Γέρων Γρηγόριος,ηγούμενος Ι.Μ.Δοχειαρίου Αγίου Όρους
Εγείρε ό ήλιος προς τήν δύσιν αυτού καί Έσκιαζαν τά πελώρια βουνά τής Παναγιάς τό μοναστήρι. Τα φαράγγια σκοτείνιασαν καί προμήνυσαν τό επικείμενο σκοτάδι τής νύχτας. Ό εκκλησιαστικός χτυπά τό τάλαντο γιά τά Έσπερινά. Ωραία στιγμιότυπα καί γιά τον μοναχό καί γιά τον προσκυνητή. Κόσμος Έχει συσσωρευθή απ’ όλη τήν μικρή Ελλάδα. Μιά γυναίκα, προχωρημένη στά χρόνια, Εμεινε πίσω, αν καί βιάζεται νά πιάση στασίδι.
- Κυρά καλή, γιατί τά γόνατά σου δεν λυγίζουν;
- Πάτερ ήγούμενε, θέλω νά Εξομολογηθώ, γι’ αύτό βρίσκομαι στις άγιες αυλές τής Παναγιάς από τά χωριά των Άγράφων.
Αφού τελείωσαν οι εσπερινές δεήσεις, με άρπαξε κυριολεκτικά για τό έξομολογητήρι. Με πολύ κόπο κατέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια. Γονάτισε στο πετραχήλι.
- Ευλογημένη, σήκω, αφού δεν μπορείς να κάμψης τα γόνατά σου.
- Πάτερ ηγούμενε, γονάτισα μπροστά σε τυράννους και στον Χριστό θά δυσκολευτώ νά σταθώ γονατιστή νά ξεκριματισθώ; Καλέ μου πατέρα, είμαι πρεσβυτέρα. Αύτός ό τόπος πέρασε δύσκολα καί μαύρα χρόνια. «Παναγιά μου, ας μη ξανά ’ρθουνε».
Κάποια μέρα δύο άνανδρα παλληκάρια με άρπαξαν από τά μαλλιά γιά τό Καρπενήσι. Τά παιδιά μου πίσω έκλαιγαν τήν στέρηση τού πατέρα καί τής μάνας. Τά οσα υπέφερα στην διαδρομή δεν τά βάσταξε ό νούς μου νά σού τά πώ. Αύτοί δεν ήταν άνθρωποι ήταν θεριά τής ζούγκλας. Στο Καρπενήσι, δεμένη με γονάτισαν σε άστεγες δημόσιες τουαλέτες μέσα στα χιόνια. Εκεί έμεινα δύο μέρες γονατιστή μέσα στον πάγο τον Δεκέμβριο. Έπαθαν τά γόνατά μου αγκύλωση, μήπως λέγουν οι γιατροί, καί έκτοτε βαδίζω με πολλές δυσκολίες στις κακοτράχαλες στράτες τών Άγράφων.
Στις αρχές του ’50 ήρθε ό δεσπότης στην γιορτή του χωρίου. Μετά την Λειτουργία, τον φιλέψαμε στο φτωχικό μας.
Εκείνο τό σπίτι ήταν αληθινή καλύβα. Τουαλέτα είχε ξεκουφωμένο κορμό έλάτης. Κάθισε Ο δεσπότης μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του καθιστικού. Έως ότου έτοιμασθή το φαγητό, του ζήτησα εξομολόγηση.
- Δεσπότη μου, δεν μπορώ να συγχωρέσω αύτούς τους σκύλους, πού με κατήντησαν ανάπηρη, καί μάλιστα, οσάκις με απαντούν στον δρόμο, γελοκοπούν με τήν δυσκολεμένη μου περπατησιά.
Ό δεσπότης έκαμε τό κεφάλι του προς τα πίσω, λέγοντας:
- Ποτέ! Ποτέ να μη τούς συγχωρήσης.
Του έφυγε τό καλημαύχι καί, έως 'ότου υπάγω νά του το πιάσω, ένα γαϊδούρι, είχε βάλει και τα δυό του πόδια μέσα σ’ αύτό τό καπέλο καί τό είχε κουρελιάσει. Τίποτε δεν είχε άπομείνει νά του δείξω την συμφορά. Ό δεσπότης έφυγε για την Ναύπακτο με πεσκίρι στο κεφάλι. Ένιωσα πολύ ζωντανά πώς αυτή δεν ήταν καλή συμβουλή. Ό λόγος του δεν ήταν εκ Θεού καί ήρθε αμέσως σημείο από τον ουρανό. Ό παπάς μου μού είπε:
- Τρέξε σε πνευματικό νά τό έξαγορευθής.
Γι’ αύτό ήρθα τόσο δρόμο νά σου το εξομολογηθώ προτού πεθάνω.
Φαίνεται ό κατακαημένος επίσκοπος ποτέ δεν πρόσεξε τα λόγια τού ιερού Χρυσοστόμου πώς ή μοναδική αρετή πού αναπαύει τόσο πολύ τον Θεό είναι τό νά συγχωρούμε τον αδελφό μας.
- Κυρά καλή, γιατί τά γόνατά σου δεν λυγίζουν;
- Πάτερ ήγούμενε, θέλω νά Εξομολογηθώ, γι’ αύτό βρίσκομαι στις άγιες αυλές τής Παναγιάς από τά χωριά των Άγράφων.
Αφού τελείωσαν οι εσπερινές δεήσεις, με άρπαξε κυριολεκτικά για τό έξομολογητήρι. Με πολύ κόπο κατέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια. Γονάτισε στο πετραχήλι.
- Ευλογημένη, σήκω, αφού δεν μπορείς να κάμψης τα γόνατά σου.
- Πάτερ ηγούμενε, γονάτισα μπροστά σε τυράννους και στον Χριστό θά δυσκολευτώ νά σταθώ γονατιστή νά ξεκριματισθώ; Καλέ μου πατέρα, είμαι πρεσβυτέρα. Αύτός ό τόπος πέρασε δύσκολα καί μαύρα χρόνια. «Παναγιά μου, ας μη ξανά ’ρθουνε».
Μετά την γερμανική Κατοχή ξημέρωσαν δίσεκτες μέρες γιά μάς τούς ορεσίβιους. Σκότωνε αδελφός τον αδελφό. Καί, όπως έλεγε ό καλός μου παπάς: «Νά σε μισή καί νά σε κυνηγά ό εχθρός σου, ξεύρεις νά κρυφτής, άλλ’ από τό μίσος τού αδελφού σου πώς νά ξεφύγης;». Αυτό είναι από τον Ψαλτήρα, όπως ακόυσα. Είμαι αγράμματη· δεν μπορώ νά προσθέσω τίποτε άλλο. Τον παπά μου τον είχαν άποκηρύξει οι «αδελφοί» μας. Τον θεωρούσαν επικίνδυνο γιά την απελευθέρωση. Απειλούσαν νά τον σουβλίσουν, σάν τον Αθανάσιο Διάκο, στο μέσον τού χωριού. Μέρες κρυβόταν σε λημέρια άγνωστα σ’ έμένα. Μόνον τήν νύχτα ερχόταν γιά λίγο ψωμί καί καμιά αλλαξιά κι έφευγε πάλι σε απόκρημνα φαράγγια.
Κάποια μέρα δύο άνανδρα παλληκάρια με άρπαξαν από τά μαλλιά γιά τό Καρπενήσι. Τά παιδιά μου πίσω έκλαιγαν τήν στέρηση τού πατέρα καί τής μάνας. Τά οσα υπέφερα στην διαδρομή δεν τά βάσταξε ό νούς μου νά σού τά πώ. Αύτοί δεν ήταν άνθρωποι ήταν θεριά τής ζούγκλας. Στο Καρπενήσι, δεμένη με γονάτισαν σε άστεγες δημόσιες τουαλέτες μέσα στα χιόνια. Εκεί έμεινα δύο μέρες γονατιστή μέσα στον πάγο τον Δεκέμβριο. Έπαθαν τά γόνατά μου αγκύλωση, μήπως λέγουν οι γιατροί, καί έκτοτε βαδίζω με πολλές δυσκολίες στις κακοτράχαλες στράτες τών Άγράφων.
Στις αρχές του ’50 ήρθε ό δεσπότης στην γιορτή του χωρίου. Μετά την Λειτουργία, τον φιλέψαμε στο φτωχικό μας.
Εκείνο τό σπίτι ήταν αληθινή καλύβα. Τουαλέτα είχε ξεκουφωμένο κορμό έλάτης. Κάθισε Ο δεσπότης μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του καθιστικού. Έως ότου έτοιμασθή το φαγητό, του ζήτησα εξομολόγηση.
- Δεσπότη μου, δεν μπορώ να συγχωρέσω αύτούς τους σκύλους, πού με κατήντησαν ανάπηρη, καί μάλιστα, οσάκις με απαντούν στον δρόμο, γελοκοπούν με τήν δυσκολεμένη μου περπατησιά.
Ό δεσπότης έκαμε τό κεφάλι του προς τα πίσω, λέγοντας:
- Ποτέ! Ποτέ να μη τούς συγχωρήσης.
Του έφυγε τό καλημαύχι καί, έως 'ότου υπάγω νά του το πιάσω, ένα γαϊδούρι, είχε βάλει και τα δυό του πόδια μέσα σ’ αύτό τό καπέλο καί τό είχε κουρελιάσει. Τίποτε δεν είχε άπομείνει νά του δείξω την συμφορά. Ό δεσπότης έφυγε για την Ναύπακτο με πεσκίρι στο κεφάλι. Ένιωσα πολύ ζωντανά πώς αυτή δεν ήταν καλή συμβουλή. Ό λόγος του δεν ήταν εκ Θεού καί ήρθε αμέσως σημείο από τον ουρανό. Ό παπάς μου μού είπε:
- Τρέξε σε πνευματικό νά τό έξαγορευθής.
Γι’ αύτό ήρθα τόσο δρόμο νά σου το εξομολογηθώ προτού πεθάνω.
Φαίνεται ό κατακαημένος επίσκοπος ποτέ δεν πρόσεξε τα λόγια τού ιερού Χρυσοστόμου πώς ή μοναδική αρετή πού αναπαύει τόσο πολύ τον Θεό είναι τό νά συγχωρούμε τον αδελφό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου