Της ΝΑΥΣΙΚΑΣ ΙΕΣΣΑΙ – ΚΑΣΙΜΑΤΗ
Πόσο καιρό έχω να σε δω…Μου ‘λειψες…το ξέρεις; Μου ‘πε, κοιτώντας με στα μάτια, η γειτόνισσα μου, καθώς απαντηθήκαμε στον δρόμο. Και να σας πω…ξαφνιάστηκα. Είμαστε πια μαθημένοι στις βιαστικές φράσεις-κλισέ:
«Τι κάνεις; Τι κάνεις; Καλά; Χαίρομαι…». Με την τελευταία λέξη, ν’ ακούγεται από απόσταση συνήθως. Γιατί εκείνος που την είπε, είχε κιόλας εξαφανιστεί. Ήταν ακόμα τόσο τρυφερός ο τρόπος που το είπε που δε σ’ άφησε υποψία, πως μπορεί να ήταν μια απλή φιλοφρόνηση. Το βράδυ, πριν κλείσω τα μάτια, καθώς γυροφέρνω τα περιστατικά της ημέρας στο νου μου, διαπίστωσα πως εκείνο το «μου ‘λειψες», είχε περάσει από τα αυτιά μου στην καρδιά μου κατευθείαν και την κράτησε ζεστή, όλες τις ώρες. Μου χε δώσει ένα ξέχωρο κέφι. Ναι, αυτή η ζεστή κουβέντα, είχε μια δυναμική, που με ενεργοποίησε ιδιαίτερα εκείνη την ημέρα. Για σκέψου…ψιθύρισα κι είναι τόσο απλό.
Την Τρίτη, τρέχαμε στη φαρδιά λεωφόρο, μέσα στο αυτοκίνητο μιας ξαδέλφης, μας σταμάτησε το κόκκινο φανάρι. Η ξαδέλφη μου κατέβασε γρήγορα το τζάμι της. είχε δει το μικρό που ερχόταν βολίδα προς τα μας με τα χαρτομάντιλα που πουλούσε μέσα σε ένα ρηχό πανέρι. Έβγαλε το χέρι της, ακούμπησε ένα κέρμα ανάμεσα στα πακετάκια, ύστερα χάιδεψε – με μητρική θα ‘λεγα στοργή – το κεφαλάκι του μικρού και του είπε: «Άκουσε με…να προσέχεις… να προσέχεις πολύ σε παρακαλώ…έτσι;», και του ‘κλεισε το μάτι. Το παιδί χαμογέλασε. Να ‘χε άραγε εισπράξει άλλη παρόμοια ανησυχία για την «ασήμαντη» ζωούλα του; για σκέψου…συλλογιστικά κι είναι τόσο απλό…
Στο σούπερ-μάρκετ, το Σάββατο, κάτι παρόμοιο. Ουρά στο ταμείο 5. Ένας – δύο ζητούσαν να περάσουν μπρός, για τι είχαν μόνο ένα κουτί γάλα στο χέρι ή ένα πακέτο ζάχαρη. Εμείς οι άλλοι υπερασπιζόμασταν με φωνές διαμαρτυρίας την πολύτιμη προτεραιότητα μας. Η ταμίας ανεβοκατέβαζε σβέλτα τα δάκτυλα πάνω στα πλήκτρα της ταμειακής, γεμάτη ένταση, προσπαθώντας να μας εξυπηρετήσει. «Τι είσαι εσύ κορίτσι μου, τι είσαι εσύ…αετός…δεν πιάνεσαι…είσαι το πιο γρήγορο ταμείο του σούπερ-μάρκετ…» είπε ο κύριος μπροστά από μένα, χαριτολογώντας. Η ταμίας κοκκίνισε ελαφρά και χαμογέλασε με ανακούφιση. Να που κάποιος πρόσεξε την προσπάθεια της. για σκέψου…και ήταν τόσο απλό…
«Μου αρέσει η επιλογή σου…έχεις φίνο γούστο…». «Με πόση δεξιοτεχνία το κάνεις αυτό….». «Τι έξυπνα το χειρίστηκες το θέμα…Πως τα κατάφερες; Δεν ήταν εύκολο…». «Καλό δρόμο να έχεις…Η Παναγιά μαζί σου…». Είναι λίγες ζεστές κουβέντες, που άρπαξε το αυτί μου και τις περιμάζεψα, στις μέρες που πέρασαν….Εγκλωβισμένοι στα δικά μας, δεν σηκώνουμε τα μάτια, να ανταμώσουμε τα μάτια του άλλου…Δεν νοιαζόμαστε για πέρα από τις δικές μας υποθέσεις. Παγιδευμένοι για καλά, στα γρανάζια της βιασύνης και του άγχους, βιαστικοί στο τηλέφωνο, βιαστικοί στο δρόμο, βιαστικοί στην κάθε συνάντηση με το άλλο πρόσωπο. Κι όμως είναι τόσο απλό. Να θυμίζουμε στον άλλον με μια μας ζεστή κουβέντα, πως είναι κάτι σπουδαίο. Μοναδικό και πολύτιμο. Το ‘χουμε ανάγκη όλοι. «Γεια σου χαρά μου…Πως σου πάει αυτό το χρώμα…».
*Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Δεκέμβριο του 2004
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
«Τι κάνεις; Τι κάνεις; Καλά; Χαίρομαι…». Με την τελευταία λέξη, ν’ ακούγεται από απόσταση συνήθως. Γιατί εκείνος που την είπε, είχε κιόλας εξαφανιστεί. Ήταν ακόμα τόσο τρυφερός ο τρόπος που το είπε που δε σ’ άφησε υποψία, πως μπορεί να ήταν μια απλή φιλοφρόνηση. Το βράδυ, πριν κλείσω τα μάτια, καθώς γυροφέρνω τα περιστατικά της ημέρας στο νου μου, διαπίστωσα πως εκείνο το «μου ‘λειψες», είχε περάσει από τα αυτιά μου στην καρδιά μου κατευθείαν και την κράτησε ζεστή, όλες τις ώρες. Μου χε δώσει ένα ξέχωρο κέφι. Ναι, αυτή η ζεστή κουβέντα, είχε μια δυναμική, που με ενεργοποίησε ιδιαίτερα εκείνη την ημέρα. Για σκέψου…ψιθύρισα κι είναι τόσο απλό.
Την Τρίτη, τρέχαμε στη φαρδιά λεωφόρο, μέσα στο αυτοκίνητο μιας ξαδέλφης, μας σταμάτησε το κόκκινο φανάρι. Η ξαδέλφη μου κατέβασε γρήγορα το τζάμι της. είχε δει το μικρό που ερχόταν βολίδα προς τα μας με τα χαρτομάντιλα που πουλούσε μέσα σε ένα ρηχό πανέρι. Έβγαλε το χέρι της, ακούμπησε ένα κέρμα ανάμεσα στα πακετάκια, ύστερα χάιδεψε – με μητρική θα ‘λεγα στοργή – το κεφαλάκι του μικρού και του είπε: «Άκουσε με…να προσέχεις… να προσέχεις πολύ σε παρακαλώ…έτσι;», και του ‘κλεισε το μάτι. Το παιδί χαμογέλασε. Να ‘χε άραγε εισπράξει άλλη παρόμοια ανησυχία για την «ασήμαντη» ζωούλα του; για σκέψου…συλλογιστικά κι είναι τόσο απλό…
Στο σούπερ-μάρκετ, το Σάββατο, κάτι παρόμοιο. Ουρά στο ταμείο 5. Ένας – δύο ζητούσαν να περάσουν μπρός, για τι είχαν μόνο ένα κουτί γάλα στο χέρι ή ένα πακέτο ζάχαρη. Εμείς οι άλλοι υπερασπιζόμασταν με φωνές διαμαρτυρίας την πολύτιμη προτεραιότητα μας. Η ταμίας ανεβοκατέβαζε σβέλτα τα δάκτυλα πάνω στα πλήκτρα της ταμειακής, γεμάτη ένταση, προσπαθώντας να μας εξυπηρετήσει. «Τι είσαι εσύ κορίτσι μου, τι είσαι εσύ…αετός…δεν πιάνεσαι…είσαι το πιο γρήγορο ταμείο του σούπερ-μάρκετ…» είπε ο κύριος μπροστά από μένα, χαριτολογώντας. Η ταμίας κοκκίνισε ελαφρά και χαμογέλασε με ανακούφιση. Να που κάποιος πρόσεξε την προσπάθεια της. για σκέψου…και ήταν τόσο απλό…
«Μου αρέσει η επιλογή σου…έχεις φίνο γούστο…». «Με πόση δεξιοτεχνία το κάνεις αυτό….». «Τι έξυπνα το χειρίστηκες το θέμα…Πως τα κατάφερες; Δεν ήταν εύκολο…». «Καλό δρόμο να έχεις…Η Παναγιά μαζί σου…». Είναι λίγες ζεστές κουβέντες, που άρπαξε το αυτί μου και τις περιμάζεψα, στις μέρες που πέρασαν….Εγκλωβισμένοι στα δικά μας, δεν σηκώνουμε τα μάτια, να ανταμώσουμε τα μάτια του άλλου…Δεν νοιαζόμαστε για πέρα από τις δικές μας υποθέσεις. Παγιδευμένοι για καλά, στα γρανάζια της βιασύνης και του άγχους, βιαστικοί στο τηλέφωνο, βιαστικοί στο δρόμο, βιαστικοί στην κάθε συνάντηση με το άλλο πρόσωπο. Κι όμως είναι τόσο απλό. Να θυμίζουμε στον άλλον με μια μας ζεστή κουβέντα, πως είναι κάτι σπουδαίο. Μοναδικό και πολύτιμο. Το ‘χουμε ανάγκη όλοι. «Γεια σου χαρά μου…Πως σου πάει αυτό το χρώμα…».
*Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Δεκέμβριο του 2004
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός