Ευγενία Παρασχάκη
Όλοι την φωνάζουν το "φρικιό" και την δείχνουν με το δάχτυλο. Περπατά στο πεζοδρόμιο, σκυφτή, χωρίς να δίνει σημασία στις φωνές και τις βρισιές. Κάνει μεγάλα άτσαλα βήματα και κλοτσάει με το πόδι της πέτρες και χώματα. Και όμως το πρόσωπο της είναι ήρεμο...
-Καλά αναίσθητη είσαι κορίτσι μου. Δεν ακούς που σε κοροϊδεύουν. Αντιμετώπισε τους. Βρίσε τους λιγάκι.
Τίποτα αυτή. Δεν ακούει την φωνή μου. Μεγαλώνει το βήμα και στρίβει στη γωνία του δρόμου. Χάνεται από τα μάτια των άλλων. Και τότε, αρχίζει να τρέχει, να τρέχει. Ώσπου σταματάει να ξαποστάσει. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα. Πέφτει κάτω στις λάσπες. Κάνει να σηκωθεί. Δεν μπορεί. Νιώθει βαριά. Πέτρα ασήκωτη είναι η καρδιά της. Το μυαλό της βουίζει. Τα χέρια της τρέμουν. Αν την δουν έτσι οι άλλοι, θα την βρίσουν χειρότερα. Θα την πουν <<ρεμάλι>> και δεν το θέλει. Δεν είναι αλήθεια!!!
Αργά- αργά σηκώνεται. Σε τι χάλι όμως! Τα κατάμαυρα ρούχα της, γεμάτα λάσπες έχουν κολλήσει πάνω στο σώμα της από τις τρύπες στο παντελόνι και στην μπλούζα. Οι αλυσίδες κρέμονται...
Συνεχίζει το τρέξιμο. Φτάνει μπροστά σε μια καγκελόπορτα. Ένας κήπος ρημαγμένος και πιο μέσα ένα σπίτι κατεστραμμένο. Μπαίνει μέσα, χάνεται στα πίσω δωμάτια. Την ακολουθάω προσεκτικά. Τι είναι αυτό Θεέ μου;... Ανάμεσα σε χαλάσματα τρία μικρά κρεβάτια. Το ένα άδειο. Υποθέτω ότι είναι το κρεβάτι του κοριτσιού. Στο άλλο μια μεγάλη γυναίκα. Τα μάτια της, ορθάνοιχτα, κοιτούν στο κενό. Αχ Θεέ μου, τυφλή είναι!!! Στο άλλο κρεβάτι ένα κοριτσάκι ως επτά χρονών. Τα ματάκια του κατάκλειστα δεν κοιτούν πουθενά...!
Το κορίτσι πλησιάζει την γυναίκα...:
- Γλυκιά μου μανούλα γύρισα, πώς είσαι σήμερα; Χρειάστηκες τίποτα όσο έλειπα;
- Όχι ομορφιά μου, όλα ήταν καλά. Τα φρόντισες όλα πριν φύγεις. Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου, σ’ ευχαριστώ κάνεις τα πάντα για μας.
- Μάνα σας αγαπώ τόσο πολύ, πώς θα μπορούσα να μην σας φροντίζω με όλη μου την καρδιά, εσένα και την μικρή μου αδελφή;
Και πλησίασε την αδερφή της και την σφιχταγκάλιασε με αγάπη! Τα ματάκια του μικρού σφίχτηκαν καθώς αγκάλιαζαν τη μεγάλη αδελφή, μα δεν άνοιξαν...
-Ειρήνη, --αα! ώστε έτσι έλεγαν το κορίτσι--, Ειρήνη, ξαναλέει το μικρό με γλύκα, που ήσουν; Σε έψαχνα... Ήθελα να βγούμε έξω, να με πας βόλτα, αλλά εσύ δεν ήσουν εδώ... Σε φώναζα αλλά δεν απαντούσες...! Πού ήσουν;
- Μικρό μου, έξω ήμουν, σας έφερα το φαγητό σας, του είπε και του χάιδεψε το χεράκι. Την σκέπασε καλά και την ξαναφίλησε με αγάπη.
Έπειτα, σηκώθηκε, πήγε κοντά στην μάνα της, την φίλησε και της είπε:
- Μάνα, πάω να ετοιμάσω το φαγητό, να σας φέρω να φάτε...
Και έκανε να φύγει. Μα η φωνή από το κρεβάτι της μάνας την σταμάτησε μπρος στην πόρτα.
-Ειρήνη κορίτσι μου, έλα εδώ, θέλω να σου πω μερικά πράγματα...!
...- Έχω να σε δω περίπου από τα 8 σου χρόνια. Σε θυμάμαι με το λευκό σου φουστανάκι, να τρέχεις μες στον κήπο μας και να πέφτεις στην αγκαλιά του πατέρα σου. Τώρα; Τώρα δεν ξέρω πως είσαι! Έχεις εκείνο το όμορφο λουλούδι στα μαλλιά ; Τα όμορφα βραχιόλια σου; Φοράς τα ροζ σου πέδιλα; Δεν έχω πια εικόνα σου στο μυαλό μου... Πώς είσαι, Ειρήνη μου; Πως είσαι; Πες μου...!
-Ναι, Ειρήνη, πες μας πως είσαι; Εγώ δεν σε θυμάμαι καθόλου...! λέει και η μικρή αδερφή. Εγώ, σε φαντάζομαι Ειρήνη, να είσαι σαν άγγελος!!!
Τα μάτια της Ειρήνης γέμισαν δάκρυα...! Τι να τους έλεγε τώρα; Κοίταξε τα μαύρα λασπωμένα ρούχα της, τις αλυσίδες που κρέμονταν. Αχ! Πώς είχε καταντήσει έτσι; Μα ο δρόμος μετά τον θάνατο του πατέρα της, την τύφλωση της μάνας και της αδερφής της, την είχε οδηγήσει σε αυτήν την κατάσταση...!
Και τότε πήρε την απόφαση της:
-Γλυκιά μου μάνα, γλυκιά μου αδερφούλα, έτσι είμαι όπως με θυμάστε και με φαντάζεστε. Με το λευκό μου φόρεμα και το λουλούδι στα μαλλιά. Τίποτα δεν άλλαξα. Έμεινα έτσι ακριβώς όπως μου έμαθες και μου δίδαξες καλή μου μάνα, κατάλευκη, να σκορπίζω πάντοτε την χαρά, την αγάπη και την ειρήνη!!!
Της Πούλιου Ευτυχίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου