Μικρές ιστορίες του χθες και του σήμερα
«Θα μου το βαφτίσεις, όταν με το καλό γεννηθεί;»
(Απίθανη ιστορία! Συνέβη στ΄αλήθεια πριν κάποια χρόνια...
Ήταν Σεπτέμβριος του 1982 όταν η Φανή έφυγε από το χωριό της, κοντά στα Σέρβια της Κοζάνης, για να έλθει στη συμπρωτεύουσα να δουλέψει σε ένα μεγάλο κατάστημα με εποχιακά είδη στην Εγνατία οδό. Στην αρχή ήταν φοβισμένη και διστακτική. Σύντομα όμως κατάφερε να κυκλοφορεί με άνεση παντού. Νοίκιασε ένα δυάρι στην οδό Ολύμπου, κοντά στην πλατεία Δικαστηρίων για να πηγαίνει στη δουλειά με τα πόδια.
Τρία χρόνια αργότερα γνώρισε το Μιχάλη, ένα παλικάρι οχτώ χρόνια μεγαλύτερό της, όμορφο κι ευγενικό. Αρραβωνιάστηκαν και ετοιμάζονταν να παντρευτούν όταν η Υπηρεσία του Μιχάλη τον έστειλε ξαφνικά στη Μάνη, με σκοπό να αντικαταστήσει κάποιον για δυο χρόνια. Τι να κάνει η καημένη η Φανή; Μόνο υπομονή μπορούσε να κάνει. Μετρούσε τις μέρες, τις εβδομάδες και περίμενε.
Τον είδε μετά από εννέα μήνες, όταν κατάφερε εκείνος να πάρει άδεια και να έλθει στη Θεσσαλονίκη. Η επόμενη φορά που τον ξανάδε ήταν ύστερα από ένα χρόνο, λίγο πριν την οριστική επιστροφή του. Τότε της φάνηκε πολύ αλλαγμένος. Σαν απόμακρος, σαν ...
«Είναι πολύ κουρασμένος» σκέφτηκε.
Δεν ήθελε να βάλει κακό με το νου της, αλλά εκείνος μετά από δυο μέρες κομπιάζοντας, τής ξεστόμισε την αλήθεια.
«Στη Μάνη γνώρισα μια κοπέλα ... Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο ... Να, κάτι επιπόλαιο ... Αλλά αυτή έμεινε έγκυος ... Και με βρήκαν τα αδέλφια της. Τρόμαξα πολύ. Με πίεσαν να την πάρω ... Αλλά εγώ εσένα αγαπάω ... Μόλις βάλουμε στεφάνι, θα τη χωρίσω και θα πάρω εσένα».
Σκίστηκε η καρδιά της στα δυο. Δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Μόνο όταν συνήλθε μάζεψε τα κομμάτια της και του είπε ήσυχα
«Μείνε μαζί της και με το παιδί σας».
Δεν τον ξανάδε, δεν μίλησαν ξανά, δεν έμαθε νέα του.
Κάποιο ανοιξιάτικο βράδυ του 1986, φεύγοντας από το μαγαζί, τον είδε άξαφνα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ταράχτηκε, αλλά προχώρησε θαρρετά, χωρίς να τον κοιτάξει και έστριψε στο πρώτο στενό. Εκείνος την πήρε από πίσω. Έφτασε σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Το ίδιο έγινε και το επόμενο βράδυ και το μεθεπόμενο. Εκείνος την περίμενε πάντα στο απέναντι πεζοδρόμιο και την ακολουθούσε μέχρι να μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Πάντα αμίλητος. Πέρασε πάνω από μήνας έτσι.
Ένα βράδυ σχόλασε λίγο νωρίτερα. «Ευτυχώς» είπε από μέσα της.
«Δεν θα έχω παρέα απόψε».
Περπάτησε βιαστικά και σε πέντε λεπτά βρέθηκε στην πολυκατοικία όπου έμενε. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, μπήκε, πήρε το ασανσέρ για το 2ο όροφο κι όταν βγήκε τον είδε να την περιμένει μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματός της. Δεν του μίλησε. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, άνοιξε γρήγορα, μπήκε μέσα και πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα, εκείνος κράτησε με δύναμη την πόρτα και βρέθηκε μαζί της στο εσωτερικό του διαμερίσματος.
- Επιτέλους, τι θέλεις; τον ρώτησε.
- Εσένα ! της είπε με νόημα και με μια γρήγορη κίνηση τής άρπαξε τα κλειδιά από τα χέρια. Κλείδωσε την πόρτα και την κοίταξε όπως κοιτάει το λιοντάρι ένα ανυπεράσπιστο ελαφάκι.
Δεν τόλμησε να πει σε κανέναν για το φοβερό συμβάν. Εξάλλου δεν είχε φίλες.
Πρωί απόγευμα στη δουλειά, δεν είχε καιρό ούτε για βόλτες ούτε για έξοδα. Σε λίγες μέρες έφτασε η Μεγαλοβδομάδα. Πήγε στο χωριό της το Μ. Σάββατο το απόγευμα. Η μάνα την υποδέχθηκε όπως πάντα, με χαρές και γέλια. Εκείνη με κόπο κατάφερε να χαμογελάσει. Φοβόταν πολύ να το πει στους δικούς της. Ντρέπονταν τα αδέλφια της. Δεν έβλεπε την ώρα για να γυρίσει τη Δευτέρα του Πάσχα στη Θεσσαλονίκη.
Πέρασε παραπάνω από μήνας όταν φάνηκαν τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια: πρωινές ζαλάδες και ναυτία. Αγόρασε έντρομη ένα τεστ εγκυμοσύνης και περίμενε με αγωνία να γυρίσει στο σπίτι. Όταν είδε το αποτέλεσμα, κρατήθηκε από το χερούλι της πόρτας για να μην λιποθυμήσει.
Την άλλη μέρα έκανε μικροβιολογική εξέταση με την ελπίδα να μην είναι τίποτα. Διαψεύστηκε.
Το κεφάλι της ήταν άδειο. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Βρισκόταν σ’ ένα τούνελ χωρίς διέξοδο. Περπατούσε σαν υπνωτισμένη για να πάει στη δουλειά όταν άκουσε δυνατές φωνές «Να με κλείσεις φυλακή θες;».
Ήταν ένας αγριεμένος ταξιτζής που λίγο έλειψε να τη χτυπήσει. Τότε συνειδητοποίησε ότι περπατούσε μέσα στη μέση του δρόμου ανάμεσα στα αυτοκίνητα.
Μακάρι να την είχε χτυπήσει. Θα είχαν τελειώσει τα βάσανά της. Ήθελε πολύ, μα πάρα πολύ να τελειώσει η ζωή της.
«Και γιατί να μην τελειώσει τώρα;» σκέφτηκε.
Η πιο απλή λύση. Κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα. Θα γλίτωνε μια για πάντα.
Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκε στο κατάστημα. Η Ναταλία, η υπάλληλος του διπλανού καταστήματος την κοίταξε γλυκά.
«Καλημέρα κοριτσάκι!» της είπε γελώντας. Με τη Ναταλία δεν μιλούσαν πολύ. Τα αφεντικά τους ήταν ανταγωνιστές, που θα πει εχθροί, γιατί πουλούσαν και οι δύο το ίδιο εμπόρευμα. Δεν φτάνει που δεν μιλούσαν εκείνοι, δεν επέτρεπαν ούτε στις υπαλλήλους τους να μιλάνε μεταξύ τους. Εκείνες όμως, δεν τους άκουγαν. Το πρωί όταν ήταν μόνες τους αντάλλασσαν στα πεταχτά μια κουβέντα. Όχι πολλά πράγματα. Μια καλημέρα και δυο λογάκια.
«Τι έχει το κοριτσάκι μου και είναι λυπημένο; Ποιος το στενοχώρησε;» συνέχισε η Ναταλία. Την κοίταξε στα μάτια η Φανή. «Θέλω να σου μιλήσω» της είπε.
«Αλλά όχι τώρα. Μπορείς το βράδυ; Όταν σχολάσεις, περίμενέ με στη γωνία».
Το βράδυ κατά τις εννιάμιση συναντήθηκαν οι δυο κοπέλες στη γωνία, κάτω από την τέντα ενός καταστήματος.
Έπεσε η Φανή στην αγκαλιά της Ναταλίας και έκλαιγε, έκλαιγε ασταμάτητα.
«Δεν μου φταίει σε τίποτα να το σκοτώσω, αλλά δεν μπορώ και να το κρατήσω. Αποφάσισα να βάλω τέρμα στη ζωή μου» της είπε όταν σταμάτησε το κλάμα.
«Θέλω τουλάχιστον κάποιος να ξέρει γιατί έφυγα. Διάλεξα εσένα, χωρίς να σε ξέρω καλά – καλά. Μα μου φαίνεσαι εντάξει κοπέλα».
Ο ουρανός από πάνω ήταν κατάμαυρος σαν την ψυχή της. Η βροχή που έπεφτε έκανε τόσο θόρυβο που σκέπαζε τα λόγια της. Μόνο οι αστραπές που φώτιζαν, φανέρωναν την αγωνία, τη θλίψη και την απογοήτευση στο προσωπάκι της.
Ταράχτηκε η Ναταλία σαν άκουσε όλα τούτα. Έμεινε αμίλητη για κάμποσα λεπτά αγκαλιάζοντας σφιχτά τη Φανή.
«Άκουσέ με», της είπε σοβαρά. «Θες να πάμε μαζί σε έναν παππούλη; Τον ξέρω καλά, χρόνια τώρα τον έχω πνευματικό. Θες να τον δεις κι εσύ; Μη φοβάσαι, δεν θα σε μαλώσει».
«Θέλω» είπε χωρίς να το πολυσκεφτεί η Φανή.
Την άλλη μέρα που ήταν Σάββατο κι ήταν κλειστά τα καταστήματα το απόγευμα, η Ναταλία κρατώντας τη Φανή από το χέρι πήγε στο υπόγειο του Ναού, εκεί που ήταν το Εξομολογητήριο και περίμεναν υπομονετικά να έλθει η σειρά της για να δει τον π. Ιωακείμ.
Στις πεντέμιση μπήκε μέσα η Φανή. Απέξω η Ναταλία περίμενε με αγωνία. Πέρασε μισή ώρα, κόντευε μία ώρα κι οι κυρίες που περίμεναν μαζί της άρχισαν να διαμαρτύρονται. Στην αρχή με αναστεναγμούς και νοήματα κι ύστερα πιο έντονα.
«Αμάν βρε παιδί μου» είπε κάποια εμφανώς αγανακτισμένη.
«Aν θέλουν να συζητήσουν, ας έρχονται άλλη ώρα».
Που να ’ξερε η καημένη πως πίσω από την κλειστή πόρτα γινόταν μάχη για να σωθούν δυο ζωές. Η Ναταλία έκανε πως δεν τις άκουγε. Είχε ανοίξει το βιβλιαράκι με την Παράκληση και ψιθύριζε
«Διάσωσον ἀπὸ κινδύνους τούς δούλους σου Θεοτόκε ...».
Όταν επιτέλους άνοιξε η πόρτα είχαν περάσει μία ώρα και τριάντα πέντε λεπτά.
Η Φανή ήταν κατακόκκινη και κλαμμένη. Οι κυρίες δεν συγκινήθηκαν με το θέαμα. Την αγριοκοίταξαν, αλλά εκείνη ούτε που κατάλαβε τίποτα. Πήρε τη Ναταλία από το χέρι και βγήκαν έξω βιαστικά.
«Θα μου το βαφτίσεις, όταν με το καλό γεννηθεί;»
ήταν η πρώτη της κουβέντα και χάθηκε η μία στην αγκαλιά της άλλης.
Τώρα άρχιζαν τα δύσκολα. Αργά ή γρήγορα θα το μάθαινε το αφεντικό, οι γονείς της, όλοι. «Αυτός είναι ο σταυρός σου» της είπε ο π. Ιωακείμ σε μια από τις επόμενες φορές που πήγε να τον βρει.
«Μη δειλιάσεις, όλα θα τα φροντίσει ο Θεός. Και το παιδί θα σου φέρει ευλογία» της τόνιζε.
Όταν το έμαθε το αφεντικό, την κοίταξε με τέτοια περιφρόνηση που δεν άντεξε και κατέβασε τα μάτια της.
«Καλή σιγανοπαπαδιά ήταν» σκεφτόταν εκείνος. Ήθελε πολύ να την απολύσει, αλλά δεν μπορούσε. Την προστάτευε ο νόμος.
Τα πιο δύσκολα ήρθαν όταν το έμαθαν οι δικοί της.
«Δεν είσαι πια κόρη μας. Μην τολμήσεις και εμφανιστείς στο χωριό» της μήνυσε ο πατέρας με μια ξαδέλφη της.
Μόνο η αδελφή της η μεγάλη ήρθε κρυφά στη Θεσσαλονίκη για να τη βρει και να της πει ότιξέρει ένα γιατρό που μπορεί να διακόψει την κύηση, ακόμα κι αν είναι πέντε μηνών το παιδί.
«Είσαι τρελή» της είπε έντονα.
«Σκέψου ότι τότε που έμεινες έγκυος, έγινε το ατύχημα με το Τσερνομπίλ. Εμείς στο χωριό αργήσαμε να το μάθουμε. Θυμάσαι πόσα χόρτα μαζέψαμε και φάγαμε; Θυμάσαι πόσο γάλα ήπιαμε από τις κατσίκες του πατέρα; Πού πήγε όλο αυτό το δηλητήριο; Στο μωρό σου! Δε φτάνει που θα είναι μπάσταρδο, θα είναι και ζαβό!».
Αναστέναξε βαθιά και κοίταξε την εικόνα της Παναγίας πάνω στο κομοδινάκι της.
«Παναγιά μου και μάνα, δεν θ’ αντέξω δυο κακά ... Φύλαξέ το, τό αγγελούδι μου!».
Απέμεινε τώρα ολομόναχη από συγγενείς και γνωστούς. Βρήκε όμως, μια όμορφη συντροφιά εκεί στην ενορία του π. Ιωακείμ. Δεν την άφησαν μόνη της. Ούτε πριν ούτε μετά τον τοκετό.
Τα λόγια του π. Ιωακείμ βγήκαν αληθινά. Κάποιος ιδιοκτήτης ιδιωτικού σχολείου έμαθε την ιστορία της και εισηγήθηκε στο Συμβούλιο να την προσλάβουν ως γραμματέα και όταν η μικρή Αγγελική γινόταν 4 ετών, να φοιτήσει δωρεάν στο Νηπιαγωγείο και αργότερα στο Δημοτικό.
Δεν ήταν ωστόσο, εύκολο να τη δεχθεί η κοινωνία έτσι όπως ήταν, μια ανύπαντρη μητέρα. Οι ίδιοι άνθρωποι που προσπαθούν να κουκουλώσουν ένα παραστράτημα με ένα φόνο, οι ίδιοι στήνουν στο απόσπασμα μια δύστυχη κοπέλα που αποφάσισε να κρατήσει το μωρό.
Η περίπτωσή της μάλιστα, είχε επιπλέον την ιδιαιτερότητα του βιασμού. Αλλά ποιος νοιάζεται για το πώς και το γιατί. Οι υπάλληλοι του Δημοτολογίου, του ΙΚΑ, της Εφορείας όταν έβλεπαν την ένδειξη «άγαμη» στα χαρτιά της, την κοίταζαν πάντα με εκείνο το βλέμμα, το γεμάτο περιφρόνηση ...
«Δεν ξέρουμε γιατί το επέτρεψε ο Θεός» της έλεγε συχνά ο π. Ιωακείμ.
«Έχε εμπιστοσύνη και δεν θα σε αφήσει».
Η μικρή Αγγελική μεγάλωνε και γινόταν σωστό αγγελούδι. Μαζί μεγάλωναν κι οι απορίες της:
"Πού είναι ο δικός μου ο μπαμπάς; Γιατί δεν έχω κανέναν παππού και καμμία γιαγιά; Γιατί δεν έχω θείους, θείες, ξαδέλφια;"
Δύσκολες ερωτήσεις. Η Φανή ένιωθε ώρες ώρες πως περπατά σε τεντωμένο σκοινί, προσπαθώντας να εξηγήσει στην αθώα ψυχούλα τα ανεξήγητα. Πάντα με τη βοήθεια ενός ψυχολόγου και πάντα με την ευχή του π. Ιωακείμ.
Κάποιες κυρίες από την ενορία βλέποντας τον αγώνα και την αγωνία της θέλησαν να της γνωρίσουν κάποιον για να συμπορευτεί μαζί του και να έχει ένα στήριγμα.
Δεν περίμενε όμως, να έχει τέτοια αντιμετώπιση από τους υποψήφιους γαμπρούς. Όλοι, μα όλοι την αντιμετώπιζαν σαν γυναίκα ελευθέρων ηθών. Αυτό την πλήγωσε βαθιά και πια ούτε ήθελε να ακούσει για γνωριμίες και προξενιά.
Μέχρι που η νοικοκυρά της, μια γυναίκα με πολλή αγάπη, μεγάλη κατανόηση και ακόμα μεγαλύτερη διάκριση, της έκανε λόγο για το Δημοσθένη.
Η Φανή ήταν ανένδοτη. Μετά από πολλές πιέσεις, αναγκάστηκε να δεχθεί να τον συναντήσει, χωρίς ωστόσο να ελπίζει σε τίποτα.
Τον βρήκε μια μέρα μετά το σχόλασμα, απεριποίητη, άκεφη και όταν τον είδε σκέφτηκε «Ας του τα πω όλα χύμα από την αρχή, για να φύγει μια ώρα γρηγορότερα».
Και ξεκίνησε ψυχρά.
«Θέλω να ξέρεις ότι έχω ένα εξώγαμο παιδί 12 ετών».
Πάγωσε όταν τον είδε να αλλάζει όψη.
Την κοίταξε στην αρχή θλιμμένα, απορημένα κι ύστερα άρχισε ... να κλαίει.
Η Φανή δεν ήξερε τι να κάνει. Μπροστά της ήταν ένας άντρας δυο μέτρα που έκλαιγε ασταμάτητα.
«Είμαι κι εγώ εξώγαμο παιδί» της είπε όταν ηρέμησε.
«Πέρασε η ζωή μου ανάμεσα στο Ορφανοτροφείο και στην οικογένεια που με αναδέχθηκε. Δεν θέλω άλλο παιδί να περάσει τέτοιο πόνο».
Ο γάμος έγινε σε ένα μήνα στην ενορία του π. Ιωακείμ. Δεν χρειάστηκε να γνωριστούνε άλλο. Ο μεγάλος προξενητής από ψηλά είχε φροντίσει να έλθουν κοντά οι ψυχές τους και να αγαπηθούν.
Το πιο απίστευτο όμως, έγινε αμέσως μετά, όταν ο Δημοσθένης με επίσημη πράξη αναγνώρισε ως νόμιμο παιδί του της Αγγελική. Και όταν τον ρώτησαν παραξενεμένοι οι θετοί γονείς του, τους είπε πως έκανε μια επιπολαιότητα νεανική και πως έπρεπε να αποκαταστήσει την αδικία στην κοπέλα (!).
Την ευτυχία ήρθε να συμπληρώσει ο ερχομός του Γεράσιμου, ενός κατάξανθου μπέμπη που έμοιαζε καταπληκτικά στην Αγγελική.
Αργότερα οι ηλικιωμένοι γονείς τής Φανής μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, κοντά στην κορούλα τους και την οικογένειά της.
Ποτέ δεν έμαθαν ποιος είναι ο βιολογικός πατέρας της Αγγελικής. Δεν είχε νόημα.
Σήμερα ο Γεράσιμος είναι φοιτητής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης.
Η Αγγελική είναι μαία.
Πριν από ένα χρόνo γνώρισε τον Άγγελο, έναν πραγματικό άγγελο, ειδικευόμενο γιατρό γυναικολόγο και ετοιμάζονται να παντρευτούν. Τον ελεύθερο χρόνο τους φροντίζουν εθελοντικά κοπέλες που αντιμετωπίζουν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
Κάποιο απόγευμα ένας δημοσιογράφος που έκανε ρεπορτάζ για τις εκτρώσεις τους ρώτησε μεταξύ άλλων
«Αν το μωρό είναι καρπός βιασμού; Ούτε τότε κάνουν έκτρωση;»
Εκείνη απάντησε ήρεμα
«Εγώ ξέρω ένα τέτοιο μωρό που το άφησε η μανούλα του να γεννηθεί κι ας είχε κόντρα όλη την κοινωνία κι ας είχε ρουφήξει όλη τη ραδιενέργεια που μας ήρθε από την τότε Σοβιετική Ένωση».
«Κι εγώ, κι εγώ ξέρω ένα τέτοιο μωρό!» συμπλήρωσε ο Άγγελος.
Και συνέχισαν οι δυο τους αθόρυβα και ουσιαστικά την εθελοντική προσφορά τους σε όλα τα πλάσματα που ο Θεός στέλνει στο δρόμο τους.
Κρ. Π.