπος ξεχάσθηκε στο μοναστήρι. Ξεροκατάπιε ό πασάς. Μ' όλο πού το μοναστήρι ζούσε με νερό καί πικροράδικα οί καλόγεροι δίναν πίσω τα γρόσια πού ό ίδιος εϊχε αφήσει επίτηδες στο κελλί σαν στερνή δοκιμασία στην καλοσύνη των πατέρων.
- Ώστε λένε αλήθεια, είπε ό πασάς, όσοι λένε καλά για το μοναστήρι.
Μα ό μοναχός δεν κατάλαβε.
Οΰτε κάποιος από τους αδελφούς καί τον ηγούμενο κατάλαβε όταν ό πασάς έστειλε δώρα καί πεσκέσια στο μοναστήρι, χάρισε κτήματα καί ζωντανά καί προνόμια ειδικά πού το φύλαξαν αλώβητο στα δύσκολα χρόνια.
ΑΡΧΙΜ.ΕΦΡΑΙΜ ΠΑΝΑΟΥΣΗ
περιοδικό ''Πειραική Εκκλησία''
Πηγή Φώτο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου